Θυμέλης φλίαθα ποπύσματα
Προς διαυγασμό διηθείτο η μέρα,
πατώντας στα εριφιοαιγή σύννεφα
που απ’ τα χαράματα προμήνυαν μπουρίνι.
Βρήκε τη μέρα ο ουρανός
να καθαρίσει την αυλή
πριν καταφθάσουν οι θεοί ν’ αποφασίσουν,
αν το γένος θα στεριέψει,
θα χορέψει, θα φιλέψει ή ειδάλλως
δεν θα υπάρχει αιτία κι αφορμή
να μοιράζεται το πάθος
και να ζει μες τη σιωπή.
Τίποτα δεν άκουσες από αυτά,
που ειπώθηκαν κι απ’ όσα
αποσιωπήθηκαν κάτω από τους
ανείπωτους πόθους;
Απόχτησες μιαν έμπειρη ζωή,
που σ’ εμπιστεύτηκε εκεί όπου
μπλέκονται αξεδιάλυτα
τ’ αστέρια να ονειρεύεσαι.
Προς τα πού να κοιτάξεις,
όταν ο κόσμος διακτινίζεται
γύρω απ’ τον ποδόγυρο της Θυμέλης;
Προς τα πού ν’ αποταθείς,
να εκμυστηρευτείς την ευωδιά των ρόδων;
Μέσα απ’ τα πρώιμα τιτιβίσματα πουλιών
ένιωσες κι εσύ πουλί
μέσα σου κι άρχισες την παράλληλη
προς τη γη πτήση.
Με μια φευγαλέα ματιά κι ένα ντορβά
στην πλάτη για τα αθύρματα.
Δεν σου απομένει παρά να γυρίσεις
το φύλλο της μέρας στο πέπλο της νύχτας.
Πάει καιρός που η ερημιά κατάκτησε
τον άνεμο κι ο άνεμος
με τη σειρά του αποστόμωσε
τις προσδοκίες της θάλασσας.
Τώρα τα λιόδενδρα πιασμένα χέρι χέρι
τρέχουν στην κατηφόρα
ν’ ανταμώσουν το κύμα,
διαψεύδοντας τους ρόζους
απ’ το λιγνό κορμί τους.
Κι εγώ κλαδεύοντας ελπίδες,
που είχαν δασώσει το λόφο της υπομονής
έμαθα να διακτινίζω φεγγάρια
σε φθίνουσα πορεία
μιας πανσέληνης περιδιάβασης.
Όταν η μέρα αλλάξει φύλλο,
η Θυμέλη πάνω από
την απλωσιά τού βωμού της
θα μακρηγορεί για άσπετα ποπύσματα.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich den 30en Dezember 2011
Χασοφέγγαρη νυχτιά / Όνειρο αξημέρωτο
Είσαι βοριάς κι εγώ πανί τ’ αγέρα ανεμοδαρμένο
κι όπου φυσήξεις θα με σέρνεις να με πας.
Άσε με παράμερα στη μοίρα και στην άκρη χαράματα
στο πρόπυλο πριν η αυγή σκάσει το πρώτο δάκρυ
πυξίδα χωρίς βελόνα σε παλιό σβησμένο χάρτη.
Σκόρπια λόγια τ’ αγέρα οι ελπίδες
στα κατάστιχα γραμμένες αλαφιάζουν τον καιρό.
Στην αστροφώτιστη νυχτιά βγήκανε μισοφέγγαρα,
μα θάμπωσε η ματιά μου απ’ της ρέμβης το χορό.
C’ è una musica stupenda che venga dal vento
e soffia sempre da chi vuoi andare.
Μέσα απ’ του μυαλού να χάνεσαι τους δυσπρόσιτους
λαβύρινθους για να σε κερδίζει μια παρτίδα τάβλι.
Σαν την ιτιά, που στη βροχή έμαθε
τον πόνο της διπλά να κλαίει κι αναπολεί όσα δεν λέει.
Πόση ελπίδα να κρύβουν τα όνειρα μιας μέρας
κρυμμένα μέσα σε μια αγκαλιά λουλούδια
για τα γέλια του κόσμου,
φορώντας της θλίψης το αφηρημένο πρόσωπο;
Μ’ ένα του ανέμου πρόσχαρο και πεταχτό φιλί
ξυπνά η κλώσα μέρα και μαζεύει τα παιδιά της.
Είδες ποτέ νότα να υποκλίνεται
στο ερωτικό τανγκό
και να ζητάει το στίχο από το χέρι
απεγνωσμένα να χορέψει;
Στάσου πιο κοντά ακόμη κι απ’ της αδιέξοδης
επιλογής την προβολή.
Έχει πολλά στηρίγματα για να πατά ο ουρανός
στης θάλασσας το χείλος, αφού τη μέρα,
που γεννήθηκε τον κέρδισε ένας φίλος.
Στίχοι επικηρυγμένοι
μιας παραφθαρμένης φαρέτρας
βάλλουν σε τάξη το χαμόγελο της μέρας.
Μέσα στις βαλτωμένες από μπρούσκλι και φτέρες
υγρές ανεμοπερασιές χαίρεται η σφενδάμη
το ξέφυλλο κορμί της.
Αναθαρρεί κι αναπολεί τα φύλλα της τ’ αμέτρητα,
πού άφησε απερίσκεφτα
κάτω στη γη να πέσουν μονομιάς
να μπει η ζωή στις ράγιες της
μετά απ’ την άλω των κεριών
της ανέσπερης μεσονυχτιάς.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 30. Dezember 2011