Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

Επιστολή προς αποκατάσταση της αλήθειας σχετικά με το βιβλίο του Λάσκαρη Π. Ζαράρη: «Τα Μυστικά της Θεόπετρας», Δυάς Εκδοτική, 2015.




   Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, λόγοι αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης μού επιβάλλουν να απαντήσω στον συμπατριώτη μου κ. Κατελή Βίγκλα, συντάκτη της κριτικής για το βιβλίο μου: «Τα Μυστικά της Θεόπετρας», την οποία δημοσίευσε στο προσωπικό του μπλογκ: «Historical Reenactment» στις 28 Μαΐου 2016 (http://pyrasosthebai.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html?m=1). Ξεπέρασε κάθε ηθική δεοντολογία, λησμονώντας τους κανόνες στους οποίους πρέπει να στηρίζεται κάθε λογοτεχνική κριτική προκειμένου να επιτελέσει τον σκοπό της, κριτική που ακόμη και εάν είναι δριμεία και κατακεραυνώνει κάποιο έργο, πρέπει να σέβεται πρώτα απ’ όλα τον δημιουργό και να μην αναφέρεται στο άτομό του και την προσωπικότητά του, προσβάλλοντάς τον με ταπεινωτικές εκφράσεις και ειρωνείες.
   Εντελώς τυχαία έπεσε μπροστά μου η κριτική του για το βιβλίο μου, λίγες μέρες πριν στις 28 Οκτωβρίου 2017 και εύκολα διαπιστώνει κανείς ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή της ότι την χαρακτηρίζει η εμπάθεια και το αγενές ύφος, στοιχεία μάλιστα που δε συνάδουν με τον συντάκτη, ο οποίος είναι μορφωμένο άτομο και κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικό. Η δυσφήμηση που προσπαθεί να κάνει ο κύριος αυτός στο έργο μου και στην προσωπικότητά μου εξαπολύοντας αφειδώλευτα όξος είναι οφθαλμοφανής.
   Ας αναρωτηθούμε λοιπόν με ποια ιδιότητα πραγματοποίησε αυτή την κριτική, ως ιστορικός επιστήμονας ή ως απλός αναγνώστης με αγάπη προς τη λογοτεχνία, γιατί κυρίως στην άποψη των αναγνωστών πρέπει να υπολογίζει σημαντικά κάθε συγγραφέας. Είχε ξεκινήσει ήδη αδικαιολόγητα μια πολεμική τακτική, που ακόμη και αν σε κάποια σημεία του βιβλίου μπορούσαν τα γραφόμενά του να έχουν βάση, ο τρόπος που προβάλλει την άποψή του είναι απαράδεκτος και χάνει όποιο δίκιο θα μπορούσε να έχει.
   Σεβάστηκα την άποψή του μέχρι στο σημείο που ήταν σοβαρή, ανεπηρέαστη από πάθη και δεν έθιγε απροκάλυπτα. Ως λογοτέχνης σίγουρα δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει και να εκφέρει άποψη για το έργο μου, γιατί πολύ απλά δεν έχει γράψει ποτέ του λογοτεχνικό έργο ούτε έχει εκδώσει αντίστοιχο έργο πέρα από μερικά επιστημονικά συγγράμματα. Κι αν έπρεπε να επιχειρήσει αυτή την κριτική, έπρεπε αυτό να γίνει με ανεπηρέαστο νου, χωρίς ψυχική ταραχή, έχοντας στο μυαλό του πρώτα απ' όλα τα λόγια του κορυφαίου νεοέλληνα κριτικού του 20ού Αιώνα, του Πέτρου Σπανδωνίδα (1890-1964): «Η λογοτεχνική κριτική είναι η επιστήμη των εσωτερικών ανιχνεύσεων και ανακαλύψεων στην περιοχή της Ομορφιάς, που αξεδιάλυτα αγκαλιάζεται με τον άνθρωπο και τη μοίρα του».
   Όμως, ποιοι ήταν οι ακριβέστατοι λόγοι που τον έσπρωξαν σε αυτή την κριτική, αφού μάλιστα δε διαπνέεται από αγάπη για τη λογοτεχνία και στο τέλος της κριτικής του καταδικάζει τη λογοτεχνία, ενώ επιτίθεται προσβλητικά εναντίον όσων την υπηρετούν; Παραθέτω εδώ τα λόγια του κυρίου αυτού με πλάγιους χαρακτήρες: «Το περίεργο είναι ότι το διαδίκτυο βρίθει από τέτοιες εκδόσεις. Πρόκειται για έναν καταιγισμό μωρολογίας και δοκησισοφίας. Δεν μας έφθαναν οι άλλες συμφορές, έχουμε και τους αλαφροΐσκιωτους λογοτέχνες που φυσιούν με κάθε ευκαιρία για τα υποτιθέμενα πνευματικά επιτεύγματά τους. Θέλουν όλοι να μοιραστούν ή να λάβουν για τον εαυτό τους δόξα παρόμοια με εκείνη του Σεφέρη και του Ελύτη. Για αυτούς τους ανεκδιήγητους νεοφανείς λογοτεχνίσκους της συμφοράς, το διαδίκτυο είναι μια παιδική χαρά ή η αυλή των θαυμάτων. Με κάθε ευκαιρία προβάλουν τον εαυτό τους, δίνουν παντού το ανούσιο βιογραφικό τους και συνεχίζουν να συνδυάζουν άσκοπα λέξεις σαν μαϊμούδες με τυχαία σειρά στο πληκτρολόγιό τους. Αν τα πρότυπά τους είναι ο Σεφέρης και ο Ελύτης, έχουν πληροφορηθεί λάθος, διότι η εποχή εκείνων πέρασε ανεπιστρεπτί, ό,τι και εάν σήμαινε. Επιπλέον, οι ποιητές και λογοτέχνες αυτοί, όπως και οι περισσότεροι, δεν μπορούν να προσεγγίσουν την ουσία. Απλά κάποιοι από αυτούς είναι πιο φημισμένοι και γνωστοί σε όλους. Όμως η φήμη αυτή δεν αναιρεί την αλήθεια: η ποίηση και η λογοτεχνία σε τελευταία ανάλυση είναι υποκειμενικό ζήτημα, όση αναγνώριση και εάν έχει ο εκάστοτε συγγραφέας. Με άλλα λόγια, παρόλο που η προσέγγιση της πραγματικότητας μέσω της λογοτεχνίας είναι αμεσότερη, δεν παύει να στερείται αντικειμενικότητας, όχι με την πεζή και συχνά χρησιμοποιημένη έννοια, αλλά με την έννοια της προσέγγισης των πραγμάτων, του νοητού κόσμου ως τόπου της αλήθειας, και επέκεινα αυτού. Φυσικά και υπάρχουν αθάνατα λογοτεχνικά έργα, όπως αθάνατοι είναι και οι δημιουργοί αυτών. Όσοι όμως μεγάλοι λογοτέχνες αναγνωρίστηκαν στο διάβα της Ιστορίας, ήταν συνήθως διάνοιες και άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, ευρυμαθείς και πολύγλωσσοι. Όλοι αυτοί οι ψευδο-λογοτέχνες που γράφουν ό,τι τους κατέβει στο φτωχό και άθλιο τσερβέλο τους ποιοί είναι; Η απάντηση είναι πως πρόκειται για φανατικούς του είδους, κοινώς "ψώνια", εγωπαθή υποκείμενα που με τη γραφή εξωτερικεύουν τα απωθημένα τους. Το θέμα όμως είναι ότι νομίζουν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι εκπροσωπούν τη Λογοτεχνία! Ποιά λογοτεχνία; Τη δική τους λογοτεχνία, την οποία θεωρούν ως την καλύτερη».
   Πιθανώς ο εν λόγω κύριος να ενοχλήθηκε που ανακατεύτηκα στα «χωράφια» του, αν θεωρήσουμε ότι η ιστορία είναι το πεδίο της ιδιοκτησίας του και κατέφυγε σε πλήθος κατηγοριών, ότι το παιδικό μου βιβλίο είναι ανιστόρητο, παραποιεί την αλήθεια και ότι δεν χρησιμοποίησα σωστά τις ιστορικές πηγές στις οποίες στηρίχτηκα για τη συγγραφή του. Ασφαλώς και δε θα αντιμετώπιζα τη βιβλιογραφία όπως γενικά την αντιμετωπίζει ένας ιστορικός και ίσως με την οργάνωση που τον διακατέχει, διότι πολύ απλά το βιβλίο μου δεν είναι ιστορικό ή επιστημονικό. Και ο στόχος της συγγραφής του ήταν ακριβώς αυτός: γράφοντας με λογοτεχνικό τρόπο να προκαλέσω το ενδιαφέρον των παιδιών για μια άγνωστη εποχή, προκειμένου να αναζητήσουν περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτήν. Τώρα επειδή στέκεται ιδιαίτερα στο «θράσος» μου -όπως γράφει-, που περιγράφω το βιβλίο μου ως ταξίδι γνώσεων για παιδιά, θα του εξηγήσω καθαρά ότι αυτό έγινε για λόγους κατάταξης του κειμένου, εφόσον δεν είναι μυθιστόρημα κι ούτε μπορούσα να το ονομάσω καθαρά παραμύθι για παιδιά. Το θετικό σχόλιο που έλαβα από τα μέλη της κριτικής επιτροπής της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς, στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της οποίας συμμετείχα το έτος 2012 στέλνοντας ανέκδοτο ακόμη το κείμενό μου και στην πρώτη του μορφή, ήταν το εξής: «Το παρόν και το παρελθόν μέσα από τις διηγήσεις του δασκάλου κ. Ιστορικόπουλου είναι το θέμα του βιβλίου γραμμένο σε δύο επίπεδα. Ο δάσκαλος αυτός προσπαθεί να περάσει στα παιδιά άπειρες γνώσεις για τον προϊστορικό κόσμο και τα καταφέρνει χωρίς αμφιβολία, μόνο που ο τρόπος που είναι γραμμένο δεν αποτελεί μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας έχει μελετήσει πολύ και αξίζει κάθε έπαινος γι’  αυτό».
   Θα έπρεπε λοιπόν ο κύριος Κατελής Βίγκλας να αρκεστεί μονάχα σε κάποιες κριτικές παρατηρήσεις και όχι να προχωρήσει σε ένα κείμενο ντροπή, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια αυτοελέγχου. Ο Μπάμπης Κλάρας, κριτικός λογοτεχνικών κειμένων στη «Φιλολογική Βραδυνή» στην περίοδο 1952-1973, γράφει με θάρρος: «Πρέπει κάποτε και ο κριτικός να κάνει κάποιο αυτοέλεγχο. Μια κριτική της κριτικής του. Ίσως έτσι ανακαλύψει και τα δικά του αδύνατα σημεία κι αυτή την άδικη καταβολή, που ζημιώνει αντί να βοηθεί». Ποια άδικη καταβολή εννοούσε ο αξιόλογος αυτός κριτικός; Εξηγεί σε άλλο άρθρο του μέσα από τη στήλη της εφημερίδας όπου έγραφε: «Η κριτική δεν είναι επαινολογία, όποιος την ασκεί υπεύθυνα, πρέπει να κρίνει με όλη τη σημασία της λέξης, να βρίσκει τα «ψεκτά σημεία», τις αδυναμίες, να καυτηριάζει τα στραβά και τα ανάποδα και να προφυλάγει το κοινό από ορισμένα ανύπαρκτα ταλέντα. Χρέος του είναι επίσης να ανευρίσκει και τις αγαθές πλευρές του έργου και του δημιουργού του, να τις επισημαίνει, να προβάλλει την ωφέλεια που μπορεί να προκύψει απ’ αυτές, να ενθαρρύνει την προκοπή και την ανάταση του ανθρώπου. Κανείς ασφαλώς καλόπιστος κριτικός δεν θα θελήσει να το αρνηθεί αυτό».
   Τώρα να δούμε τις πράξεις και τα έργα του Κατελή Βίγκλα και αφού σκεφτούμε καλά να βγάλουμε ώριμα συμπεράσματα:
   Στις 26 Μαΐου 2016 ο κύριος αυτός μού αποστέλλει σε ιμέιλ ένα αρχείο με τις κριτικές του παρατηρήσεις για το βιβλίο μου, με την απαίτηση να τις δεχτώ άμεσα και να προβώ στις απαραίτητες αλλαγές για να είναι πιο τεκμηριωμένο ιστορικά το βιβλίο μου κατά την άποψή του και για να κάνει κριτική στο έργο μου, λες και του είχα ζητήσει να κάνει κάτι ανάλογο, τιμητικά του χάρισα το βιβλίο κι αν δεν του άρεσε βέβαια δεν ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει σε κριτική. Επειδή δε δέχομαι τις διορθώσεις που προτείνει (για να είμαι πιο ακριβής ήμουν έτοιμος να δεχτώ μερικές οι οποίες δε θα είχαν αρνητική επίδραση στα παιδιά με τη σκληρότητα των εικόνων, σύμφωνα με τις παιδαγωγικές αντιλήψεις και τα θετικά μηνύματα που θα έπρεπε να δοθούν, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί το βιβλίο είχε ήδη τυπωθεί και ήδη είχα κάνει την πρώτη του παρουσίαση, ενώ φυσικά είχα πάρει έγκριση από τον εκδοτικό οίκο και με ευθύνη του εκδοτικού κυκλοφόρησε το βιβλίο στο αναγνωστικό κοινό), με απειλεί ότι θα δημοσιεύσει τις ακόλουθες κριτικές παρατηρήσεις σε επιστημονικό περιοδικό:

«Σχόλια στο βιβλίο Τα μυστικά της Θεόπετρας

Μεθοδολογικά:

Θα ήθελα να εξηγήσω με λογικά και απλά λόγια γιατί δεν στέκουν πολλά από αυτά που γράφει ο συγγραφέας. Δεν μπορεί κανείς να έχει αξιώσεις στην ιστορική αλήθεια, αν δεν χρησιμοποιεί σωστά τη βιβλιογραφία και τις πηγές του. Όταν γράφουμε ιστορικό μυθιστόρημα πάντα σεβόμαστε την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται. Με άλλα λόγια, αν κανείς δεν στηρίζεται στη βιβλιογραφία, θα αποκλίνει σημαντικά από τις τρέχουσες ιστορικές αντιλήψεις. Ένας ιστορικός μπορεί να γράψει τις σκέψεις του πάνω σε όσα διάβασε, αλλά χρησιμοποιεί τη λογική, ώστε να εξάγει λογικά συμπεράσματα, τα οποία άλλοι συζητούν ή/και αμφισβητούν. Η γνώμη μου είναι ότι ο συγγραφέας είτε θα έπρεπε να προσέξει περισσότερο, ώστε να ενσωματώσει σωστά τις ιστορικές πληροφορίες, είτε θα έπρεπε να γράψει τόσο αόριστα (φανταστικά), ώστε να μην τις παραποιεί.

Κριτικές παρατηρήσεις:

Οι προϊστορικοί άνθρωποι είχαν ανακαλύψει τα παπούτσια. Σημειώνεται πρόχειρα από επιστημονική εργασία ότι «Από την παλαιολιθική εποχή ακόμη οι άνθρωποι έκαναν χρήση ελαφρώς κατεργασμένων πρωτογενών υλικών για την κατασκευή των πρώτων ενδυμάτων, είτε αυτά ήταν φυτικά είτε ζωικά (δέρματα ζωών, φύλα και κλαδιά δέντρων)».

Ο «Ιστορικόπουλος» ή θα είναι συλλέκτης ή θα είναι ιστορικός. Δεν υπάρχουν πολλοί συλλέκτες που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί. Όσον αφορά τα αρχαία, υπάρχει αυστηρή νομοθεσία. Επομένως, αυτό που συμβαίνει είναι πως είτε θα είναι κανείς πλούσιος και θα εισάγει αρχαιότητες από το εξωτερικό δηλώνοντάς τες στην κατά τόπους αρχαιολογική υπηρεσία είτε θα πρόκειται για αρχαιοκάπηλο. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ο Ιστορικόπουλος να δανείστηκε από κάποια αποθήκη μουσείου το αντικείμενο που περιγράφει στο βιβλίο ή αυτό να είναι αντίγραφο. Όμως αυτά θα έπρεπε να διευκρινιστούν. Επίσης, ένας ιστορικός, όπως υποτίθεται ότι είναι ο Ιστορικόπουλος, δεν αφηγείται τόσο πολύ μέσα στη σχολική τάξη, όσο δίνει πληροφορίες, αναφερόμενος σε γεγονότα ή αρχαιολογικά ευρήματα και τις ερμηνείες τους.

Τα τοπωνύμια Όλυμπος, Όσσα, Θεσσαλία, Θεόπετρα κλπ. που αναφέρονται στο βιβλίο δεν υπήρχαν στην προϊστορική εποχή (4.500 π.Χ.). Επίσης, πολλά ερωτηματικά γεννώνται για τα κύρια ονόματα, όπως Χρυσή, Άνακτης («άναξ» σημαίνει βασιλιάς στα αρχαία), κ.ά. 

Επιπλέον, οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν ήταν μονοθεϊστές, αλλά πολυθεϊστές. Το θέμα των προϊστορικών λατρειών είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης. Πάντως είναι γνωστά ότι συνήθως έθαβαν τους νεκρούς τους με τελετουργικά και ότι στους τάφους των τελευταίων έχουν ανακαλυφθεί κτερίσματα.

Επίσης, ο συναισθηματικός κόσμος των προϊστορικών ανθρώπων δεν ήταν αναπτυγμένος, αφού μάλιστα δεν είχαν γραφή και συνεννοούντο με λίγες λέξεις. Πώς λοιπόν ο νεαρός ήρωας με το όνομα Στραβοπόδης ήταν τόσο αισθαντικός; Είναι απίθανο τότε να υπήρξαν έρωτες, και μάλιστα ανάμεσα σε παιδιά. Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, εξαιτίας του καθημερινού αγώνα για επιβίωση, ζούσαν λιτή και έως ένα βαθμό οργανωμένη ζωή. Γενικώς, περιγράφεται μια μεγάλη πολυτέλεια που είναι απίθανο να υπήρχε κατά τα προϊστορικά χρόνια.

Επίσης, απίθανη είναι και η σκηνή του παιδιού που μάχεται με έναν λέοντα για να σώσει ένα ελάφι. Το εύλογο θα ήταν το παιδί να προσπαθήσει να διώξει τον λέοντα, ώστε να φάει μέρος του ελαφιού.

Ακόμη τα σπήλαια κατά την προϊστορική εποχή δεν ήταν απλά θεάματα, αλλά μέσα για την προφύλαξη από το κρύο και τα ζώα, κατοικίες ή ιερά. Επιπλέον, πολλά αντικείμενα και όντα της φύσης είχαν πράγματι «μαγικό» χαρακτήρα για τους προϊστορικούς ανθρώπους, αλλά είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο αποδίδονταν τέτοιες ιδιότητες σε ένα συγκεκριμένο λουλούδι. Ο συγγραφέας θα έπρεπε να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά με το ποιο λουλούδι είναι αυτό, που απαντάται, βάσει ποίων αρχαιολογικών ευρημάτων θεωρείτο ξεχωριστό κλπ. Η ιστορία με το λουλούδι θυμίζει μεταγενέστερες διηγήσεις παραμυθιών των παραδοσιακών λαών κατά τους ιστορικούς και όχι τους προϊστορικούς χρόνους. 

Όσον αφορά τους γίγαντες που αναφέρονται προς το τέλος του βιβλίου πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρώντας τα μεγάλα οστά προϊστορικών ζώων -τα οποία τώρα μελετά η παλαιοντολογία- νόμιζαν λανθασμένα ότι παλαιότερα έζησαν στη γη γίγαντες. Εξ ου και οι μύθοι για τη γιγαντομαχία. 

Επίσης, το βιβλίο παρουσιάζει τους προϊστορικούς ανθρώπους ως οικολόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, συνήθως σε αντίπαλες ομάδες και δεν είχαν οικολογικές ευαισθησίες, καθώς η φύση δεν είχε αλλοιωθεί ακόμη από την ανθρώπινη επέμβαση.  

Θετικά σημεία:

Γλαφυρή, ομαλή, ρέουσα και ευαίσθητη αφήγηση.

Ορθά περιγράφεται μια προϊστορική λατρεία της φύσης, στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω.

Ευχάριστο ανάγνωσμα για παιδιά.

Εφόσον υπάρχουν ορισμένα υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ώστε το έργο να ενταχθεί στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς ιδιαίτερες ασάφειες.

Γενική κρίση:

Το βιβλίο είναι καλό ανάγνωσμα για παιδιά, αλλά ελλιπές και ατελές όσον αφορά την ιστορική πληροφόρηση».

(Με μαύρα γράμματα έχω σημειώσει τα σημεία του κειμένου, τα οποία «φωνάζουν» από μόνα τους ότι δεν έχει καταλάβει ακόμη ποια είναι η ουσία του βιβλίου και σε ποιο λογοτεχνικό είδος ανήκει και θα αναφερθώ γι’ αυτά παρακάτω). Συνεχίζει να το αντιμετωπίζει ως επιστημονικό σύγγραμμα, ενώ είναι ένα παραμύθι που συνδυάζει γνώσεις για την προϊστορική εποχή. Αυτό περιγράφεται σαφέστατα και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η περιπέτεια δένεται με τη γνώση αρμονικά. Οι αντιθέσεις της προϊστορικής εποχής με τη σημερινή γίνονται ευανάγνωστες. Όσο ο χρόνος περνά, το ταξίδι αποκτά τις διαστάσεις ενός παραμυθιού, όμορφου και διασκεδαστικού».
   Στη συνέχεια ο κ. Κατελής, δυσαρεστημένος που δε δέχτηκα τις διορθώσεις που μου πρότεινε, κρίνει σκόπιμο να αναζητήσει τη φιλόλογο και ιστορικό κ. Σοφία Κανταράκη, από φέτος υπεύθυνη σχολικών δραστηριοτήτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Μαγνησίας, η οποία ανέλαβε την κύρια ομιλία της παρουσίασης του βιβλίου μου, που πραγματοποιήθηκε στη Λαϊκή Βιβλιοθήκη Βόλου «Δαμιανού Κυριαζή» στις 18 Μαίου 2016. Επικοινωνεί μαζί της με μηνύματα, κάνοντας της παράπονα που ανέλαβε να παρουσιάσει το βιβλίο μου, το οποίο παραποιεί την ιστορία και περιέχει ιστορικές αναλήθειες-κατά τα λεγόμενά του. Η κ. Κανταράκη, του απαντά ότι έκρινε το βιβλίο μου αξιόλογο και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αποφάσισε να το παρουσιάσει κι ότι είναι ένα παραμύθι για παιδιά που μεταφέρει γνώσεις για την προϊστορική εποχή. Άλλωστε για εκείνη την εποχή έχουμε ελάχιστες πληροφορίες και είναι λογικό ο συγγραφέας να θέλησε να συμπληρώσει κάποιες ελλείψεις πληροφοριών με μυθοπλαστικά στοιχεία. Ο κ. Βίγλας συνεχίζει να επιμένει να την ενοχλεί τακτικά με μηνύματα και να προσπαθεί να της εξηγήσει σε έντονο ύφος παρουσιάζοντας τα επιχειρήματά του, λες και εκπροσωπούσε ή μετείχε κάποιας αυθεντίας στην προϊστορική αλήθεια, με σκοπό να κατηγορήσει το βιβλίο μου. Η απάντηση της κ. Κανταράκη ήταν η ίδια και του επισήμανε το εξής σημείο από την ομιλία της για το βιβλίο μου: «Πιο αναλυτικά,  λοιπόν, θα λέγαμε ότι στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει, από τη μια, το μέγεθος της ιστορικής μας κληρονομιάς –μέσα από μια πληθώρα ιστορικών γνώσεων- συνδυασμένο μαεστρικά με μυθοπλαστικά στοιχεία και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παιδικής φαντασίας και παράλληλης διασκέδασης, και από την άλλη να αποδείξει περίτρανα πώς η λογοτεχνία μπορεί να συνδυαστεί με την εγκυκλοπαιδική μάθηση, χωρίς ίχνη διδακτισμού, και μ’ έναν πρωτότυπο και βιωματικό τρόπο να χωρέσει στο σχολικό πρόγραμμα, χωρίς να αλωθεί από τον διδακτισμό, χωρίς να ακρωτηριασθεί από τη λογοκρισία και το πνεύμα του ενισχυμένου εγκυκλοπαιδισμού που διέπει συχνά το εκπαιδευτικό μας σύστημα, και τέλος πώς μπορεί η λογοτεχνία να αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στην ψυχή των μαθητών».
   Επιστρέφοντας στις κριτικές του παρατηρήσεις, κατανοούμε τη σημασία που έχει η συγκεκριμένη πρόταση της κ. Κανταράκη: «Στόχος του συγγραφέα είναι να καταδείξει, από τη μια, το μέγεθος της ιστορικής μας κληρονομιάς –μέσα από μια πληθώρα ιστορικών γνώσεων- συνδυασμένο μαεστρικά με μυθοπλαστικά στοιχεία και προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της παιδικής φαντασίας και παράλληλης διασκέδασης».
   Για ποιο λόγο λοιπόν προχώρησε σε αυτή την κριτική ο κ. Βίγκλας, «χωρίς να επικεντρωθεί στις απαιτήσεις της παιδικής φαντασίας και παράλληλης διασκέδασης»; Για να δείξει σε όλους εμάς που αγωνιάμε για το μέλλον των παιδιών, την επιστημονική του κατάρτιση και πολυγνωσία; Για να μας δείξει ότι αδιαφορεί για τις παιδαγωγικές αντιλήψεις, παλιές ή σύγχρονες, σημειώνοντας στην πρώτη του κριτική για το βιβλίο μου που ανέβασε στο μπλογκ του στις 28 Μαΐου 2016 πριν την εμπλουτίσει με φράσεις που δυσφημούν το έργο μου και το άτομό μου, για τον αφηγητή της ιστορίας μου, τον κ. Ιστορικόπουλο, αναφερόμενος στην αυστηρή νομοθεσία για τα αρχαία, λες κι αυτό θα έπρεπε να ενδιαφέρει τα παιδιά; Για παιδικούς έρωτες που δεν υπήρξαν εκείνη την εποχή; Δεν υπήρξαν άραγε; Αναρωτιέται για τα ονόματα που έδωσα στους ήρωες του βιβλίου, μήπως δεν ήταν τα κατάλληλα. Επισημαίνει ότι στο βιβλίο περιγράφεται μια μεγάλη πολυτέλεια, χωρίς να αιτιολογεί την άποψή του αυτή, παρουσιάζοντας κάποια αποσπάσματα που το αποδεικνύουν. Ωστόσο κανείς από τους αναγνώστες δε διαπίστωσε ότι περιγράφεται ανάλογη πολυτέλεια. Ή μήπως για να τονίσει ότι η σκηνή του παιδιού που μάχεται μ’ ένα λιοντάρι για να σώσει ένα ελάφι είναι απίθανη, προτείνοντας μάλιστα τη «λογική» λύση: Το παιδί να διώξει το λιοντάρι, ώστε να φάει μέρος του ελαφιού. Τι όμορφη σκηνή θα ήταν πράγματι για ένα παιδί…η σκηνή της ωμοφαγίας κρέατος, πέρα από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη σκηνή εκτυλίσσεται τη νεολιθική εποχή περί το 4500 π.χ, όταν οι άνθρωποι ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι και όσοι κυνηγούσαν έψηναν ήδη τα θηράματα τους και δεν έτρωγαν ωμό κρέας. Ανεξήγητο πως έπεσε σε τέτοια σημαντική αναντιστοιχία ο πολύξερος ιστορικός μας… Ή για να αμφισβητήσει τις μαγικές ιδιότητες που απέδωσα σ’ ένα λουλούδι ποιητική αδεία; Ή για να δείξει στον συγγραφέα ότι έκανε λάθος που παρουσίασε ως οικολόγους τους προϊστορικούς ανθρώπους, που θα σήμαινε πιθανώς ότι θα έπρεπε οι πρωταγωνιστές του βιβλίου να άφηναν την προϊστορική πυρκαγιά να επεκταθεί για να καεί ολοκληρωτικά το δάσος και να μην αγωνιζόντουσαν να δημιουργήσουν μια ασφαλή κατοικία  για τα ζώα, αφήνοντας τα στην τύχη τους…
   Χωρίς να περιέχει θετικά μηνύματα ένα βιβλίο, δεν είναι δυνατόν να αγγίξει τις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών. Σκηνές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φόβο ή τρόμο στα παιδιά και να βλάψουν την καθιερωμένη αισθητική τους με αγριότητες, βιαιότητες και ωμοφαγίες, τις θεωρώ εντελώς απαράδεκτες. Άλλωστε, για να ταυτιστεί ένα παιδί με τον ήρωα κάποιου βιβλίου, πρέπει να αισθανθεί ότι μοιράζεται με τον ήρωα περίπου τα ίδια συναισθήματα, τις ίδιες σκέψεις, τα ίδια όνειρα και τις ίδιες επιθυμίες. Η προσέγγιση του κ. Βίγκλα ξενίζει, για τον λόγο ότι δεν είναι λογοτεχνική ούτε παιδαγωγική. Ως παιδί εκείνος, δε νομίζω να μεγάλωσε με ανάλογες εικόνες στα παιδικά βιβλία που διάβαζε ή στις παιδικές σειρές που παρακολουθούσε στην τηλεόραση.
   Ρίξτε όλες και όλοι λοιπόν μια ματιά στην κριτική που δημοσίευσε στις 28 Μαΐου 2016 με σκληρή και αυθάδικη φρασεολογία, χωρίς να σταθεί μόνο στις κριτικές παρατηρήσεις που μου είχε αποστείλει ιδιωτικά:

«Σάββατο, 28 Μαΐου 2016

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ. ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

Κριτική του βιβλίου του Λάσκαρη Ζαράρη, Τα μυστικά της Θεόπετρας, εκδ. Δυάς Εκδοτική, 2015.

Μεθοδολογικά:

Θα ήθελα να εξηγήσω με λογικά και απλά επιχειρήματα γιατί δεν στέκουν πολλά από αυτά που γράφει ο ερασιτέχνης αυτοεκδιδόμενος (με τη γνωστή μέθοδο της ματαιοδοξίας των λίγων αντιτύπων-print on demand) συγγραφέας Λάσκαρης Ζαράρης στο μικρό βιβλίο για παιδιά Τα μυστικά της Θεόπετρας. Τέτοια έργα είναι σημάδια παρακμής της σημερινής Ελλάδας. Δεν μπορεί κανείς να έχει αξιώσεις στην ιστορική αλήθεια, αν δεν χρησιμοποιεί σωστά τη βιβλιογραφία και τις πηγές του. Όταν γράφουμε ιστορικό μυθιστόρημα και πόσο μάλλον βιβλίο γνώσεων για παιδιά, πάντα σεβόμαστε την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται. Με άλλα λόγια, αν κανείς δεν στηρίζεται στη βιβλιογραφία, θα αποκλίνει σημαντικά από τις καθιερωμένες ιστορικές αντιλήψεις. Ένας ιστορικός μπορεί να γράψει τις σκέψεις του πάνω σε όσα διάβασε, αλλά χρησιμοποιεί τη λογική, ώστε να εξάγει λογικά συμπεράσματα, τα οποία άλλοι συζητούν ή/και αμφισβητούν. Η γνώμη μου είναι ότι ο συγγραφέας είτε θα έπρεπε να προσέξει περισσότερο, ώστε να ενσωματώσει σωστά τις ιστορικές πληροφορίες, είτε θα έπρεπε να γράψει τόσο αόριστα (φανταστικά), ώστε να μην τις παραποιεί.

Κριτικές παρατηρήσεις:

Ο συγγραφέας του υποτιθέμενου βιβλίου γνώσεων σημειώνει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει τα παπούτσια. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι από την παλαιολιθική εποχή ακόμη οι άνθρωποι έκαναν χρήση ελαφρώς κατεργασμένων πρωτογενών υλικών για την κατασκευή των πρώτων ενδυμάτων, είτε αυτά ήταν φυτικά είτε ζωικά (δέρματα ζωών, φύλα και κλαδιά δέντρων).

Ο αφηγητής του βιβλίου με τον ναΐφ τίτλο «Ιστορικόπουλος» παρουσιάζεται ως συλλέκτης και ταυτόχρονα ιστορικός. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί συλλέκτες που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί. Όσον αφορά τα αρχαία, υπάρχει αυστηρή νομοθεσία. Επομένως, αυτό που συμβαίνει είναι πως είτε θα είναι κανείς πλούσιος και θα εισάγει αρχαιότητες από το εξωτερικό δηλώνοντάς τες στην κατά τόπους αρχαιολογική υπηρεσία είτε θα πρόκειται για αρχαιοκάπηλο. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ο Ιστορικόπουλος να δανείστηκε από κάποια αποθήκη μουσείου το αντικείμενο που περιγράφει στο βιβλίο ή αυτό να είναι αντίγραφο. Όμως αυτά θα έπρεπε να διευκρινιστούν. Επίσης, ένας ιστορικός, όπως υποτίθεται ότι είναι ο Ιστορικόπουλος, δεν αφηγείται τόσο πολύ μέσα στη σχολική τάξη, όσο δίνει πληροφορίες, αναφερόμενος σε γεγονότα ή αρχαιολογικά ευρήματα και τις ερμηνείες τους.

Τα τοπωνύμια Όλυμπος, Όσσα, Θεσσαλία, Θεόπετρα κλπ. που αναφέρονται στο βιβλίο δεν υπήρχαν στην προϊστορική εποχή (4.500 π.Χ.). Επίσης, πολλά ερωτηματικά γεννώνται για τα κύρια ονόματα, όπως Χρυσή, Άνακτης («άναξ» σημαίνει βασιλιάς στα αρχαία), κ.ά. 

Επιπλέον, οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν ήταν μονοθεϊστές, όπως ανιστόρητα σημειώνεται, αλλά πολυθεϊστές. Το θέμα των προϊστορικών λατρειών είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης. Πάντως είναι γνωστά ότι συνήθως έθαβαν τους νεκρούς τους με τελετουργικά και ότι στους τάφους των τελευταίων έχουν ανακαλυφθεί κτερίσματα.

Επίσης, ο συναισθηματικός κόσμος των προϊστορικών ανθρώπων δεν ήταν αναπτυγμένος, αφού μάλιστα δεν είχαν γραφή και συνεννοούντο με λίγες λέξεις. Πώς λοιπόν ο νεαρός ήρωας με το όνομα Στραβοπόδης ήταν τόσο αισθαντικός; Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, εξαιτίας του καθημερινού αγώνα για επιβίωση, ζούσαν λιτή και έως ένα βαθμό οργανωμένη ζωή. Γενικώς, περιγράφεται μια μεγάλη πολυτέλεια που είναι απίθανο να υπήρχε κατά τα προϊστορικά χρόνια.

Επίσης, απίθανη είναι και η σκηνή του παιδιού που μάχεται με έναν λέοντα για να σώσει ένα ελάφι. Το εύλογο θα ήταν το παιδί να προσπαθήσει να διώξει τον λέοντα, ώστε να φάει μέρος του ελαφιού.

Ακόμη τα σπήλαια κατά την προϊστορική εποχή δεν ήταν απλά θεάματα, αλλά μέσα για την προφύλαξη από το κρύο και τα ζώα, κατοικίες ή ιερά. Επιπλέον, πολλά αντικείμενα και όντα της φύσης είχαν πράγματι «μαγικό» χαρακτήρα για τους προϊστορικούς ανθρώπους, αλλά είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο αποδίδονταν τέτοιες ιδιότητες σε ένα συγκεκριμένο λουλούδι. Ο συγγραφέας θα έπρεπε να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά με το ποιο λουλούδι είναι αυτό, που απαντάται, βάσει ποίων αρχαιολογικών ευρημάτων θεωρείτο ξεχωριστό κλπ. Η ιστορία με το λουλούδι θυμίζει μεταγενέστερες διηγήσεις παραμυθιών των παραδοσιακών λαών κατά τους ιστορικούς και όχι τους προϊστορικούς χρόνους. 

Όσον αφορά τους γίγαντες που αναφέρονται προς το τέλος του βιβλίου πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρώντας τα μεγάλα οστά προϊστορικών ζώων -τα οποία τώρα μελετά η παλαιοντολογία- νόμιζαν λανθασμένα ότι παλαιότερα έζησαν στη γη γίγαντες. Εξ ου και οι μύθοι για τη γιγαντομαχία. 

Επίσης, το βιβλίο παρουσιάζει τους προϊστορικούς ανθρώπους ως οικολόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, συνήθως σε αντίπαλες ομάδες και δεν είχαν οικολογικές ευαισθησίες, καθώς η φύση δεν είχε αλλοιωθεί ακόμη από την ανθρώπινη επέμβαση.  

Θετικά σημεία του ερασιτεχνικού αυτού έργου είναι η γλαφυρή, ομαλή, ρέουσα και ευαίσθητη αφήγηση. Επίσης, ορθά περιγράφεται μια προϊστορική λατρεία της φύσης, στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω. Εφόσον υπάρχουν ορισμένα υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ώστε το έργο να ενταχθεί στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς ιδιαίτερες ασάφειες.

Η γενική κρίση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι βιβλίο δεν αποτελεί καλό ανάγνωσμα για παιδιά, καθότι είναι ελλιπές και ατελές όσον αφορά την ιστορική πληροφόρηση. Πρόκειται για κάκιστη ερασιτεχνική λογοτεχνία που πρέπει να αποφεύγεται. Φυσικά δεν πρέπει να δίνουμε στα παιδιά τέτοια αδόκιμα κείμενα, αλλά έργα γνωστών και αναγνωρισμένων, κατά προτίμηση κλασσικών συγγραφέων».
  
   Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μετεωρισμού του ως κριτικού είναι όσα παραθέτει ως θετικά στοιχεία –του ερασιτεχνικού αυτού έργου, όπως γράφει: «γλαφυρή, ομαλή, ρέουσα και ευαίσθητη αφήγηση. Και στη γενική κρίση: Το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς ιδιαίτερες ασάφειες», στοιχεία που αναιρούν από μόνα τους, εφόσον τα αναφέρει, τον ισχυρισμό του περί ερασιτεχνικού έργου.
   Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, προχώρησε σε αλλαγή της προηγούμενης κριτικής -άγνωστο ποια ημερομηνία έγινε αυτό-, εμπλουτίζοντας την με εκφράσεις που διασύρουν το όνομά μου, με προσβάλλουν ως άτομο και προσωπικότητα και προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία όσων έχω καταφέρει μέχρι τώρα στον λογοτεχνικό χώρο:

«Σάββατο, 28 Μαΐου 2016 (https://pyrasosthebai.blogspot.gr/2016/05/blog-post.html).
ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ. ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Κριτική του βιβλίου του Λάσκαρη Ζαράρη, Τα μυστικά της Θεόπετρας, εκδ. Δυάς Εκδοτική, Αθήνα 2015, σελ. 162.

Μεθοδολογικά:

Θα ήθελα να εξηγήσω με λογικά και απλά επιχειρήματα γιατί δεν στέκουν πολλά από αυτά που γράφει ο ερασιτέχνης αυτοεκδιδόμενος (με τη γνωστή μέθοδο της ματαιοδοξίας των λίγων αντιτύπων-print on demand) συγγραφέας Λάσκαρης Ζαράρης στο μικρό βιβλίο για παιδιά Τα μυστικά της Θεόπετρας. Τέτοια έργα είναι σημάδια παρακμής της σημερινής Ελλάδας. Δεν μπορεί κανείς να έχει αξιώσεις στην ιστορική αλήθεια, αν δεν χρησιμοποιεί σωστά τη βιβλιογραφία και τις πηγές του. Όταν γράφουμε ιστορικό μυθιστόρημα και πόσο μάλλον βιβλίο γνώσεων για παιδιά, πάντα σεβόμαστε την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται. Με άλλα λόγια, αν κανείς δεν στηρίζεται στη βιβλιογραφία, θα αποκλίνει σημαντικά από τις καθιερωμένες ιστορικές αντιλήψεις. Ένας ιστορικός μπορεί να γράψει τις σκέψεις του πάνω σε όσα διάβασε, αλλά χρησιμοποιεί τη λογική, ώστε να εξάγει λογικά συμπεράσματα, τα οποία άλλοι συζητούν ή/και αμφισβητούν. Η γνώμη μου είναι ότι ο συγγραφέας είτε θα έπρεπε να προσέξει περισσότερο, ώστε να ενσωματώσει σωστά τις ιστορικές πληροφορίες, είτε θα έπρεπε να γράψει τόσο αόριστα (φανταστικά), ώστε να μην τις παραποιεί.

Κριτικές παρατηρήσεις σε επιμέρους σημεία:

Ο συγγραφέας του υποτιθέμενου βιβλίου γνώσεων σημειώνει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει τα παπούτσια. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι από την παλαιολιθική εποχή ακόμη οι άνθρωποι έκαναν χρήση ελαφρώς κατεργασμένων πρωτογενών υλικών για την κατασκευή των πρώτων ενδυμάτων, είτε αυτά ήταν φυτικά είτε ζωικά (δέρματα ζωών, φύλα και κλαδιά δέντρων).

Ο αφηγητής του βιβλίου με τον ναΐφ τίτλο «Ιστορικόπουλος» παρουσιάζεται ως συλλέκτης και ταυτόχρονα ιστορικός. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί συλλέκτες που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί. Όσον αφορά τα αρχαία, υπάρχει αυστηρή νομοθεσία. Επομένως, αυτό που συμβαίνει είναι πως είτε θα είναι κανείς πλούσιος και θα εισάγει αρχαιότητες από το εξωτερικό δηλώνοντάς τες στην κατά τόπους αρχαιολογική υπηρεσία είτε θα πρόκειται για αρχαιοκάπηλο. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ο Ιστορικόπουλος να δανείστηκε από κάποια αποθήκη μουσείου το αντικείμενο που περιγράφει στο βιβλίο ή αυτό να είναι αντίγραφο. Όμως αυτά θα έπρεπε να διευκρινιστούν. Επίσης, ένας ιστορικός, όπως υποτίθεται ότι είναι ο Ιστορικόπουλος, δεν αφηγείται τόσο πολύ μέσα στη σχολική τάξη, όσο δίνει πληροφορίες, αναφερόμενος σε γεγονότα ή αρχαιολογικά ευρήματα και τις ερμηνείες τους.

Τα τοπωνύμια Όλυμπος, Όσσα, Θεσσαλία, Θεόπετρα κλπ. που αναφέρονται στο βιβλίο δεν υπήρχαν στην προϊστορική εποχή (4.500 π.Χ.). Επίσης, πολλά ερωτηματικά γεννώνται για τα κύρια ονόματα, όπως Χρυσή, Άνακτης («άναξ» σημαίνει βασιλιάς στα αρχαία), κ.ά.

Επιπλέον, οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν ήταν μονοθεϊστές, όπως ανιστόρητα σημειώνεται, αλλά πολυθεϊστές. Το θέμα των προϊστορικών λατρειών είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης. Πάντως είναι γνωστά ότι συνήθως έθαβαν τους νεκρούς τους με τελετουργικά και ότι στους τάφους των τελευταίων έχουν ανακαλυφθεί κτερίσματα.

Επίσης, ο συναισθηματικός κόσμος των προϊστορικών ανθρώπων δεν ήταν αναπτυγμένος, αφού μάλιστα δεν είχαν γραφή και συνεννοούντο με λίγες λέξεις. Πώς λοιπόν ο νεαρός ήρωας με το όνομα Στραβοπόδης ήταν τόσο αισθαντικός; Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, εξαιτίας του καθημερινού αγώνα για επιβίωση, ζούσαν λιτή και έως ένα βαθμό οργανωμένη ζωή. Γενικώς, περιγράφεται μια μεγάλη πολυτέλεια που είναι απίθανο να υπήρχε κατά τα προϊστορικά χρόνια.

Επίσης, απίθανη είναι και η σκηνή του παιδιού που μάχεται με έναν λέοντα για να σώσει ένα ελάφι. Το εύλογο θα ήταν το παιδί να προσπαθήσει να διώξει τον λέοντα, ώστε να φάει μέρος του ελαφιού.

Ακόμη τα σπήλαια κατά την προϊστορική εποχή δεν ήταν απλά θεάματα, αλλά μέσα για την προφύλαξη από το κρύο και τα ζώα, κατοικίες ή ιερά. Επιπλέον, πολλά αντικείμενα και όντα της φύσης είχαν πράγματι «μαγικό» χαρακτήρα για τους προϊστορικούς ανθρώπους, αλλά είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο αποδίδονταν τέτοιες ιδιότητες σε ένα συγκεκριμένο λουλούδι. Ο συγγραφέας θα έπρεπε να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά με το ποιο λουλούδι είναι αυτό, που απαντάται, βάσει ποίων αρχαιολογικών ευρημάτων θεωρείτο ξεχωριστό κλπ. Η ιστορία με το λουλούδι θυμίζει μεταγενέστερες διηγήσεις παραμυθιών των παραδοσιακών λαών κατά τους ιστορικούς και όχι τους προϊστορικούς χρόνους.

Όσον αφορά τους γίγαντες που αναφέρονται προς το τέλος του βιβλίου πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες παρατηρώντας τα μεγάλα οστά προϊστορικών ζώων -τα οποία τώρα μελετά η παλαιοντολογία- νόμιζαν λανθασμένα ότι παλαιότερα έζησαν στη γη γίγαντες. Εξ ου και οι μύθοι για τη γιγαντομαχία.

Επίσης, το βιβλίο παρουσιάζει τους προϊστορικούς ανθρώπους ως οικολόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, συνήθως σε αντίπαλες ομάδες και δεν είχαν οικολογικές ευαισθησίες, καθώς η φύση δεν είχε αλλοιωθεί ακόμη από την ανθρώπινη επέμβαση.

Θετικά στοιχεία:

Θετικά σημεία του ερασιτεχνικού αυτού έργου είναι η γλαφυρή, ομαλή και μάλλον ρέουσα αφήγηση. Επίσης, ορθά περιγράφεται μια προϊστορική λατρεία της φύσης, στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω. Εφόσον υπάρχουν ορισμένα υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ώστε το έργο να ενταχθεί στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Καμία ιδιαίτερη σημασία δεν έχει ότι το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς πολλές ασάφειες.

Ειδικό συμπέρασμα:

Ωστόσο, ως ειδική κρίση θα λέγαμε ότι το εν λόγω βιβλίο δεν αποτελεί καλό ανάγνωσμα για παιδιά, καθότι είναι ελλιπές και ατελές όσον αφορά την ιστορική πληροφόρηση, ενώ ο συγγραφέας ισχυρίζεται με περισσό θράσος ότι πρόκειται, άκουσον-άκουσον, για "ταξίδι γνώσεων για παιδιά!". Δυστυχώς η ιστορική διαφυγή (escapism) που επικαλείται ο συγγραφέας δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο στη φαντασία του ίδιου. Πρόκειται για μια εντελώς ερασιτεχνική και μη-αξιόλογη λογοτεχνία. Όχι μόνο, δεν πρέπει να δίνουμε στα παιδιά τέτοια αδόκιμα κείμενα, παρά μόνο έργα διεθνώς αναγνωρισμένων, κυρίως κλασσικών, συγγραφέων, αλλά πρέπει και να στηλιτεύουμε την αναισχυντία και την ανοητολογία τέτοιων πεπλανημένων και ανορθόλογων εκδόσεων.

Γενικό συμπέρασμα:

Το περίεργο είναι ότι το διαδίκτυο βρίθει από τέτοιες εκδόσεις. Πρόκειται για έναν καταιγισμό μωρολογίας και δοκησισοφίας. Δεν μας έφθαναν οι άλλες συμφορές, έχουμε και τους αλαφροΐσκιωτους λογοτέχνες που φυσιούν με κάθε ευκαιρία για τα υποτιθέμενα πνευματικά επιτεύγματά τους. Θέλουν όλοι να μοιραστούν ή να λάβουν για τον εαυτό τους δόξα παρόμοια με εκείνη του Σεφέρη και του Ελύτη. Για αυτούς τους ανεκδιήγητους νεοφανείς λογοτεχνίσκους της συμφοράς, το διαδίκτυο είναι μια παιδική χαρά ή η αυλή των θαυμάτων. Με κάθε ευκαιρία προβάλουν τον εαυτό τους, δίνουν παντού το ανούσιο βιογραφικό τους και συνεχίζουν να συνδυάζουν άσκοπα λέξεις σαν μαϊμούδες με τυχαία σειρά στο πληκτρολόγιό τους. Αν τα πρότυπά τους είναι ο Σεφέρης και ο Ελύτης, έχουν πληροφορηθεί λάθος, διότι η εποχή εκείνων πέρασε ανεπιστρεπτί, ό,τι και εάν σήμαινε. Επιπλέον, οι ποιητές και λογοτέχνες αυτοί, όπως και οι περισσότεροι, δεν μπορούν να προσεγγίσουν την ουσία. Απλά κάποιοι από αυτούς είναι πιο φημισμένοι και γνωστοί σε όλους. Όμως η φήμη αυτή δεν αναιρεί την αλήθεια: η ποίηση και η λογοτεχνία σε τελευταία ανάλυση είναι υποκειμενικό ζήτημα, όση αναγνώριση και εάν έχει ο εκάστοτε συγγραφέας. Με άλλα λόγια, παρόλο που η προσέγγιση της πραγματικότητας μέσω της λογοτεχνίας είναι αμεσότερη, δεν παύει να στερείται αντικειμενικότητας, όχι με την πεζή και συχνά χρησιμοποιημένη έννοια, αλλά με την έννοια της προσέγγισης των πραγμάτων, του νοητού κόσμου ως τόπου της αλήθειας, και επέκεινα αυτού.

Φυσικά και υπάρχουν αθάνατα λογοτεχνικά έργα, όπως αθάνατοι είναι και οι δημιουργοί αυτών. Όσοι όμως μεγάλοι λογοτέχνες αναγνωρίστηκαν στο διάβα της Ιστορίας, ήταν συνήθως διάνοιες και άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, ευρυμαθείς και πολύγλωσσοι. Όλοι αυτοί οι ψευδο-λογοτέχνες που γράφουν ό,τι τους κατέβει στο φτωχό και άθλιο τσερβέλο τους ποιοί είναι; Η απάντηση είναι πως πρόκειται για φανατικούς του είδους, κοινώς "ψώνια", εγωπαθή υποκείμενα που με τη γραφή εξωτερικεύουν τα απωθημένα τους. Το θέμα όμως είναι ότι νομίζουν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι εκπροσωπούν τη Λογοτεχνία! Ποιά λογοτεχνία; Τη δική τους λογοτεχνία, την οποία θεωρούν ως την καλύτερη!

Κατελής Βίγκλας στις 4:27 μ.μ».

   Ας μας πει ο κ. Βίγκλας, ποιο είναι το λογοτεχνικό του έργο μέχρι τώρα και πού βρίσκει τόσο θράσος για να εκφέρει άκριτα και άσκεφτα βαρύγδουπα λόγια: «Θα ήθελα να εξηγήσω με λογικά και απλά επιχειρήματα γιατί δεν στέκουν πολλά από αυτά που γράφει ο ερασιτέχνης αυτοεκδιδόμενος (με τη γνωστή μέθοδο της ματαιοδοξίας των λίγων αντιτύπων-print on demand) συγγραφέας Λάσκαρης Ζαράρης στο μικρό βιβλίο για παιδιά Τα μυστικά της Θεόπετρας. Τέτοια έργα είναι σημάδια παρακμής της σημερινής Ελλάδας. Πρόκειται για μια εντελώς ερασιτεχνική και μη-αξιόλογη λογοτεχνία. Όχι μόνο, δεν πρέπει να δίνουμε στα παιδιά τέτοια αδόκιμα κείμενα, παρά μόνο έργα διεθνώς αναγνωρισμένων, κυρίως κλασσικών, συγγραφέων, αλλά πρέπει και να στηλιτεύουμε την αναισχυντία και την ανοητολογία τέτοιων πεπλανημένων και ανορθόλογων εκδόσεων. Δεν μας έφθαναν οι άλλες συμφορές, έχουμε και τους αλαφροΐσκιωτους λογοτέχνες που φυσιούν με κάθε ευκαιρία για τα υποτιθέμενα πνευματικά επιτεύγματά τους. Για αυτούς τους ανεκδιήγητους νεοφανείς λογοτεχνίσκους της συμφοράς, το διαδίκτυο είναι μια παιδική χαρά ή η αυλή των θαυμάτων. Με κάθε ευκαιρία προβάλουν τον εαυτό τους, δίνουν παντού το ανούσιο βιογραφικό τους και συνεχίζουν να συνδυάζουν άσκοπα λέξεις σαν μαϊμούδες με τυχαία σειρά στο πληκτρολόγιό τους. Όλοι αυτοί οι ψευδο-λογοτέχνες που γράφουν ό,τι τους κατέβει στο φτωχό και άθλιο τσερβέλο τους ποιοί είναι; Η απάντηση είναι πως πρόκειται για φανατικούς του είδους, κοινώς "ψώνια", εγωπαθή υποκείμενα που με τη γραφή εξωτερικεύουν τα απωθημένα τους».
   Με όλα τα προηγούμενα πρέπει να αναρωτηθούμε αν είναι σοβαρός ένας επιστήμονας, που επειδή πληγώθηκε ο εγωισμός του από την άρνησή μου να δεχτώ τις αλλαγές που πρότεινε, αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι από μια φράση της κριτικής του, μέχρι να απαντήσω και να νιώσει ότι του έδωσα κάποια σημασία… Στους φανταστικούς ισχυρισμούς του περί ερασιτεχνισμού και ανούσιου βιογραφικού, θα του προτείνω να καταφύγει στο βιογραφικό μου σημείωμα που υπάρχει στο προσωπικό μου μπλογκ: «Παράθυρο στα όνειρα», το οποίο αριθμεί πάνω από είκοσι σελίδες Α4 συμπεριλαμβάνοντας τις αναφορές σε συλλογικά έργα και έντυπες δημοσιεύσεις μου, αλλά και σε βραβεία που μου απένειμαν διάφοροι έγκριτοι φορείς και σύλλογοι της χώρας. Ας διαβάσει καλύτερα και προσεχτικά ένα πιο συνοπτικό βιογραφικό μου σημείωμα, που βρίσκεται ανηρτημένο στις ιστοσελίδες της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ.) και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.), στις οποίες διατελώ εδώ και χρόνια τακτικό μέλος. Επιπροσθέτως, εκεί βρίσκεται και η αναφορά του ονόματός του, μετά από δική του επιθυμία και πιέσεις που δέχτηκα από εκείνον, ώστε να συμπεριλάβω στο βιογραφικό μου σημείωμα μία αναφορά για την ιστορικο-ανθρωπολογική μελέτη που έκανε στο πρώτο παιδικό βιβλίο που εξέδωσα: «Το νησί και το αθάνατο νερό», και δημοσίευσε εκείνος στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Κείμενα» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, εξηγώντας μου ότι αυτή η αναφορά θα μου έδινε κύρος, που ένας διδάκτωρ πανεπιστημίου αποφάσισε να ασχοληθεί με το έργο μου!
   Θα κλείσω αυτή την επιστολή, γιατί νομίζω ότι έγραψα αρκετά και αν δεν υπήρχαν οι προσβλητικές αναφορές στο όνομά μου δε θα απαντούσα καν. Δικαίωμα του καθενός είναι να πιστεύει και να γράφει ότι θέλει, αν αυτό γίνεται με σεβασμό και όχι με σκοπιμότητα. Η απάντηση του προέδρου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών (Ε.Ε.Λ) κ. Κώστα Καρούσου θα ήταν η πιο ενδεδειγμένη για την περίπτωση:

«Δεν συμμερίζομαι κριτικές του «φαίνεσθαι»… για να υπάρχουν κάποιοι «λόγιοι» στο χώρο μας… ή να δικαιολογούν την «λογοτεχνική» τους παρουσία... είναι καλύτερα να σιωπούν ή να γράφουν, χωρίς εμπάθεια, χωρίς να υποτιμούν την όποια καλοπροαίρετη προσπάθεια -συμβολής και κατάθεσης, με έργο πεζό ή ποίηση στο χώρο μας... Η υπέρμετρη κριτική που θάβει -αντί να αναδείξει το έργο του συγγραφέα --[ όπως σε σας φίλε Λάσκαρη Ζαράρη ] είναι πλέον ξεπερασμένης εποχής έργο... συνήθως δεν απαντάμε στην υποκουλτούρα τέτοιων ατόμων-- σ΄ ευχαριστώ για την τιμή της απάντησης --ΚΑΡΟΎΣΟΣ….».

04/11/2017

Με φιλικούς χαιρετισμούς

Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής-συγγραφέας,
μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών-
μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.

2 σχόλια: