Ο ήλιος άγγιζε δειλά-δειλά το βουνό Μπακιρλή στη χερσόνησο της Σωζόπολης. Ο ολοκόκκινος δίσκος γελούσε με τις πρώτες ακτίνες του, παίζοντας στ’ ανοιχτά με την κορμοστασιά του φάρου, τη σκοτεινιά του ουρανού, τους σκούρους βράχους που αποζητούσαν το πρωινό άγγιγμα της θάλασσας.
*** Β΄ βραβείο λαογραφικού διηγήματος από το πολιτιστικό περιοδικό «Δευκαλίων ο Θεσσαλός» το έτος 2010
Η Μαύρη Θάλασσα -η «μητριά των ναυτικών» όπως έλεγαν οι ντόπιοι- έχει μια γοητεία το ξημέρωμα. Ξαλαφρώνει το μυαλό του ανθρώπου από τις έγνοιες προσφέροντας αισιοδοξία, παρόλο που αυτές οι πρώτες ώρες κυλούν μακριά απ’ τα χείλη του νυχτερινού ύπνου και του ονείρου.
Ήταν σκληραγωγημένος άνθρωπος. Μαυρισμένος από τον ήλιο, με τα λαμπερά μάτια και τις ζάρες στο πρόσωπο, ένιωθε το αναζωογονητικό φύσημα του ανέμου σαν χάδι γοητευτικής γυναίκας. Εκείνος έφερνε τη δροσιά των αιωνόβιων δέντρων του βορρά και τις μυρωδιές των θαλασσινών πολιτειών· της Οδησσού, της Κωνστάντζας, της Βάρνας και του Πύργου, για ν’ αναπαυτεί στις όμορφες οροσειρές του Αίμου και της Ροδόπης.
Αχ, πόσο θα ήθελε να ταξιδέψει! Δεν ήταν όμως θαλασσινός και είχε δεθεί μ’ αυτή την καρποφόρα γη. Του άρεσε να στρέφει το βλέμμα του συχνά προς το νότο, με τη φαντασία του ν’ αγγίζει τη θάλασσα του Μαρμαρά και την αιώνια Πόλη· το κέντρο κάποτε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Έβαλε το κασκέτο του και πήρε μια ανάσα. Κοίταξε τους λευκούς λόφους· διακρίνονταν αχνά από το άνω μέρος της πόλης. Έμοιαζαν με ανθρώπους που άρχιζαν να κινούνται, καθώς ξεχώριζαν απ’ το σκοτάδι και έσμιγαν με το φως.
«Αυτές είναι οι ελπίδες μου», σκέφτηκε.
Η μοίρα του είχε γραμμένο να παλεύει όλη τη μέρα μ’ αυτούς τους άσπρους σωρούς. Η Ανατολική Ρωμυλία όφειλε την αυτονομία της, κατά κύριο λόγο, σ’ αυτό το φυσικό προϊόν· το αλάτι, με το οποίο την είχε προικίσει ο Θεός, το καλύτερο αλάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι αλατόλοφοι έθρεφαν όλη την οικογένειά του, την κυρά Σμαράγδα, τον μικρό Νικολάκη, τη μικρή Μαρία και ο Διαμάντης, παρόλο που γνώριζε πως ο ήλιος φέρνει μαζί του τη σκληρή μέρα και τους κόπους του, απολάμβανε το χάραμα παρατηρώντας σ’ όλη της την έκταση την αλατούχο λίμνη, που χωρίζονταν από τη θάλασσα με μια στενή λωρίδα γης. Αυτή η λιμνοθάλασσα σχηματίστηκε κάποτε από τα θαλάσσια ρεύματα, τα οποία παρέσυραν τεράστιες ποσότητες άμμου ώστε να δημιουργηθεί ένα ανάχωμα.
Το σπίτι του ήταν κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, στην αρχή της πόλης. Κάθε πρωί έβαζε το άσπρο του πουκάμισο και το μαύρο του φαρδύ παντελόνι, το γυρισμένο σε δίπλες κάτω από το γόνατο, και τα ξασπρισμένα δερμάτινα παπούτσια του. Έπαιρνε από την κρεμάστρα το μακρύ ζωνάρι -που είχε υφάνει η γυναίκα του στον αργαλειό- και το έφερνε με επιμέλεια πολλές στροφές γύρω απ’ τη μέση του, μέχρι να δέσει τις άκρες του σε γερό κόμπο. Ύστερα, περνούσε τη φραγή της αυλής και έβγαινε να περπατήσει με λαχτάρα στους στενούς δρόμους. Κατεβαίνοντας προς τις αλυκές, περνούσε δίπλα από τους αμπελώνες του Παλιόκαστρου και τους ανεμόμυλους και θαύμαζε την ομορφιά τους.
Άρχισαν να διακρίνονται τα πρώτα ψαροκάικα με τα μυτερά τους ιστία. Έπρεπε να ελιχθούν όμως προηγουμένως ανάμεσα στις ξέρες, που δημιουργήθηκαν από τα βυθισμένα τείχη της παλιάς, Βυζαντινής πόλης, και να ξεπεράσουν την ορμή του γρέκο-λεβάντες, προσεγγίζοντας τις φιλόξενες ακτές της πόλης. Οι περαστικοί στην παραλία σήκωναν τα καπέλα τους, να τα χαιρετήσουν με ικανοποίηση, γιατί αυτά έφερναν τον πλούτο της θάλασσας τους.
Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν οι μήνες της σοδειάς και η δουλειά απαιτούσε μεγάλες δυνάμεις από τον ίδιο. Οι φλέβες ήταν έτοιμες να ξεπεταχτούν έξω απ’ το δέρμα των μπράτσων του. Χειριζόταν με μαστοριά το «λαγούτο»· ένα εργαλείο που έμοιαζε με μεγάλο ξύλινο κουτάλι. Το κρεμούσαν σ’ ένα ικρίωμα που το έλεγαν «λαβουτίστρια». Το έπιαναν από τη λαβή δύο-τρία άτομα και βουτούσαν το μπροστινό του μέρος στον κεντρικό αγωγό και μ’ ένα δυνατό σπρώξιμο άδειαζαν το νερό σε φραγμένες περιοχές με σανίδια, που τις έλεγαν «τηγάνια» και αυτό γινόταν, γιατί η στάθμη της λίμνης ήταν χαμηλότερη από εκείνα.
Ήξερε τους ανέμους τόσο καλά, όσο οι ναυτικοί. Ο μικρός Νικολάκης αναρωτιόνταν για τη στεναχώρια του πατέρα του, όταν εκείνος έβλεπε το λίβα να ζυγώνει τις ακτές. Σήκωνε το κεφάλι του βαρύθυμος και έλεγε ανόρεχτα: «Αλισάχνη».
«Τι σημαίνει Αλισάχνη πατέρα;» ρωτούσε με απορία.
Το παιδί νόμιζε πως ήταν κάποια θαλασσινή νεράιδα, που τις ιστορίες της του είχε διηγηθεί η μητέρα του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί φόβιζε τόσο πολύ τον πατέρα του.
«Αλισάχνη, απαντούσε χαμηλόφωνα εκείνος, είναι το πολύ λεπτό αλάτι».
Ώσπου συμπέρανε πως η διάθεση του Διαμάντη πήγαινε παράλληλα με τους ανέμους. Τον είδε και πάρα πολλές φορές ευτυχισμένο, να γελά ασταμάτητα και να του εξηγεί: «Πότε πονέντες, πότε λεβάντες. Αυτή τη βδομάδα οι αλυκές θα δώσουν το καλύτερο αλάτι. Χονδρόκοκκο!» και γυρίζοντας προς τα κάτω το δείχτη του χεριού του, έδειχνε το ακριβή του μέγεθος.
Το χειμώνα, τις μέρες που ο καιρός αγρίευε, ο Διαμάντης ξεκουράζονταν στο ξύλινο ανώι του σπιτιού του και έλεγε ιστορίες στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Προσπαθούσε να τους μεταδώσει όλο το απόσταγμα της σοφίας του κι εκείνοι τον εκτιμούσαν για την εργατικότητα και την εξυπνάδα του.
Η γυναίκα του διαμαρτύρονταν:
«Ώχου…Τι τους τα λες αυτά, χρυσέ μου; Κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει η επόμενη μέρα!».
«Μα δε βλάπτει, γυναίκα, να γνωρίζουν λίγα χρήσιμα πράγματα για τη δουλειά μου», απαντούσε εκείνος και συνέχιζε: «Η μόρφωση αλμυρίζει τη ζωή, την κάνει πιο νόστιμη κι ελκυστική».
Η γυναίκα του τον παρατηρούσε ευγενικά, που συνήθιζε να μιλάει σαν επιστήμονας, αν και ήταν μπανταράκ’ς, δηλαδή απλός άνθρωπος του λαού. Τελικά είχε δίκαιο εκείνη, γιατί κανείς δεν ξέρει τι φέρνει το αύριο.
Ο Διαμάντης ταξίδευε με την οικογένειά του για πρώτη φορά πάνω σε καράβι, χτυπημένος από το μαχαίρι της επώδυνης προσφυγιάς. Τι ειρωνεία της μοίρας, τώρα που άφηνε πίσω τις στάχτες της αγαπημένης του πόλης! Γεμάτος παράπονο, που έχανε τις αλυκές, έγραφε στο ημερολόγιό του ό,τι τον δίδαξε η φύση και η ζωή:
«Μ’ αυτό τ’ άλας έπροικ’σε ο Θεγός ντη πόλ’ μ’, μ’ αυτό τ’ άλας έπαντρεψα ντη κόρη μ’, μ’ αυτό τ’ άλας έσπουδασα ντο’ ιο μ’».**
Ένα παχύ δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Έφτασε στα χείλια του. Το γεύτηκε· ήταν τόσο αλμυρό, λες και είχε συγκεντρώσει μέσα του όλη την αλμύρα των αναρίθμητων τόνων «λευκού χρυσού», που είχαν περάσει απ’ τα ταλαιπωρημένα του χέρια. Ο γερασμένος πια άντρας άφησε το δάκρυ του να πέσει πάνω στο χαρτί, σαν υπογράμμιση όλων των ονείρων που έχασε την προηγούμενη μέρα, στις 30 Ιουλίου του 1906, με το κάψιμο της πόλης από τους Βούλγαρους.
Στην καινούργια του πατρίδα, γι’ αρκετά χρόνια συνήθιζε να κατεβαίνει με τα πόδια απ’ το ψηλότερο σημείο της πόλης μέχρι την παραλία και να παίρνει βαθιές ανάσες, νιώθοντας στο μέτωπό του ακόμη το δροσιστικό αεράκι του βορρά, που αναπαύεται στις πλαγιές του πανέμορφου Αίμου και της Ροδόπης. Τρόμαζε ακόμη όταν ο λίβας πλησίαζε τις ακτές. Άλλοτε έβλεπες την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τότε μονολογούσε: «Πότε πονέντες, πότε λεβάντες».
Με τη φαντασία του εξακολουθούσε να βλέπει καθημερινά τους παλιούς χιονάτους λόφους. Έμοιαζαν με ανθρώπους που τεντώνουν τα χέρια τους για να ξεμουδιάσουν από το νυχτερινό ύπνο, στην επαφή τους με το φως της αυγής. Αυτή τη φορά, μάλιστα, του χαμογελούσαν νοσταλγικά.
** «Με αυτό το αλάτι προίκισε ο Θεός την πόλη μου, με αυτό το αλάτι πάντρεψα την κόρη μου, με αυτό το αλάτι σπούδασα το γιο μου». Μεταφορά στην κοινή από γλωσσικό ιδίωμα (ντοπιολαλιά) της δυτικής ακτής του Εύξεινου Πόντου.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου