Σημειώνω την ημερομηνία, 22 Φεβρουαρίου
2015. Αμέσως μετά χτυπά το τηλέφωνο επίμονα και εκνευριστικά. Ο αριθμός που με
καλεί μού προκαλεί ίλιγγο και ναυτία. Κίνηση αμφίβολη, να σηκώσω το ακουστικό ή
όχι; Περνούν μερικά δευτερόλεπτα... ησυχία. Αναλογίζομαι τον έρωτα πώς ξεκινά και πώς καταλήγει πάντα, σαν
μια όμορφη κινηματογραφική ταινία μυστηρίου και εγκλήματος. Με αυτόν τον τρόπο
άρχισε και η δική μου ερωτική σχέση με την Άννα...
Φορούσε τότε ένα κομψό ταγεράκι και κρατούσε
με χάρη στο χέρι της ένα κολονάτο ποτήρι κρασί. Άφηνε τάχα από απροσεξία ν’
ανέβει λίγο ψηλότερα η φούστα της, κι έτσι όπως καθόμουν απέναντι της ήταν σαν
να μου έλεγε: «θαύμασε το υπέροχο τοπίο!». Πρώτα πρώτα επικεντρώθηκα στα μάτια
της, χρώματα έντονα που όμως έπεφταν γλυκά σε κάθε κοίταγμά της. Μ’ έκαναν να
πιστεύω ότι στο οπτικό μου πεδίο βρισκόταν μια υπομονετική, καταδεκτική και
ανθρώπινα ζεστή γυναίκα. Το μαλλί της, μακρύ και χρυσαφένιο, συμπλήρωνε
πετυχημένα το προφίλ της με αφηρημένες προεκτάσεις φαντασίας και ακόρεστου
πάθους. Έδειχνε να μιλά ακατάπαυστα με τη φίλη της, που
μου έριχνε κλεφτές ματιές και κουνούσε διακριτικά το κεφάλι της επικροτώντας
τις προθέσεις της. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Από πότε άλλαξαν οι ρόλοι και
οι γυναίκες έγιναν κυνηγοί και οι άντρες θηράματα; Γνήσιο αρσενικό, δεν θα
άφηνα να κυλήσει κι άλλο ο χρόνος παίρνοντας ερεθιστικά μηνύματα χωρίς να
τολμήσω το πρώτο βήμα!
Τώρα καρφώνει τη ματιά της στα παπούτσια
μου. Η βροχή έξω στον δρόμο δυναμώνει. Και να θέλω να αποφύγω ακόμη μία
περιπέτεια, η μόνη λύση είναι να γίνω μούσκεμα. Ίσως για τη γυναίκα ο έρωτας να
έχει αφετηρία χαμηλά. Εγώ πάντως σκοπεύω να αναταράξω το μυαλό της απλώνοντας ένα
αόρατο δίχτυ αβεβαιοτήτων και επικινδυνοτήτων. Σιγά σιγά το βλέμμα της
ανεβαίνει προς τα πάνω. Ρουφώ το στομάχι μου, εκείνη χαμογελά. Μένει
προσηλωμένη για αρκετά λεπτά στα δάχτυλά μου κι ύστερα αφήνει επιδεικτικά τη
δεξιά παλάμη της πάνω στο γόνατό της. Πυρφόρες πύλες τα νύχια της, έντονα
κόκκινα, να με προσκαλούν και να με προκαλούν… Διαβάζω τα χείλη της με τη φαντασία μου: «θα τον τρελάνω τον
τύπο», λέει στη φίλη της. Τρέμει το χέρι μου και χύνεται λίγο ουίσκι στον λαιμό
μου. Αυτή η γυναίκα κατάφερε να μου δημιουργήσει ανασφάλεια. Προσπαθώ να
ανακτήσω την ψυχραιμία μου. Ο ντι τζέι παρατηρεί το σκηνικό και βάζει Pink
Floyd και συγκεκριμένα το «another brick in the wall»,
την κίνηση του οποίου εξέλαβα ως ειρωνεία. Ανασυντάσσω τις δυνάμεις μου.
Με τα λίγα, με τα πολλά πλησιάζω τη γυναίκα
- μυστήριο. Η φίλη της την ενημερώνει για την επιθετική μου τακτική. Παρατηρώ
ότι τακτοποιεί φιλάρεσκα τα μαλλιά της. Μου λείπει η μαγική λέξη «σουσάμι
άνοιξε», και παραξενεύομαι που δεν θυμάμαι ποια φράση ακριβώς ανέσυρα από το
λεξικό ενός καλού καμακιού και πόσο θετική τελικά ήταν η επιρροή που είχε στη «Γοργόνα»
μου.
Ένιωσε οικεία από την πρώτη στιγμή, παρόλο
που παρακαλούσα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μου μίλησε με αρκετές
λεπτομέρειες για τον εαυτό της. Ήταν αεροσυνοδός. Ευχήθηκα από μέσα μου: «ονειρικά
πετάγματα στου έρωτα τα πλάτη». Δεν δίστασε να εκφράζεται με αβρότητα: «Κούκλος
είσαι, σου πάει πολύ το σακάκι...».
Σημειώνω την ημερομηνία, 22 Ιουνίου 2015,
μετά από τέσσερις μήνες από τη μέρα που χωρίσαμε. «Τέρας, σήκωσε το τηλέφωνο
επιτέλους!», έρχεται μήνυμα στο κινητό. Ξαναχτυπά το τηλέφωνο, αδιαφορώ... Και
πάλι μήνυμα: «Έχω να σου πω κάτι σοβαρό...». Χμ... περνώ μια-δυο ώρες
σκεφτόμενος πώς έφτασε ο «κούκλος» να γίνει «τέρας», αναλύοντας παράλληλα τα
λάθη μου σε αυτή τη σχέση. Τις σκέψεις μου διακόπτει το κουδούνι της πόρτας.
Τινάζομαι σαν ελατήριο από το κρεβάτι και κοιτάζω από το ματάκι.
«Ωχ... η γυναίκα ταραχή είναι εδώ, η γυναίκα καταρράκτης,
προσευχή, ανεμοστρόβιλος...».
Ανοίγω την πόρτα με βαριά καρδιά. Μπαίνει
μέσα ο σίφουνας, σκοντάφτει στη γωνία του κρεβατιού. Ξερνά χολή: «Ρε συ αλήτη,
μου τα είπε όλα η Σοφία... τώρα κατάλαβα ότι μου άνοιγες τον λάκκο», πάει
περίπατο η ευγένεια του παρελθόντος. Η αεροσυνοδός πετούσε αγενείς φράσεις ασυλλόγιστα.
«Και τι σου είπε δηλαδή», ρώτησα με απορία.
Περισσότερο όμως απορούσα για τη γυναίκα που
μ’ είχε γοητεύσει στο παρελθόν η γαλήνη της, και μόλις εξωτερίκευε έναν άγνωστο
και απειλητικό χαρακτήρα.
«...Ότι πήγες μαζί της...».
«Θα αστειεύεσαι...», απάντησα δυσκολευόμενος
να συνέλθω από το αρχικό σοκ.
Επανέλαβε ακόμη μία φορά επιθετικά, ενώ μου
έσφιγγε τον λαιμό με τα χέρια της. Το πάθος της ζήλιας την είχε τυφλώσει. Είδα
κι έπαθα για να ξεφύγω από τη μέγγενη των δαχτύλων της. Συνήθως σημείωνα τις
ημερομηνίες συνάψεως και λύσεως των δεσμών μου, όχι την πιθανή ημερομηνία του
θανάτου μου…
Ξεφύσηξα και της μίλησα διστακτικά: «Στη
Σοφία εξέφρασα απλώς τα παράπονά μου, ότι δεν υπήρχε λόγος να φτάσουμε στον
χωρισμό... Αυτό που μου λες εσύ είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Όσο ήμασταν
μαζί, σου ήμουν απόλυτα πιστός. Αν θες πίστεψέ με, αν δεν με πιστεύεις δεν με
νοιάζει. Η ουσία είναι ότι ο έρωτας σου με πέθανε και με ανέστησε χίλιες φορές.
Μα τώρα σε πληροφορώ έπαψα να πεθαίνω, βρήκα τη σανίδα σωτηρίας μου στον εαυτό
μου…».
Η Άννα έμεινε ακίνητη μπροστά στη μισάνοιχτη
πόρτα. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν υγρό, η ανάσα της γρήγορη. Άγγιξε στιγμιαία τον
λαιμό μου, όπου διακρινόταν ακόμη τα σημάδια των δαχτύλων της. Με κοίταξε
στοργικά, λυπημένα και μετανιωμένα. Πριν γυρίσει την πλάτη της για να φύγει,
κάτι σχημάτισαν αθόρυβα τα χείλη της, σαν να ντρεπόταν να το εκστομίσει. Αλλά το άκουσα δυνατά με τη φαντασία μου: «Σε αγαπώ». Ένα σπαρακτικό «σ’ αγαπώ» που είχε τη σημασία
ενός αντίου, δυσάρεστου και τελειωτικού. Πώς να αφεθείς ξανά στα χέρια, που ενώ
αρχικά σε οδήγησαν σε ηδονικούς παραδείσους, έφτασαν να σε πνίξουν και να σε
εκμηδενίσουν...
01/03/2017
Λάσκαρης Π.
Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου