Ένα μεγάλο, πολύχρωμο σώμα πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και αφού έκανε μερικές στροφές, κατέβηκε και μάζεψε τα φτερά του μπροστά μας. Ήταν μία αγριόχηνα. Η γνωστή αγριόχηνα που είχα ταξιδέψει στη ράχη της. Την αναγνώρισα από τα ζωηρά και πανέξυπνα μάτια της. Μας χαιρέτησε με υπόκλιση.
Κοίταξε γύρω του αλλά δεν έβρισκε την κατάλληλη ντάμα. Σφύριξε και ξαφνικά πήρε την κανονική του ανθρώπινη μορφή· το παρουσιαστικό του πατέρα μου. Ξανασφύριξε και μέσα από ένα θολό σύννεφο ξεκαθάρισε η μορφή της μητέρας μου, στα νιάτα της. Της έπιασε το χέρι ευγενικά και κράτησε απαλά τη μέση της λικνίζοντας την στο δικό του ρυθμό. Ήταν ένα βαλς που χρωστούσε ο πατέρας στη μητέρα μου.
-Το βαλς που δεν προλάβαμε να χορέψουμε, της είπε. Το βαλς των αισθήσεων.
Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος χορευτής. Έλεγε στη μητέρα μου πως «με το χορό ο άνθρωπος ξεπερνά τις θνητές του διαστάσεις». Αποδείκνυε με τις κινήσεις του πως ήταν μια αέρινη παρουσία, που παράσερνε τη μητέρα σ’ έναν ανεπανάληπτο χορό.
-Θυμάσαι τον πρώτο μας χορό; τον ρώτησε η μητέρα ενθουσιασμένη.
-Δεν τον ξεχνώ. Σαν τον αέρα που αλλάζει το ρυθμό των κυμάτων στη θάλασσα είναι το σώμα σου, την κολάκεψε ο πατέρας.
Διέκρινα στο πρόσωπό της τα παλιά σημάδια της οικογενειακής ευτυχίας, τα ωραία συναισθήματα που φώτιζαν τα μάτια της.
Τα ζώα είχαν μαρμαρώσει, δεν ανάσαιναν. Τα δέντρα είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο και σώπαιναν. Οι ήχοι της φύσης απουσίαζαν για να μη διαταράξουν αυτές τις θαυμάσιες ώρες του χορού.
«Αυτές τις ώρες ο χρόνος σταματά και ο άνθρωπος υψώνεται στον ουρανό. Προσπερνά το μικρό και ασήμαντο για να γεννήσει τα θαύματα», έγραφε ο πατέρας στο τελευταίο του βιβλίο «Τέλος μνήμης». Πολλοί είπαν πως διάλεξε αυτό τον τίτλο, γιατί είχε προαίσθηση πως θα έφευγε από τη ζωή.
-Θα γίνεις κι εσύ μικρή, απειροελάχιστη. Θ’ ανέβεις πάνω στη ράχη μου και θα πετάξουμε μαζί, να δεις από κοντά το φεγγάρι, όπως το είδε ο γιος μας, της είπε και άρχισε πάλι να γίνεται αγριόχηνα χορεύοντας με ξεδιπλωμένες φτερούγες.
-Πω, πω τι απαλά πούπουλα έχεις! θαύμασε η μητέρα. Και ο λαιμός σου μακρύς, γυαλιστερός αντανακλά την καθαρότητα της ψυχής σου.
Η μητέρα μου τώρα πια έγινε μια μικρή μπαλαρίνα που έκανε φιγούρες πάνω στη ράχη της αγριόχηνας. Τινάχτηκε με υπεράνθρωπη προσπάθεια πάνω στο κεφάλι του πατέρα και με τα μικρά χεράκια της έκλεισε τα μάτια του και του ψιθύρισε μελωδικά «σ’ αγαπώ».
-Κρατήσου καλά από το λαιμό μου, της φώναξε. Ο ουρανός δεν υπακούει στους φυσικούς νόμους της γης. Είναι πολύ δύσκολο να διαπερνάς σα βέλος το υπέροχο γαλάζιο. Εδώ, στην καρδιά του ουρανού το φως έχει τη σκληρότητα της αλήθειας.
-Καταλαβαίνω, απάντησε η μητέρα. Τα σπίτια στον ουρανό χτίζονται με φως και γαλήνη και οι αυλές τους έχουν τη δροσιά της καλοκαιρινής θάλασσας.
-Μπράβο, το πέτυχες! Αν και βρισκόμαστε πολύ κοντά στον ήλιο, ο ήλιος δε μας καίει. Θα σου δείξω το σπίτι μου και θα σου πω πως περνάω τις ώρες μου κάνοντας τα μικροθελήματα του Θεού.
-Θέλω να μάθω τι ακριβώς κάνεις, ζητούσε λεπτομέρειες η μητέρα.
-Πιάνω τα παιδιά απ’ το χέρι, τη στιγμή που πάνε ν’ ανέβουν στον ουρανό, και τα οδηγώ πίσω στη γη, γιατί ο Θεός λέει πως τόσο μικρά δεν είναι δίκαιο ν’ αγγίξουν το αιώνιο γαλάζιο. Στη γη το ονομάζουν «θάνατο» και είναι τρομερός.
-Θεέ μου, τι υπέροχα τοπία! Δε συγκρίνονται μ’ αυτά της γης, παρόλο που τους λείπει το πράσινο. Βλέπω έναν πανύψηλο πύργο. Οι άνθρωποι βγαίνουν στα παράθυρα να μας χαιρετήσουν χαμογελαστοί.
-Δεν είναι άνθρωποι αλλά ψυχές. Όλοι αυτοί, που κατόρθωσαν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους, μένουν στον πύργο της ευτυχίας.
-Και πως περνάνε εκεί μέσα τον καιρό τους;
-Θα σου πω. Εδώ ο χρόνος έχει άλλη αξία και σημασία. Δεν είναι εκείνο το σκούρο χρώμα που φθείρει, αλλά το φωτεινό που αναζωογονεί. Ύστερα ο χρόνος λειτουργεί μέσα στη μνήμη. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει. Εμείς, οι κάτοικοι του ουρανού δε λέμε χθες, σήμερα, αύριο. Λέμε συνέχεια αιώνια και δε δεσμευόμαστε με συναισθήματα.
-Δηλαδή δε νιώθετε ικανοποίηση, ζήλια, θυμό, ενθουσιασμό, μίσος, αγάπη, ευχαρίστηση;
-Τα νιώθουμε σαν περαστικά σύννεφα που δε φτάνουν για να καταστρέψουν τη γαλήνη μας.
-Απάθεια λοιπόν.
-Όχι, κάτι βαθύτερο. Είμαστε οι ιδανικοί καθρέφτες της ζωής σας στη γη. Καθώς έχουμε το Θεό μαζί μας στους δρόμους της αθανασίας, ποτέ δεν πέφτουμε στο κενό της ανυπαρξίας.
-Επειδή κάποιες φορές επανέρχεται η μνήμη σας σαν τις αστραπές, παρακαλάτε το Θεό να σας στείλει για λίγο στη γη, ν’ ανταμώσετε και να μιλήσετε με τ’ αγαπημένα σας πρόσωπα.
Η μητέρα μου συμπέρανε πως στον ουρανό τα πάντα είναι με σοφία πλασμένα. Είναι όμως πολύ βαρετά, σαν ένα όνειρο που έχεις φτάσει και δεν έχεις άλλο για να προχωρήσεις ξανά. Όταν θυμήθηκε πως είχε αφήσει τις ετοιμασίες της κάτω στη γη, στο δάσος ενός μικρού χωριού, παρακάλεσε τον πατέρα να την κατεβάσει εκεί. Η αγριόχηνα επέστρεψε και κατέβασε τη μπαλαρίνα από τη ράχη της αφήνοντας ένα λυγμό. Τότε θυμήθηκα τι έγραψε κάποτε ο πατέρας: «Η φαντασία είναι το στόλισμα της αλήθειας. Η φαντασία ζει στην πραγματικότητα της ψυχής, της κάθε ψυχής και είναι το μεγαλύτερο δώρο που έκανε ο Θεός στον άνθρωπο, γιατί δεν άντεχε να τον βλέπει να πονά. Ήθελε να του δώσει τα φτερά, την παρηγοριά του ονείρου».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου