Μια αστραπή ξέφυγε απ’ το βλέμμα της
κι ο φόβος του απρόσμενου κυρίεψε τη σκέψη.
Με μια φωνή τρεμουλιαστή
απ’ την προσδοκία του αγγίγματος
αφέθηκε ελεύθερη στην κοσμοσυρροή των πόθων,
διάπλατη καρδιά στα κεντρίσματα της ηδονής!
Μια αστραπή φώτισε τις γυμνές της πλάτες,
έξω απ’ τα στήθη που το πάθος τα φουντώνει
κι η μοναξιά πέφτει ξαφνικά
σαν φόρεμα βαρύ
που των μηρών την ευτυχία αποκαλύπτει.
Σώματα υψώνουν στα ουράνια προσευχή,
σαν αρωματικά λουλούδια τα πέταλα ανοίγουν
της άνοιξης περιμένοντας τα πρώτα αγγίγματα
με τα φιλιά της γύρης να δακρύσουν
και πάνω απ’ τις φωτιές της νιότης
τα ολομέταξα φτερά των ονείρων τους ν’ απλώσουν!
Μάτια έγιναν λίμνες βαθιές,
αγρίμια με τριχώματα στιλπνά,
με νύχια γαμψά ν’ αρπάξουν στους βυθούς
της ηδονής τ’ άπληστα χρώματα.
Χέρια απαλά,
δοξάρια ενός αξέχαστου βιολιού,
τη μελωδία του έρωτα σκορπούν
σ’ ανεξερεύνητα σημεία.
Σφυρίγματα εφήμερων ανέμων,
φλοίσβοι κυμάτων καρποφόρων
πώς σβήνουν τα σημάδια του πάθους
πάνω στα σώματα που σπαρταρούν;
Πώς ρίχνουν στις πρώτες μικρές ρυτίδες
τ’ αντίδοτο, το νέκταρ της αιωνιότητας
στην πανέμορφη ψυχή;
Εκείνη πότε-πότε ελαφραίνει στους αναστεναγμούς,
πότε-πότε λάμπει στην επιφάνεια των ζουμερών χειλιών
αχόρταγα πίνοντας του συντρόφου της τ’ αθάνατο νερό,
σμίγοντας πάντα με τη σιγαλιά της απεραντοσύνης…
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου