Αγαπημένη μου,
Κάθε μέρα που περνά με κάνει να νιώθω πιο έντονη την απουσία σου. Θα σου διηγηθώ μια παράξενη ιστορία, συνεχίζοντας τη συζήτηση που εσύ ξεκίνησες στην τελευταία επιστολή σου, σχετικά με το περιεχόμενο της αγάπης. Όλο και πιο συχνά προβληματίζει η μεταξύ μας απόσταση, αν δηλαδή η παλιά έλξη παραμένει αμείωτη και ζωντανή, παρόλα τα χρόνια που πέρασαν και συνεχίζουμε να κάνουμε δυο ξεχωριστές ζωές. Η θέρμη της καρδιάς και της ψυχής δεν πεθαίνει τόσο εύκολα. Αρκεί να καταλάβεις βαθιά πως κάθε τόπος, κάθε δρόμος, κάθε ήχος και συναίσθημα έχουν ποτιστεί με τη μυρωδιά σου, έτσι που να γυμνώνονται και ν’ αποκαλύπτονται, χωρίς αξία, όλ’ αυτά μπροστά στα μάτια μου.
Βρέχει συνεχώς εδώ και μέρες. Ένα υγρό απόγευμα έτυχε να συναντηθώ στο δρόμο με κάποιον που μου τράβηξε την προσοχή. Ο άνθρωπος με την ομπρέλα και το σηκωμένο γιακά του παλτού του φτερνίζονταν και μετά από λίγο ακούγονταν ένα σιγανό μουρμούρισμα μέσα απ’ τα δόντια του. Τον παρακολούθησα χωρίς να με αντιληφθεί και τον είδα να περνάει τη μεγάλη πύλη του κοιμητηρίου. Όταν γύρισε να με κοιτάξει -περισσότερο ενοχλημένος που διατάραξα την ησυχία του με την παρουσία μου-, παρατήρησα πως το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο από τις ρυτίδες, τα δόντια του αραιά και τα μάτια του σακουλιασμένα, πράγμα που μαρτυρούσε ένα προηγούμενο ταραχώδη βίο. Τα μαλλιά του γκρίζα έμοιαζαν πασπαλισμένα με φρέσκο χιόνι. Από καιρό έχει διαδοθεί η φήμη στη γειτονιά μου, πως ένας ιδιόρρυθμος ηλικιωμένος, με καθημερινά λόγια «ο τρελός», πηγαινοέρχεται κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, μονολογώντας. Κάποιες φράσεις ξεκάθαρες μπόρεσαν να συγκρατήσουν οι περίεργοι, για να έχουν το προνόμιο να διηγούνται περιστατικά από τη δική του μυστική ιστορία.
Θα μου πεις ότι δεν ταιριάζει σε μια επιστολή αγάπης αυτό το κλίμα του νεκροταφείου, το μουντό τοπίο και ένας γερασμένος άνθρωπος που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον καταλάβει. Ο έρωτας και η αγάπη δε γίνεται να είναι μόνο φωτεινά, διαυγή και χαρούμενα συναισθήματα. Αν ήσουν κοντά και παρατηρούσες το βλέμμα του ανθρώπου που με κοίταξε, θα ένιωθες μια ανατριχίλα, της ψυχής το μάτωμα από έναν ξαφνικό αποχωρισμό. Ποτισμένη η φυσιογνωμία του από τις υπεράνθρωπες στάλες της αγάπης, που αψηφούν κινδύνους και κόπους ζωής. Τα τρεμάμενα χέρια του και τα ασταθή πόδια του έδειχναν πως ο ίδιος αγωνίζονταν ν’ αρθρώσει λέξεις μπροστά στην πηγή του συγκλονισμού του.
Ο άνθρωπος καθόταν γονατιστός και έκλαιγε μπροστά στο μνήμα· μπερδεύονταν τα δάκρυά του μ’ αυτά της βροχής. Άνοιγε τα χέρια διάπλατα, σαν πουλί που ήθελε να πετάξει ή έδειχνε τον ουρανό, ικετεύοντας το Θεό να του ανοίξει μια μικρή αχτίδα στη ζωή. Μια λαθραία αχτίδα προσδοκούσε να φανεί πίσω από τα σύννεφα, μια ζεστασιά από την παρουσία του αγαπημένου του προσώπου. Τώρα, όμως, βίωνε την εγκατάλειψη, τη μοναξιά και τον ατέρμονο κύκλο του σκοταδιού.
Τι σου τα λέω αυτά, αγαπημένη μου, θα αναρωτιέσαι ακόμη; Τι σου τα λέω; Περιμένω χρόνια να δω τα μάτια σου που με καίγανε στο κοίταγμά τους, παρακαλώ τον άνεμο να μου στείλει τα αλμυρά φιλιά σου και ονειρεύομαι τις ευτυχισμένες μέρες που θα ζήσουμε μαζί, όταν επιστρέψεις στη ζεστή φωλιά της αγάπης μας. Το πάθος μας έπνιγε στον ιστό του. Ήταν η αράχνη που κανείς δε φοβήθηκε· θέλαμε να είμαστε θύμα ο ένας του άλλου. Προσδοκούσαμε αυτό το επικίνδυνο αγκάλιασμα του έρωτα, με τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα από τη λαχτάρα του σμιξίματος. Στο τηλέφωνο η μαγική σου φωνή· μια στάλα ευτυχία, που στο μικροσκόπιο του έρωτα και της αγάπης γίνεται ένα ολόκληρο σύμπαν. Μου αρέσει, όμως, περισσότερο να εκφράζομαι μέσω της αλληλογραφίας και να διαβάζω τις επιστολές σου με τα καλαίσθητα γράμματα, που φανερώνουν την ιδιαίτερη ευαισθησία σου. Χωρίς την αλληλογραφία, κάποιες καταστάσεις δύσκολα θα καταγράφονταν τόσο βαθιά στη μνήμη με διαφορετικό τρόπο.
Σου γράφω, λοιπόν, γι’ αυτόν τον άνθρωπο, τον κουρασμένο, με εμφανή τα σημάδια της μοίρας στο πρόσωπο και το σώμα του, για να σου εξηγήσω πως πρέπει κανείς να πιστεύει στην αγάπη που δημιούργησε, στα όνειρα που έχτισε, έστω κι αν ο ένας βρίσκεται μακριά απ’ τον άλλο. Είπες θα φύγεις για λίγο, μα συνεχίζεις στην ξενιτιά, στην ξένη χώρα και μου λες πως πεθύμησες πολύ «το χαμογελαστό μου χάραμα στο πρόσωπο, το γέλιο μου το αβίαστο και την ένταση του κύματος πάνω στις μαυρισμένες πλάτες μου». Είπες πως αυτή η αγάπη δε θα διαρκεί μόνο τα καλοκαίρια, αλλά θα παίρνει και του χειμώνα το βάπτισμα, το χρώμα των χιονισμένων ελάτων, τη μυρωδιά του καμένου ξύλου και θα μετεωρίζεται στου βουνού την απόκρημνη πλαγιά, γοητευμένη, επίσης, από της πεδιάδας το ευθύ πλάνεμα.
Δε χρειάζεται, όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά για ν’ αγαπάς αληθινά. Αρκεί η παρουσία σου μέσα στην απουσία σου. Δικαίωμά μου που δεν μπορεί να μου το αφαιρέσει κανείς, ενάντια σε οποιαδήποτε αντιξοότητα καταστάσεων. Τη δύναμη, την υπομονή που φύτεψες με τα όνειρά σου, κανείς δεν μπορεί να ξεριζώσει πια. Όταν, με το καλό, γυρίσεις στην πατρίδα, θα διαπιστώσεις πως δεν έχω αλλάξει καθόλου από τότε, από το «πρώτο ηλιοβασίλεμα στην ακρογιαλιά, όπου ο ερωτευμένος ήλιος ξεψυχά πάνω στο ηδονικό σώμα της θάλασσας». Ακούμπησα στην ανάμνηση και σώθηκα. Ξέρεις καλά πως οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ πριν πεθάνει όλος ο κόσμος. Τους γλιτώνουν οι λέξεις κι ας ξεγελούν μερικές φορές με την ομορφιά τους. Είμαι ακόμη αυτός που ήξερες πάντοτε: «Εκείνος με τη μελαγχολική αίσθηση των πραγμάτων και με την περιέργεια ν’ ανακαλύπτει κάτω από την επιφάνεια τον κρυμμένο θησαυρό των ανθρώπων». Πολύ έξυπνα μου έγραψες πως αυτός που αγαπά μοιάζει με τον ψαρά στην ταραγμένη θάλασσα. Κάποιοι θρηνήσανε σε άγνωστες θάλασσες, άλλοι σώσανε το ναυάγιο της ψυχής τους χάρις σ’ έναν ανανεωτικό έρωτα και μια αληθινή αγάπη. Γι’ αυτό κι εγώ θα βλασταίνω σαν λουλούδι, ακόμη και πάνω σε βράχους. Θα είμαι ο φαροφύλακας και η ακρογιαλιά που σε περιμένει. Ποτέ δε θα πέσουνε τα φύλλα μου από το ξεροβόρι, γιατί μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς μου ξέρω πως υπάρχεις σαν την Ανατολή και τη Δύση, σαν τον καθαρό βυθό της Μεσογείου και είσαι το ορμητικό ποτάμι που άλλαξε για λίγο τη ροή του, αλλά σύντομα θα επιστρέψει στην αρχική του πηγή.
Για να κατανοήσεις το μεγαλείο του ανθρώπου, που σου ανέφερα προηγουμένως, αρκεί να δεις λεπτομερειακά τις κινήσεις του. Αδικείται σοβαρά από τη φήμη του «τρελού». Τα λογικά του είναι τόσο αδιαμφισβήτητα για να ενεργεί με τέτοιο τρόπο, που προϋποθέτει μεγάλο κουράγιο και θέληση ψυχής· εκδηλώνει την ολοκληρωτική του αγάπη προς τη γυναίκα που έχασε και ξέρει πως δε θα γυρίσει πίσω. Παίρνει την κορνίζα με τη φωτογραφία στα χέρια του και κλαίει ακατάπαυστα. Πνίγει την εικόνα της στα φιλιά κι εκείνη δέχεται αδιαμαρτύρητα αυτή την ταλαιπωρία. Άλλωστε είναι αδύνατο να μιλήσει. Δεν ξέρω αν βλέπει ή ακούει εκεί ψηλά, μα η φωτογραφία μουσκεύει και ξεθωριάζει απ’ τα δάκρυα. Ησυχάζει για λίγο διακρίνοντας αυτή την αλλαγή, αλλά κατόπιν έρχεται ένα δεύτερο ξέσπασμα να ταράξει το βράχο της ψυχής του: «Αχ αγάπη μου, γιατί να χάσεις το φως του ήλιου απ’ τα μάτια σου, γιατί τα χέρια σου, που μ’ αγκάλιαζαν παλιά με θέρμη, έγιναν οι φτερούγες σου, άγγελέ μου;».
Ο μονόλογος και η ταραχή είχαν κρατήσει αρκετά. Τώρα λαχταρούσε την απόδραση. Ο άνθρωπος ακούμπησε ευλαβικά την κορνίζα πάνω στο μνήμα και άναψε το καντήλι της. Σκούπισε τα δάκρυά του και τίναξε από το παντελόνι του τη βροχή. Κουτσαίνοντας, με το μπαστούνι του πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στράφηκε και με χαιρέτησε ευγενικά, λέγοντας: «Έπρεπε να τη χάσω, για να συνειδητοποιήσω πόσο πολύ την αγαπούσα!». Το είπε τόσο φυσικά, λες και είχε προηγηθεί κάποια συζήτηση μεταξύ μας και αυτή η απάντηση έλυνε τελικά το πρόβλημα. Στο πρόσωπό του φαίνονταν πια λιγότερες ρυτίδες, στα μάτια του το βλέμμα του γίνονταν πιο λαμπερό. Είδα να χάνεται η μάσκα της απελπισίας και να πηγαίνει στο δικό του μοναχικό κόσμο πιο δυνατός. Η βροχή σταμάτησε απρόσμενα. Μια αχτίδα τρύπησε τα σύννεφα για να φωτίσει τη ζωή του ηλικιωμένου, για να φωτίσει τη δική μου ζωή. Η μακάβρια ιεροτελεστία μας είχε ωφελήσει και τους δύο. Βέβαια, δε χωρούσε σύγκριση στους ξεχωριστούς μας δρόμους, αλλά ένιωθα πολύ ευνοημένος από την τύχη, που βοήθησε να συναντηθούμε. Περνώντας μπροστά από το μνήμα της, θαύμασα την ελκυστική φυσιογνωμία της γυναίκας μέσα από την ασπρόμαυρη φωτογραφία. Περισσότερο εντυπωσιάστηκα από το χαμόγελό της που έδειχνε να γεφυρώνει δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους· αυτόν των ζωντανών και αυτών των νεκρών. Είχε πεθάνει εδώ και τριάντα χρόνια -όπως διαπίστωσα απ’ τη χαραγμένη στο μάρμαρο ημερομηνία.
Αγαπημένη μου, μ’ αυτόν τον εξεζητημένο τρόπο -χαρακτηριστικό στοιχείο άλλωστε των ποιητών- προσπάθησα να σου δώσω να καταλάβεις πως να σ’ αγαπώ και να ζεις μέσα στις αναμνήσεις μου είναι πολύ εύκολο, γιατί υπάρχω και υπάρχεις, έστω και αν βρίσκεσαι μακριά μου. Σκέψου μονάχα τι υπεράνθρωπη δύναμη χρειάζεται να αγαπάς πέρα απ’ αυτή τη ζωή, μέχρι το θάνατο. Θυμήθηκα ένα ποίημα με τίτλο: «Τ’ όνειρόν μου» του Δημοσθένη Βαλαβάνη, ο οποίος γράφει: «Αγνώριστος που σου έδωκα εγώ το μυρτοκλάδι / σημαίνει για τον έρωτα πως μια ζωή δεν φθάνει. / Με το κυπαρισσόκλωνο που έσμιξες τον ανθό μου / δηλοί πως θ’ αγαπά η ψυχή κι όταν κανείς πεθάνει». Το πιστεύεις αυτό, αγάπη μου; Εύχομαι ό,τι σου αφηγήθηκα να φωτίσει και τη δική σου ζωή.
Η επιστολή γράφτηκε μια νύχτα
που θυμήθηκα πως ήμασταν
δυο ανέμελα παιδιά.
Τότε που τ’ όνειρό μας αναστήθηκε
μεθυσμένο από αγάπη
στο ξαφνιασμένο κύμα.
Μια νύχτα που τ’ αστέρια
φωτίζανε τα λόγια μας
τη νύχτα εκείνη που έπαιζε
με τα χρώματα των αισθήσεων
κι αυτή η νύχτα χρόνια
κρατάει το γαλανό ουρανό
φύλακα της αψεγάδιαστης ψυχής μας.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου