Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Μία χαμένη σελίδα από το παρελθόν μας

   Τα πλοία θα μπορούσαν να μας διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες, ειδικά εκείνα που με τις σκουριασμένες λαμαρίνες τους κάθονται παροπλισμένα σ’ ένα λιμάνι και περιμένουν τη σιωπή να μιλήσει εκ μέρους τους. Ένα ιστορικό ατμόπλοιο περιμένει νωχελικό τη μοίρα του το 1936 σε μια γωνιά του νεωρίου της Ερμούπολης της Σύρου. Με τη χρησιμοποίηση μηχανών εσωτερικής καύσης στις αρχές του 20ού αιώνα, πολλά πλοία χαρακτηρίστηκαν ακατάλληλα λόγω παλαιότητας και αντικαταστάθηκαν από σύγχρονα σκαριά. Συριανός θερμαστής, την προηγούμενη μέρα της καταστροφής του καραβιού, καταφτάνει στενοχωρημένος αντικρίζοντας για τελευταία φορά τον χώρο μέσα στον οποίο δούλεψε με ευσυνειδησία πάνω από τριάντα χρόνια. Τα μεγάλα κεφαλαία γράμματα μόλις που διακρίνονται αχνά: «ΑΝΤΙΓΟΝΗ». Την επομένη θα έχει γίνει μία άμορφη μάζα ξύλου, σιδήρου και χάλυβα.
   Με νοσταλγία περιεργάζεται τα μέρη του πλοίου, ανεβοκατεβαίνοντας τις ετοιμόρροπες σκάλες, διασχίζοντας τους διαδρόμους, κοιτάζοντας λοξά τις ερειπωμένες πόρτες. Εξερευνά κάθε κρυφή γωνιά του, ενώνοντας το παρελθόν με το παρόν και τελικά διαπιστώνει με δάκρυα στα μάτια: «Πάνε πια, γριά μου, οι δόξες σου!». Κατεβαίνει στο λεβητοστάσιο, στον εφιάλτη της ζωής του όπου η μυρωδιά της κάπνας, του καμένου λαδιού και η αφόρητη ζέστη σ’ έπνιγαν, ενώ οι κλυδωνισμοί ήταν τόσο έντονοι που δεν σ’ άφηναν να κοιμηθείς τις νύχτες. Ζήλευε πάντοτε τους αξιωματικούς και τους ασυρματιστές που είχαν το προνόμιο να κοιμούνται ήσυχοι κάτω από τη γέφυρα. Συχνά, τριγυρνούσαν χωρίς  λόγο στα καταστρώματα, κατά προτίμηση στην κουβέρτα, επιθεωρώντας τα γλαροπούλια και εισπνέοντας καθαρό αέρα στην πρύμη και στην πλώρη. Ακόμη για να περάσει η ώρα τους παρατηρούσαν τους επιβάτες ή έπιαναν κουβέντα μεταξύ τους. Τώρα, συνταξιούχος πια ανακάλυπτε τι έλειπε από τις σκοτεινές ανθρακαποθήκες του καραβιού. Το μόνο αξιοθέατο εκεί κάτω ήταν οι αμέτρητοι σωλήνες, τα καζάνια, οι θόρυβοι των μηχανών και το βρώμικο νερό. Τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες περνούσαν με το φτυάρισμα του κάρβουνου και το μόνο που περίμενε ήταν το φορτωμένο καροτσάκι που του έφερνε ο καρβουνιάρης.
   Περιπλανήθηκε ασταμάτητα μέχρι να χορτάσουν τα μάτια του από την εγκατάλειψη και τη φθορά και έφτασε στο σημείο όπου βρίσκονταν αποθηκευμένα τα σωσίβια σε περίπτωση κινδύνου και έκτακτης ανάγκης. Τότε τον κατέκλυσαν σημαντικές μνήμες. Έψαξε να βρει μια φράση που είχε χαράξει με σουγιά στο εξωτερικό του σαρακοφαγωμένου ντουλαπιού. Κι όμως φαινόταν οι λέξεις ολοκάθαρες, λες και ο χρόνος αρνήθηκε να τις αλλοιώσει από σεβασμό στη μεγάλη αξία τους: «Ενθύμιον των τριάντα διασωθέντων ναυαγών, την 18ην μηνός Φεβρουαρίου του έτους 1902 που περισυλλέγησαν ανοιχτά της νήσου Χίου». Τον γέμιζε με περηφάνια αυτή η ανάμνηση, γιατί και ο ίδιος είχε συμμετάσχει σ’ εκείνη την επιχείρηση διάσωσης με επιτυχία. Τράβηξε με δύναμη για ν’ ανοίξει το ντουλάπι και σκόρπισε μπροστά του ένας σωρός σωσίβια, τα περισσότερα καταστρεμμένα από την πολυκαιρία, τη σκόνη και τα τρωκτικά που ανέβαιναν πάνω στο καράβι με τη βοήθεια των παλαμαριών που ήταν δεμένα στο ντόκο. Ούρλιαξε, καθώς έπεσε στο πόδι του με ορμή ένα χοντρόδετο βιβλίο. Έσκυψε ξαφνιασμένος, το πήρε στα χέρια του και με περιέργεια και ανυπομονησία άρχισε να ξεφυλλίζει τις κιτρινισμένες σελίδες του μία μετά την άλλη.
   Ήταν ένα τετράδιο με έντονη γραφή από μελάνι, μα με μικρά και κολλητά γράμματα, διατηρώντας τον καλλιγραφικό τύπο της εποχής. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε ο τίτλος με κεφαλαία γράμματα: «ΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΟΣ». Πρόκειται για ημερολόγιο με αρκετές λέξεις δυσανάγνωστες, άλλες μουντζουρωμένες. Φράσεις ολόκληρες χάθηκαν από το φθοροποιό χέρι του χρόνου, κάποιες σελίδες διασώθηκαν μισές, πολλές σελίδες τσακισμένες και υπογραμμισμένες.
   «Είναι ένας θησαυρός, δίνει φως σ’ ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας!», αναφώνησε ενθουσιασμένος, μετά από προσεχτική μελέτη συγγενής του θερμαστή, γραμματοδιδάσκαλος στον οποίο κατέφυγε για βοήθεια. Μη γνωρίζοντας καλά την «κορακίστικη», δηλαδή την καθαρεύουσα και αντιπαθώντας σαν λαϊκός άνθρωπος τους ρητορικούς λόγους, του ζήτησε να μεταφράσει το κείμενο στην καθημερινή γλώσσα.
   Ο δάσκαλος συνέχισε τις εκτιμήσεις του: «Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι μία γοητευτική καθαρεύουσα που ξενίζει και δεν μπορεί ν’ αφομοιωθεί από τους αδαείς. Θα προσπαθήσω να τη μεταφέρω στη δημοτική, προσπαθώντας να μην προδώσω τις προθέσεις του συγγραφέα και να διατηρήσω το αρχικό του ύφος. Μα άκουσέ με προσεχτικά, από τα γραφόμενά του διαπιστώνω πως υπήρξε σκεπτόμενος άνθρωπος, λόγιος και ικανός λογοπλάστης. Θέλω να πιστεύω πως τα γεγονότα που αφηγείται έχουν όντως συμβεί έτσι ακριβώς και δεν παραποιούν την αλήθεια. Πάντως, σε κάποια σημεία που δεν αναγνωρίζονται οι λέξεις λόγω άστατου γραφικού χαραχτήρα ή κάτω από ψυχολογική πίεση, θα βάλω την φαντασία μου να δουλέψει για να καλυφθούν τα νοηματικά κενά».
  
   12 Αυγούστου 1906:

   «Είναι νύχτα. Η Μαρίνα αποκοιμήθηκε δίπλα μου κι εγώ κάθομαι προσηλωμένος στη θάλασσα, προσπαθώντας να βάλω σε τάξη τις σκέψεις των προηγούμενων ημερών. Το κύμα μαύρο, σαν την ψυχή του ανθρώπου που ξεριζώθηκε και έχασε τη γη του. Το τρεμόσβηστο κερί αντανακλάει πάνω στο χαριτωμένο πρόσωπο της γυναίκας, αλλά και πιο πέρα σε κάποιες παρέες βουβές, αγρότες και ψαράδες με τη  σκληρότητα του κάμπου και της θάλασσας στα μάτια τους. Έφυγαν τόσο βιαστικά που τα ρούχα τους μυρίζουν ακόμη αλάτι και ιδρώτα, χώμα, αναμεμιγμένα με την κάπνα της 30ης Ιουλίου από τη φωτιά που κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη μας. Δεν πρόλαβαν ν’ αλλάξουν ούτε συναισθήματα, μα τώρα που κατάκατσε κάπως η πίκρα των γεγονότων, βλέπεις κάπου-κάπου μερικά χαμόγελα ν’ ανθίζουν. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο λιγοστό φως και η πένα τρέμει ανάμεσα στα δάχτυλά μου ξεφεύγοντας από τις γραμμές του τετραδίου. Τι ταλαιπωρία περάσαμε και σήμερα, χωρίς να νιώθουμε τα βαριά πέλματά μας… με τον φόβο πως δε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ το ανελέητο κυνηγητό των Βουλγάρων! Τώρα, τι κάνουμε; Τι μέρα θα ξημερώσει αύριο για όλους μας; Το ατμόπλοιο με το οποίο ταξιδεύουμε για τον Πειραιά, η «Αντιγόνη» είχε σκοπό να κοιμίσει τη συνείδησή μας, τις σκέψεις μας και τον πόνο μας και έως ένα βαθμό το είχε καταφέρει. Λίγοι σαλεύανε τώρα απ’ όλους αυτούς που ξεκινήσαμε με αγωνία και αγριεμένο μάτι. Οι μηχανές βούιζαν στ’ αυτιά μας μονότονα και σε κάποιες στιγμές σε έκαναν να προτιμάς μες τη σιωπή του απολογισμού, το σφυριχτό ήχο των ροχαλητών των κουρασμένων.  
   Η Μαρίνα είναι μία όμορφη και εύπορη νεαρή κοπέλα, ευυπόληπτης και καλοσυνάτης οικογένειας από την Αγχίαλο. Ο πατέρας της ασχολούνταν με το εμπόριο πρώτων υλών: κάρβουνο, ξυλεία, αλάτι και προμήθευε μεγάλο μέρος της αγοράς με τα προϊόντα του. Πίστευε πως μπορούσε να γλιτώσει την περιουσία του από την πυρά, λόγω των φιλικών του σχέσεων με σημαντικούς ντόπιους Βούλγαρους. Το εθνικιστικό μίσος όμως ήταν πέρα από κάθε εμπορικό συμφέρον, ενοχλούσε μια πόλη αμιγώς ελληνική με ασυνήθιστη ζωντάνια. Οι αποθήκες του βρισκόταν στην αρχή της πόλης, δίπλα από το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά και κάναμε το παν να τον τραβήξουμε γεμάτο δάκρυα στα μάτια. Μέσα σε λίγα λεπτά κάηκε όλη η περιουσία του μελλοντικού πεθερού μου, μαζί με τα όνειρα και τις προϋποθέσεις μας για μια άνετη οικογενειακή ζωή.
   Η Μαρίνα, το πρωί είχε μια έξαψη στο πρόσωπό της, η οποία επεκτεινόταν από τη μυρωδιά των αποκαϊδιών και από την περιρρέουσα σκόνη. Με αγκάλιαζε ακουμπώντας στον ώμο μου κι ένιωθα την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή απ’ τον φόβο για την αβέβαιη τύχη μας. Εκδήλωνε ενδιαφέρον μες τον πανικό και περιεργαζόταν τη συμπεριφορά των μικρών παιδιών που αναζητούσαν τις μανάδες τους. Άνδρες γέρους που δεν μπορούσαν να κινήσουν με ευκολία τα βαριά από τα χρόνια πόδια τους. Ένα θλιμμένο τραγούδι σιγομουρμούριζαν όλοι οι άνθρωποι, πτηνά και στοιχειά της φύσης. Συνωστισμός, ένα μελίσσι μαύρο η ομήγυρη ήθελε να ξεχυθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, για να γλιτώσει την ταπεινή του σάρκα. Εγώ αισθανόμουν τον δολερό και επαίσχυντο διωγμό, που  υποκινήθηκε από τους Βούλγαρους, σαν βέλος στην ψυχή που έκανε το μίσος να τρέχει καυτή λάβα. Το στέρνο μου προεκτεινόταν φανερά από συναισθήματα αχειραγώγητα, ενώ το περιποιημένο πάντα μουστάκι μου σαν να ταράχτηκε κι εκείνο και οι τρίχες του διεκδικούσαν τη δική τους αυτονομία. Ο πόνος της χαμένης πόλης εισέβαλε στις ψυχές μας και μας γέμιζε με αισθήματα δυσβάσταχτα. Τα βλέμματά μας έψαχναν στο πέλαγος μια πιθαμή γης, όπου θα μπορούσαν να αναπαυτούν με σιγουριά. Το δέντρο ζούσε, ανέπνεε. Ο Ελληνισμός ασφυκτιούσε κι έπρεπε να εγκαταλείψουμε το παρακλάδι, την πόλη μας και ολόκληρη την Ανατολική Ρωμυλία για να ζήσουμε ελεύθερα χωρίς καταναγκασμούς.
   Από τον Πύργο, η Αγχίαλος φαινόταν σαν μια μακρινή θολή οπτασία. Το πλοίο ανέμενε την είσοδό μας, χαλάρωνα τον κόμπο της γραβάτας, το ευρύχωρο καπέλο έκρυβε τα μάτια μου και σκόνταφτα συνεχώς σε μπόγους ή άλλα μικροαντικείμενα. Το σοφό κεφάλι μου δεν ήταν δυνατόν να καλύψει το κενό, παρόλη τη διογκούμενη γνώση που είχε καθίσει στην κορυφή του από τα πολλά χρόνια της μαθητείας μου σε ξένα πανεπιστήμια. Οι διακοπές μου τελείωσαν με τον πιο αξιομνημόνευτο τρόπο. Δεν πρόλαβα να χαρώ κάποιες ξένοιαστες στιγμές, μακριά από τις σκοτεινές αίθουσες των «Ζαρίφειων Διδασκαλείων» της Φιλιππούπολης. Το μοναδικό σύγγραμμα που πρόλαβα να πάρω μαζί μου ήταν η εργασία ενός μαθητή μου: «Η αξιοποίηση ενός άγνωστου ορυκτού της Ανατολικής Ρωμυλίας για την παραγωγή ενέργειας».* Σκέφτηκα να βαθμολογήσω με άριστα την αξιέπαινη αυτή προσπάθεια του μαθητή μου, μα ο ίδιος δε θα γνωρίζει ότι αρίστευσε, ίσως να έφυγε από τη Στενήμαχο ή τη Μεσήμβρια και δεν συναντηθήκαμε. Χάρηκα που μια τόσο αξιόλογη μελέτη δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών μας, ώστε να την εκμεταλλευτούν. Ανησυχώ όμως, πως πιθανόν στον τόπο που θα εγκατασταθούμε τελικά, θα είναι εντελώς άχρηστη, σε περίπτωση διαφορετικής σύστασης υπεδάφους».**
  
   13 Αυγούστου 1906:

   «Η Μαρίνα δίπλα μου ακροαζόταν τους χτύπους της καρδιάς μου. Ήταν αδιαμφισβήτητα η μοναδική αξιαγάπητη παρουσία εντός του καραβιού. Ευλύγιστη η κορμοστασιά της, είχε έμπρακτα αποδείξει πως διαπνέονταν από τρυφερά αισθήματα αγάπης και αφοσίωσης. Και σ’ αυτό το τραγικό σταυροδρόμι της ζωής μας θα ήταν πιστή συνοδοιπόρος και περιποιητική μνηστή. Με το απαλό της χέρι άρχισε ν’ αποτινάζει, εκ βάθους ψυχής, τα ταραχώδη αισθήματα που δημιουργήθηκαν από τον εκδιωγμό από τα γενέθλια χώματα και να ποτίζει τις ελπίδες μου με το χαμόγελο, τα φωτεινά γαλανά μάτια της, το λείον πρόσωπο της. Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές περπατούσε περήφανα, με την αυθάδεια της νεότητας και η φωνή της περιείχε πάντοτε τη χροιά ενός γλυκομίλητου αγγέλου. Διακαώς ποθούσα το άγγιγμα της και τον ηλεκτρισμό που επέφερε στην ψυχή μου το φιλί της, το οποίο με γκρέμιζε συχνά στη χαράδρα των σκέψεων ενός ανόητου παιδιού, ιδιότητα ασυμβίβαστη σ’ έναν καθηγητή που αφιερώθηκε στη διδασκαλία αμούστακων νέων, που αγωνίζονται να φτάσουν την πνευματική διάπλαση αλκίμων ανδρών. Ήθελα το συντομότερο να φτάσουμε στα φιλόξενα παράλια της μητέρας πατρίδας, μα η είσοδος της «Αντιγόνης» στα στενά του Βοσπόρου δημιούργησε έναν ανέλπιστο ενθουσιασμό και εκδηλώσεις χαράς απ’ όσους επιθυμούσαν να διασχίσουν με το βλέμμα τους την Πόλη και να κάνουν το σταυρό τους στο αντίκρισμα της Αγίας Σοφίας. Μετά την ολιγόωρη στάση μας, κατά τη διάρκεια της οποίας εφοδιαστήκαμε τρόφιμα από τους Τούρκους μικροπραγματευτές, θα έπρεπε να συνεχίσουμε στην Προποντίδα και να προσεγγίσουμε τη χερσόνησο της Καλλίπολης, βρίσκοντας την έξοδο στο Αιγαίο Πέλαγος, μέσω των στενών των Δαρδανελίων».
  
   14 Αυγούστου 1906:

   «Όταν πλησιάζαμε στο ακρωτήριο της Έλλης, η Μαρίνα μου φάνηκε εντελώς διαφορετική. Η προηγούμενη συνετή συμπεριφορά της λες και άλλαξε πορεία. Αντί να πλέει σε πελάγη θλίψεως για την κακιά μοίρα που μας έλαχε, πήρε πολύ ανάλαφρα την περιπέτειά μας και ειρωνεύονταν τις μαυροφορεμένες και δακρύβρεχτες γυναίκες. Πολλές φορές, από συζητήσεις διαπίστωσα πως έπεφτε σε αντιφάσεις, κινούμενη πιθανώς από δόλια μέσα, έριχνε φιλήδονες ματιές σε άγουρους νεαρούς, οι οποίοι περνούσαν μπροστά μας. Δοκίμαζε την αντοχή μου στη ζήλια ή με περιέπαιζε; Πως μπόρεσε να υποπέσει σε τέτοια πονηρή κατάσταση, περιορίζοντας τα αρχικά αισθήματα κατανόησης και συμπόνιας προς τους κακοπαθούντες, σβήνοντας τα θλιβερά περιστατικά και την αγωνία απ’ την ψυχή της, την ταραχή και το μέγεθος της καταστροφής; Βυθίστηκε σε σκέψεις που δεν αρμόζουν σε κοπέλες που γαλουχήθηκαν με ηθικές αρχές. Ο πατέρας της ξαφνιασμένος δεν έδινε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη συμπεριφορά της κόρης του κι έλεγε πως, καθ’ ότι ευαίσθητο κορίτσι η Μαρίνα, είχε θορυβηθεί από τις εξελίξεις και τα νεύρα της είχαν κλονιστεί σημαντικά».

   15 Αυγούστου 1906:

   «Λίγες ώρες πριν προσεγγίσουμε το λιμάνι του Πειραιά, η Μαρίνα άλλαζε το σκοτεινό και στενάχωρο ένδυμα του ταξιδιού μ’ ένα πιο έντονο στα χρώματα, που άφηνε ακάλυπτο το λαιμό. Έκπληκτος παρατήρησα, πως από τη φόδρα του ρούχου κύλησε μία επιστολή και έπεσε μπροστά στα πόδια μου. Τότε, πριν κάνω τον κόπο να τη μαζέψω, εκείνη με απίστευτη γρηγοράδα την άρπαξε και την έκρυψε στην τσέπη της. Αμέσως μου πέταξε στα μούτρα ανερυθρίαστα, πως ο αποστολέας του ήταν ένας Πειραιώτης ναυτικός. Εκ των υστέρων μου αποκάλυψε πως δεν ήταν ποτέ ερωτευμένη, δεν έτρεφε αγνά αισθήματα για μένα. Αλλά σαν νεαρή κοπέλα για ένα καπρίτσιο σύναψε αυτή τη σχέση και υποκρινόταν πως με λάτρευε με σκοπό να ζηλέψουν οι φιλενάδες της. Φρόντισε να μπλέξει μ’ αυτόν το σοφό καθηγητή και περισπούδαστο «αμπελοφιλόσοφο», έλεγε, για να δουν αυτές τι αξίζει και πόσο επιδέξια στους τρόπους είναι.
   Ακούγοντας τέτοια λόγια, ένιωσα τα ήπατά μου να κόβονται, το αίμα μου να παγώνει στο πρόσωπο, στα χέρια από την ξαφνική συνειδητοποίηση της απάτης που είχα υποστεί, ενώ εγώ, ο ανυποψίαστος Ισίδωρος, ορκιζόμουν στο Θεό γι’ αυτή τη γυναίκα πως με κανένα τρόπο δε θα απατούσε τον μέλλοντα σύζυγό της. Η παμπόνηρη κυρία, μου αποκάλυψε πως θα με εγκατέλειπε οριστικά, μόλις θα πατούσαμε το πόδι μας στην Ελλάδα. Μετάνιωσα για τις σοκολάτες που τις πρόσφερα, προκειμένου να γλυκάνω τον πόνο της και τις ωραίες μελαγχολικές βραδιές με φεγγάρι που τις στόλισα, απαγγέλλοντας στίχους των πιο λατρεμένων μου ρομαντικών ποιητών. Όνειρα που γκρεμίστηκαν πριν πάρουν την τροχιά της πραγματοποίησης, κόσμοι απρόσιτοι, αισθηματικές εκρήξεις, φιλιά ανενδοίαστα και υποκριτικά, μελίρρυτες διατυπώσεις από ένα ύπουλο «φίδι».
   Η Μαρίνα πρόσθεσε στην ψυχή του πατέρα της, εκτός από την ορφάνια από τα πατρώα χώματα, μια επιπλέον πίκρα, ένα αίσθημα απογοήτευσης ότι τελικά, ενώ νόμιζε πως ήξερε καλά την κόρη του, εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε το αντίθετο. Δεν ήθελα να τον καταστήσω υπεύθυνο για ελλιπή διαπαιδαγώγηση, διότι μ’ αυτό το έργο κυρίως είναι επιφορτισμένες οι μανάδες. Το κορίτσι όμως δεν είχε πατήσει καλά-καλά τα πέντε χρόνια, όταν έχασε τη μάνα του από μια άγνωστη αρρώστια. Η Μαρίνα σε κανένα χάρισμα δεν πρόλαβε να μοιάσει στη μητέρα της, εξόν από την εξωτερική ομορφιά, τα πλούσια μακριά μαλλιά, τα τοξωτά φρύδια, τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και το αρχοντικό βάδισμά της που έκανε εργαζόμενους σε κάθε γωνιά της πόλης να χάνουν την αυτοσυγκέντρωσή τους. Ήταν και χορεύτρια αξεπέραστη στο βαλς και το ταγκό· απ’ ό,τι λέγανε όσοι την είδανε να χορεύει, με τις κινήσεις της σταματούσε ο χρόνος! Σχεδόν εξαϋλωμένη, δεν έδειχνε να πατάει καν στη γη. Πολλοί νέοι σέρνονταν στους δρόμους από τη μέθη του κρασιού, όταν μαθεύτηκε ότι εκείνη είχε ερωτευθεί αιφνιδίως τον πεθερό μου και πολλές μανάδες ξενύχτησαν πάνω από τα κεφάλια τους για να τους συνεφέρουν από την αναστάτωση που επέφερε στο νου και στην καρδιά το ποτό. Και μετά από χρόνια όταν ακούστηκε το νέο του θανάτου της όλοι πρόστρεξαν να συλλυπηθούν συγκλονισμένοι και δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως δε θα ξανάβλεπαν: «την ψυχή της πόλης, το χαμόγελο του Εύξεινου Πόντου» και δε θα ξανάκουγαν:  «το τραγούδι και τον χτύπο τη θάλασσας σ’ αυτήν τη γλυκομίλητη κυρία που όλες οι πράξεις της σκορπούσαν τη μοσχοβολιά της αγάπης και της προσφοράς». Αυτά τα λόγια ήταν μόνο λίγα απ’ όσα εκφώνησε ο σεβάσμιος παπάς στον επικήδειό της, εκθειάζοντας το έργο της, τις αφειδείς οικονομικές συνεισφορές της σε φτωχές οικογένειες, ορφανά, συλλόγους και εκκλησίες.
   «Το κερί της δε θα σβήσει ποτέ. Η θύμησή μας πάντοτε θ’ ανάβει τη φλόγα της μέσα στις ψυχές μας», είπε για να κλείσει το λόγο του.
   «Η Αντιγόνη» σε λίγη ώρα θα δέσει στο λιμάνι του Πειραιά. Τα κεφάλια των ανθρώπων κατεβασμένα, οι ψυχές ξεσκισμένες από τον πόνο, τη θλίψη, τον χαμένο παράδεισο. Τα βλέμματα γεμάτα απ’ τις πληγές της πόλης, σκιές όλοι του εαυτού μας. Μονάχα μια γυναίκα θα ξεχωρίζει με το θαρραλέο βήμα της και το φως που λάμπει στο πρόσωπό της. Φανταζόμουν να φιλάει στην προκυμαία έναν άντρα νεαρότερο από εμένα και αγκαλιασμένοι να εξαφανίζονται σε άγνωστη κατεύθυνση. Εγώ, ο καημένος Ισίδωρος είχα μείνει μόνος, αηδιασμένος από την υποκρισία της γυναίκας, δεν άντεχα άλλο πλέον βασανισμό από τους ήχους του κύματος, των σαρκοβόρων συναισθημάτων, των απόμακρων φωνών των γυναικών, παιδιών και γερόντων. Προσδοκούσα μόνο ένα τρυφερό μαξιλάρι για να κοιμηθώ και  να ξυπνήσω με καινούργια όνειρα στη φιλόξενη νέα πατρίδα. Το ταξίδι της «Αντιγόνης» κοίμισε αρκετά τις ελπίδες μας μέχρι νέας ανταπόκρισης από αγνή, συμπάσχουσα ψυχή, αναλογούσα σε μένα και τους πόθους μου. Η Μαρίνα αν και κόρη ερίτιμης και ηθικοτάτης οικογένειας, υψώθηκε παράδειγμα προς αποφυγή και μεγάλη ντροπή για την Ελληνίδα μάνα και σύζυγο, που υπηρετεί μέσω των αιώνων πιστά και με αυταπάρνηση μεγάλους ήρωες!».

   Η Μαρίνα πως ήταν δυνατόν να απατήσει τον μνηστήρα της; Κάτω από ποια λογική θεώρηση των καταστάσεων θα τον εγκατέλειπε, εκείνες τις δύσκολες ώρες της ξενιτιάς που ενώνουν πάντοτε τους ανθρώπους; Μα και για τον πατέρα της τον ίδιο θα αδιαφορούσε τόσο αδιάντροπα; Φαίνεται πολύ αταίριαστο μ’ εκείνη την εποχή που περιγράφεται στο ημερολόγιο. Έτσι ακριβώς δεν πείστηκε με την ιστορία και ο Συριανός θερμαστής και πολέμησε για να του επιστραφεί το πρωτότυπο. Όταν το πήρε στα χέρια του, παρατήρησε ότι έλειπε η σελίδα που αφορούσε την σκηνή της επιστολής. Η σελίδα βρέθηκε στην τσέπη ενός πανωφοριού, στο σπίτι του δασκάλου. Τι συμφέρον, λοιπόν είχε εκείνος να διαστρέψει την αλήθεια; Η πραγματική ιστορία περιέχει μία απίθανη σύμπτωση. Ο μεταφραστής του ημερολογίου γνώρισε στο παρελθόν, μέσω της εξαδέλφης της, τη  Μαρίνα, πριν γοητευτεί από την προσωπικότητα του Ισίδωρου. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα έστελνε επιστολές στη διεύθυνση της εξαδέλφης της, η οποία είχε αναλάβει την υποχρέωση να τις παραδίδει στα χέρια της Μαρίνας, αγνοώντας το θρασύ τους περιεχόμενο. Λες και δοκίμαζε την ηθικότητα της, αυτός ο δόλιος άντρας είχε στήσει ένα παιχνίδι. Επειδή η κοπέλα δεν ενέδιδε στον εκβιασμό του, γεμάτη σεβασμό προς τον μέλλοντα σύζυγό της που δεν ήθελε να τον πληγώσει, έκρυβε με επιμέλεια τα γράμματα που της έστελνε ο τυφλωμένος από έρωτα δάσκαλος. Δεν τα διάβαζε πλέον, μα τα έσχιζε όταν βρισκότανε μόνη, χωρίς να τη δει κανείς και έκλαιγε από στεναχώρια. Ακριβώς, όπως περιγράφεται στο ημερολόγιο, έκρυψε εκείνη το γράμμα σε μια κρυφή πτυχή του φορέματός της και όταν αργότερα κύλησε κάτω στο δάπεδο και το άρπαξε για να μην το διαβάσει ο Ισίδωρος, ψάχνοντας μια εύκαιρη δικαιολογία κι εντελώς άσκεφτα ξεστόμισε: «Έχω εραστή». Από τη λέξη αυτή πιάστηκε ο πλαστογράφος δάσκαλος, νεαρότατος τότε σε ηλικία και έφτιαξε ολόκληρο παραμύθι πως η Μαρίνα σκόπευε να απατήσει τον Ισίδωρο μ’ ένα ναυτικό. Σκέφτηκε ο πανούργος να τη λοιδορήσει, σπρωγμένος από μίσος για τη γυναίκα που δεν απαντούσε στις επιστολές του.
   Η περιγραφή της θαυμάσιας μητέρας της Μαρίνας στο πλαστογραφημένο κείμενο είχε αντικαταστήσει την περιγραφή της ίδιας της Μαρίνας στο πρωτότυπο. Έτσι εφευρέθηκε η μάνα της που δεν αναφερόταν καν στο ημερολόγιο και στη συνέχεια έπρεπε να τη σκοτώσει για να μυθοποιήσει τη μορφή της. Δυσφήμησε τη Μαρίνα τονίζοντας την αντίθεση με τη μητέρα της.
   Την επομένη μέρα, ο Συριανός συνταξιούχος θερμαστής επέστρεψε στο σημείο, όπου την προηγούμενη ήταν δεμένο ακόμη εκεί το ατμόπλοιο «Αντιγόνη». Τώρα ήταν μία άμορφη μάζα υλικών, όπως και οι ψυχές των ανθρώπων που άφησαν τον τόπο τους και είκοσι-πέντε αιώνες πολιτισμού. Διάβαζε με αργή και μακρόσυρτη φωνή, συγκινημένος, όλη τη μεταφρασμένη ιστορία με την αληθινή εκδοχή της κι ένιωθε πως το γερασμένο πλοίο άκουγε προσηλωμένο ό,τι του έλεγε, θαυμάζοντας πόσο πόνο ψυχής άντεξε στα ταξίδια του, μεγαλύτερο σε δυσκολία και από τις συνηθισμένες θαλασσοταραχές.
   Ο απερίγραπτος συγγραφέας κ. Ισίδωρος δεν υποσκελίστηκε τελικά από έναν υποδεέστερο δολοπλόκο πλαστογράφο. Δεν ένιωθε διπλά προδομένος, αλλά στο βάθος της πίκρας για όσα χάθηκαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, έβλεπε ένα ελεήμον φως, τη λάμψη του χαραχτήρα της αρραβωνιαστικιάς του ν’ ακτινοβολεί στο πρόσωπό του. Η Μαρίνα εκπροσωπούσε το ανάλαφρο στοιχείο που έλειπε από τον διδασκαλισμό του Ισίδωρου και την αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του μορφωμένου. Ήταν εκείνο το ποτάμι στην ξερή γη της γνώσης, ένα αεράκι δροσερό που κάνει τις βαριές σκέψεις να υποχωρούν και αφήνουν τις αισθήσεις να μιλούν μέσα σ’ ένα ηλιοβασίλεμα.


**  Πολύ πιθανόν να αναφέρεται στο λιγνιτοφόρο πεδίο του ποταμού Μαρίτσα (Έβρου) στη Βουλγαρία.


Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος Βόλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου