Τι είναι τελικά αυτό που κάνει τον ποιητή να δημιουργήσει; Κι εφόσον εξηγήσουμε τη μυστηριώδη αφετηρία των ποιημάτων του, τι προσπαθεί γενικά με τους στίχους του να μας δείξει; Πίσω από ποια εμπόδια οχυρώνεται, αν δεχτούμε πως οι στίχοι φαντάζουν στον ποιητή σαν μια ισχυρή προστασία; Μήπως θέλει να μας προκαλέσει σύγχυση, να θολώσει την ατμόσφαιρα και να μας κρύψει την αλήθεια ή απροκάλυπτα απλώνει την ψυχή του στο χαρτί, με όση ευαισθησία διαθέτει αποκαλύπτοντας τα μυστικά του και τις πηγές της έμπνευσής του;
Η Αναστασία Καλλία είναι μια νέα ποιήτρια που απαντάει σε όλα αυτά τα ερωτήματα, χωρίς να φοβάται να κοιτάξει στα μάτια τον αναγνώστη με τον ίδιο τρόπο που αντικρίζει ένα φίλο. Συγκεντρώνει τα τριάντα ένα ποιήματά της στην πρώτη ποιητική συλλογή της και δίνει ένα χαρακτηριστικό τίτλο: «Τα αινίγματα της Σίβυλλας». Σαν την αρχαία γυναίκα που κατέχει μαντικές ικανότητες και προφητεύει μελλοντικά δυσάρεστα γεγονότα, κάθε φορά που φθάνει στην κατάσταση της ιερής ποιητικής έκστασης. Πρόκειται για μια προσεγμένη έκδοση που ανέλαβαν οι εκδόσεις «Εκάτη» καθώς είχαν την ευτυχία ν’ ανακαλύψουν μια καινούργια φωνή, γυμνή από τα τετριμμένα στολίδια του λόγου, τα οποία απωθούν τον αναγνώστη και τον ξεμακραίνουν από την πηγή της γνήσιας καλλιτεχνικής απόλαυσης. Απαλλαγμένη από την αγωνία που συνήθως κατατρύχει τους περισσότερους ποιητές να λάμψουν ξαφνικά κι εντυπωσιακά και ύστερα δυστυχώς να σβήσουν παντέρημοι.
Η ποιήτρια ξέρει πολύ καλά να βυθίζει την πένα της πάνω στο χαρτί. Αντί να γράφει χαράζει δυναμικά μέχρι να ματώσει τις επιφάνειες, με οδηγό στα πρώτα βήματά της ένα συναίσθημα ικανό να συντρίψει αλλά παράλληλα να αναστήσει τον εσωτερικό της κόσμο. Έρχεται αντιμέτωπη με τις κάθε λογής αναμνήσεις και τους εφιάλτες που γιγαντώνονται στη σκέψη της κι εκείνη με αγωνιστικό θάρρος προσπαθεί να επιτύχει την απόλυτη αρμονία με στίχους σύντομους, απλούς μα ανεξάντλητους σε νοήματα που μοιάζουν να έχουν συχνά δύο όψεις, όπως οι χρησμοί.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί πηγάζουν από δυναμικά συναισθήματα, από μια κριτική και μάχιμη στάση απέναντι στη ζωή και εξωτερικεύουν τη διάθεση της για στοχασμό. Μια καλά κατασταλαγμένη φιλοσοφική ιδιοσυγκρασία ευθύνεται για μια βαθιά υπαρξιακή ποίηση, λίγο πικρή και ειρωνική, ιδιαίτερη όμως και πολύ προσωπική. Οι καθημερινές της εμπειρίες βιώνονται μ’ έναν ξεχωριστό τρόπο ώστε να καθίστανται πολύτιμα εργαλεία του στίχου.
Στο πρώτο της ποίημα, από τον τίτλο μόνο και μόνο καταλαβαίνουμε τι θα επακολουθήσει: «Φόνισσα ομορφιά». Παρουσιάζεται λοιπόν, η ομορφιά που μπορεί να σκοτώσει κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γράφει η ποιήτρια:
Αμαρτίες προγόνων με βαραίνουν,
σπονδή ζητούν
κάθε επτά χρόνια το θάνατο
και την Ανάστασή μου.
Να μια μεγάλη αλήθεια που αφοπλίζει και δεν διστάζει να την φανερώσει έστω και αν δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά με κάποια γλυκιά μελωδία! Στο ποίημα: «Αιχμάλωτοι πολέμου» κάνει το ψυχογράφημα της υποψίας και γράφει με πρωτότυπο τρόπο: «Μαζί ήμασταν αιχμάλωτοι / στον πόλεμο της απόγνωσης».
Στο ποίημα: «Οι αντάρτισσες μέρες» -που το θεωρώ ένα από τα καλύτερα αυτής της συλλογής- γίνεται μια σημαντική διαπίστωση:
Φεύγουν οι αντάρτισσες μέρες
με ύφος νικητή
κι εμείς
ευχάριστα περιδιαβαίνουμε
το κενό μας
που ανερυθρίαστα
φλυαρεί το δικό του
τίποτα.
Το τρέφουμε με τις σάρκες μας
όση ώρα
προμελετούμε τη δολοφονία του.
Το κρίνουμε
και το δοξολογούμε,
πάντα αναβάλουμε την ώρα του φόνου και περιμένουμε
να μας δώσει
την κατάλληλη ευκαιρία το ποτέ.
Ώριμη γραφή που εξοικειώνεται σε μια καταβύθιση, σε μια επίμονη αναζήτηση της αλήθειας που πλανιέται μέσα στο έρεβος, στις σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου. Η ποιήτρια φαίνεται πως έδωσε αυτό το στιχουργικό αποτέλεσμα μετά από κάποιες εναγώνιες και οδυνηρές μάχες με τον εαυτό της και τη διεισδυτική σκέψη της, που της επιτρέπει να μιλήσει σε β΄ πληθυντικό πρόσωπο εκ μέρους όλων, νιώθοντας πως είναι ενταγμένη σ’ ένα ευρύτερο σύνολο.
Στο βιογραφικό της διαβάζουμε πως ζει και εργάζεται στην Κύπρο. Αναρωτιέται κανείς πως όλος εκείνος ο μαγευτικός τόπος της Κύπρου δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στην έμπνευση και στα θέματά της, ειδικότερα στην τεχνοτροπία της; Είναι γεγονός πως οι εξωτερικές ομορφιές δεν την ελκύουν, παρόλο που έχει την τύχη να ζει σ’ ένα νησί προικισμένο με αυτές. Ίσως βρίσκει στον βυθό του εαυτού της μια άλλη ασύγκριτη ομορφιά, εκείνη που δίνει το δικαίωμα στον άνθρωπο να ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο, προσπαθώντας ν’ ανέβει ψηλά στην πυραμίδα της γνώσης μέσα από την ατέρμονη προσπάθεια του «Γνώθι σ’ αυτόν».
Το ποίημα: «Ο δρόμος» αποτελεί μια λακωνική διατύπωση που καταφέρνει να μεταγγίσει στον αναγνώστη μια σωρεία εμπειριών και να τον ωθήσει σε προβληματισμό όταν η ομορφιά εμφανίζεται και με το αντίθετό της: «Ωραία τα ρόδα, να έλειπαν τ’ αγκάθια!».
Στο ποίημα: «Έλειπε πάλι» γίνεται μια ανατρεπτική χρήση του λόγου με εικόνες και προσωποποιήσεις που ξαφνιάζουν:
Έλειπε πάλι το παρόν
και οι σκέψεις
αντάλλαζαν κουβέντες,
χαζολογώντας σα γειτόνισσες.
Είναι γεγονός πάντως πως σ’ ένα στοχαστικό άτομο, οι σκέψεις δημιουργούν ατέλειωτο ψίθυρο και ήχους θέλοντας να επιβληθούν η μία στην άλλη και να οδηγήσουν τον φορέα τους στην επιθυμητή της κάθε μιας κατάληξη.
Στο ποίημα: «Ηλιοβασιλέματα», κάποια συμβολίστρια ή νεορομαντική ποιήτρια θα επιδίωκε να στολίσει τους στίχους με τα μαγευτικότερα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας, η Αναστασία Καλλία όμως τα περιγράφει με τη διαφορετική διάστασή τους:
Χρώματα πλήρη και άυλα
λιώνουν από δω κι από κει
σαν σημάδια
αποχαιρετιστήριων φιλιών του ήλιου
στο λευκό πουκάμισο του ουρανού.
Λυρικός λόγος που δεν υποκύπτει στον εύκολο εντυπωσιασμό αλλά καθοδηγείται από τη δυναστεία του εσωτερικού βλέμματος.
Ακολουθεί «Ο βυθός της σιωπής» που αποτελεί μια προσπάθεια ν’ ανασυντεθεί ένα ναυάγιο:
Απ’ τον βυθό της σιωπής
ανασύρω
το ναυαγισμένο μου Εαυτό
κομμάτι, κομμάτι.
Η ανασύνθεση αυτή
παράδοξο θέαμα
δίνει.
Όλα μαρτυρούν το βυθό
και το ναυάγιο.
Στο ποίημα: «Στιγμή» οι ήχοι που κυριαρχούν είναι οι μεταλλικοί ήχοι της σιωπής, οι οποίοι κάνουν την ποιήτρια στο τέλος του να δηλώσει:
Όλοι το ίδιο ακούμε
το βαθύ
πλατύ μας
Είναι.
Οι ήχοι των ταξιδιών έχουν κι αυτοί τη θέση τους στο ποίημα: «Νέα σοδειά», μόνο που «Τα κύματα / έρχονταν / σαν λυπημένες μοναξιές στη σειρά», για να φτάσει στη σκληρή συνειδητοποίηση του «Άκαμπτου προσωπείου»: «Το άκαμπτο προσωπείο / που κουβαλώ / φρικτά υποκρίνεται πως ζει». Μια άλλη καταβύθιση με ουσιαστικά συμπεράσματα και βαθιά κατανόηση της ψυχής μέσα από τις ωδίνες που υποφέρει η ποιήτρια.
Στο ποίημα: «Εφιάλτες» καταφέρνει να μεταδώσει με τους στίχους της άμεσα στον αναγνώστη το ρίγος μιας καλά σκηνοθετημένης κινηματογραφικής σκηνής:
Ένα ρίγος διαπέρασε το σκοτάδι σαν ξίφος
κι έδιωξε μακριά τις νυχτερίδες
που γλεντούσαν ιερόσυλα πάνω στο πτώμα του έρωτα.
Εδώ υπερισχύουν οι φόβοι, γενικότερα κάθε ανησυχία της ψυχής από τις απειλητικές μορφές των αισθημάτων που την πολιορκούν και της στήνουν καθημερινά παγίδες.
Στο ποίημα: «Το όνειρο» κάνει μια θαρραλέα παραδοχή:
Το όνειρο χάσαμε
που κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα
απογοητευμένο
από
δειλούς.
Όσο πιο σύντομοι είναι οι στίχοι και αποτελούνται από λιγότερες λέξεις, τόσο πιο κοφτός, ξαφνικός, βίαιος ακούγεται ο ήχος τους και πιο εκνευριστικός…Ο στίχος θα πλήγωνε λιγότερο την ψυχή αν διατυπωνόταν συνεχόμενος: «απογοητευμένο από δειλούς».
Στα περισσότερα ποιήματά της τονίζονται με τις παύσεις κάποιες λέξεις ξεκομμένες, μοναχές -δύο ή τρεις μαζί- όπως στο ποίημα: «Φθινόπωρο»:
Τώρα πρέπει να κάνουμε
την οφθαλμαπάτη
πιο πειστική,
τη ζωή μας, πιο φανταχτερή.
Και ασφαλώς μας δημιουργεί την υποψία πως δεν δέχεται καμία υποχώρηση στο θέμα αυτό. Η ειρωνεία και η πικρία προχωρούν παράλληλα: «με το Πρέπον πλένουν τα χέρια τους οι δήμιοι».
Στο ποίημα: «Ξύπνησα» ξαφνιάζει πάλι με όμορφες και πρωτότυπες εικόνες, φανερώνοντας τη γύμνια της προσδοκίας: «που άφησε τα ρούχα της / σ’ αυτόν εδώ τον καναπέ». Ερωτοτροπεί με τις επικίνδυνες αιχμές των αντικειμένων και των ιδεών που παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ποίησή της. Το ίδιο υπονοείται και στο υπέροχο ποίημα: «Το σώμα»:
Οργώθηκε το σώμα
πιο βαθιά
και τα μακριά μαλλιά
των τραγουδιών
που ’γιναν χάδια,
με μιας
τις κλείσαν τις πληγές.
Σ’ αυτή την ξαφνική χαρά
Τρύπωσε μια αγάπη
και τα φιλιά,
σαν λύθηκαν,
είπανε την αλήθεια.
Στο ποίημα: «Ίχνη» γράφει: «Κλείστε τα μάτια σας. / Σκεπάστε τις προθέσεις σας / και βγάλτε από την πυξίδα / κάθε όνειρο αλήτικο / που σκοπό έχει να σας παρασύρει».
Άλλη μια επιτακτική φωνή, τρομαχτική διαταγή που ενισχύεται από το ασταμάτητο βουητό του κατεστημένου, το οποίο επιβάλλει στις συνειδήσεις των ατόμων την καταστροφική θέλησή του για ομοιομορφία. Επιθυμεί ακόμη να πνίξει κάθε ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία που μεγαλώνει με την ελπίδα να ξεφύγει από την πεπατημένη οδό. Φαίνεται όμως, πως η ποιήτρια Αναστασία Καλλία σε καμία περίπτωση δεν υποχωρεί στον δρόμο όπου πάνω του επέλεξε να βαδίσει, με ό,τι τίμημα συνεπάγεται αυτό.
Τα ποιήματά της απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή στην ανάγνωση. Αποτελούν μικρά, συμπαγή και μεστά γυμνάσματα μιας υπαρξιακής ποιήτριας που μας αποκαλύπτει τις αξιοσημείωτες αφαιρετικές ικανότητες της. Δεν επιδέχονται ούτε ένα πρόσθετο κόμμα, γιατί είναι ολοκληρωμένα και εξαιρετικά αυτοτελή κομμάτια μιας ειλικρινής κατάθεσης ψυχής. Οι αλήθειες της δεν κρύβονται μέσα σε φτιασιδωμένους, φορτωμένους στίχους, αλλά με τον ιδιόμορφο λυρισμό και ερωτισμό που εκπέμπουν αποκτούν μια αυθάδεια, γίνονται σκληροί και απόκοσμοι, κάποιες φορές απειλητικοί όταν εκείνη αναγκάζεται να υπερασπιστεί τις αρχές και τα ιδανικά της. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο απλώνει έναν ψηλό τοίχο στους θορύβους του εξωτερικού κόσμου για ν’ ακούσει προσεχτικά κι ανεπηρέαστη το μελωδικό τραγούδι της ψυχής της, μεταπλάθοντάς το σε ευδιάκριτους και αξιομνημόνευτους στίχους.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου