Αφήνεσαι στο στροβίλισμα ενός ανελέητου Νοτιά,
που μέσα του ξεκλειδώνει την κατωκημένη ανάσα
απ’ της ελπίδας το Σιενέζικο ερμάρι.
Μέθυσε απόψε η καρδιά και με λέξεις διάτρητες
και διειδείς στης νύχτας την ορφάνια στέκεται και τρικλίζει.
Μια δρασκελιά η φωτιά απ’ την όχθη της Χίμαιρας
ως την πλεχτάνη του μυαλού.
Θρόισμα φύλλων ξερών χιμά και ξεσηκώνει.
Κι ορέγεται πόθους μεστούς ν’ αγγίξει, μα δεν φτάνει.
Λιβάδια σιωπής η μοναξιά, που μέσα απ’ της ομίχλης
το πυκνό πούσι το στόμα ανοίγει μ’ έκσταση να πιει νερό
τρεχούμενο και ένα πουγκί από φρέσκο αγέρι.
Ταξίδι ψυχής ανέγγιχτο από σκέψη τούτη η ελπίδα.
Απροστάτευτη να καρτερεί πως μ’ ένα της χαμόγελο
δυο λόγγους πάει να σμίξει
για της παλέτας την τρισδιάστατη αυθυποβολή.
Δυο έωλα σύννεφα βροχής λικνίζονται
στο βαλς ενός ανάπαιστου
να απάγουν στέργουν τον υιοθετημένο διπλό σπονδείο
μέσα απ’ τις περασιές του Έρωτα ψηλά πάνω στ’ αλώνι.
Κάπως έτσι να ’ναι η ζωή η κι αλλιώς. Ποιος ξέρει;
Κανείς δεν τόλμησε να γράψει τι ακριβώς συμβαίνει.
Μες τον πουρνό ολόγυμνη στις πλάτες της να ρίχνει
της ροδαυγής το πέπλο το ντραπέ
κι αφηνιασμένη να ξεχύνεται στις ρούγες
των ονείρων μας για να τις κατακτήσει.
Αχός η ελπίδα σαν ηχεί κι αναταράζει κύματα,
όταν τα φώτα στο βουνό πυγολαμπίδες γίνονται
να φωσφορίζουν στου μυαλού τ’ απάνεμα γυρίσματα.
Σείεται της νύχτας ο παλμός σαν εκτυπώνει
της σιωπής το μονοπάτι.
Μόνο της μοίρας η σιωπή είναι κατάδικη
οικτρά να υπομένει.
Ούτε καλά καλά δεν ξέρει ο Ουρανός
σε ποιο ρυθμό χορεύει η Γη,
όταν αυτή μαραίνεται και φαίνεται θλιμμένη.
Μέθυσε απόψε η καρδιά απ’ τα σημάδια των καιρών
και σκόνταψε στη βρύση να πιει να ξεδιψάσει.
Μ’ αυτό δεν είναι ζήση, όταν παραπατεί.
Vicky Kostenas Lagdos, Dichterin
Zürich, 4. November 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου