Νύχτες
Νύχτες που πέρασαν σ’ ακροδαχτύλια
και τραγανά στήθη
χαϊδεύοντας
φανταστικές αναρτήσεις
απεραντοσύνη και
σάρκας κορεσμός
σαν την πρώτη φορά που
το φως μετρήθηκε με καμπύλες
και κρυφές στροφές κορμιού
κατηφορικά και ισόπαλο ανέβασμα
απ’ το ναδίρ στο ζενίθ
και κάθε ενδιάμεσο
στη μεθυστική αφής πληρότητα
όταν μπήκα σαν κάβος
της θάλασσας αρμύρα να γευτώ
κι είπες—
η γαρδένια άνθισε και μυρίζει τόσο ωραία
έλα ακούμπησε με και τίποτα μην πεις.
Επιμονή
Σπασμένα κλαδιά δέντρου
μπλεγμένα σαν τα όνειρα
που είχες κάποτε στου αγέρα
το καλόβολο φύσημα και πως
να τα ταιριάξεις με την άγκυρα
που έδεσες στα πόδια σου και
σαν σπασμένο κλαδί κρέμεσαι
απ’ την κλωστή κενού κι άδοξα
περιμένεις κάποια λύση που
διαφεύγει λογικού και μια
παράξενη στατικότητα σε κυβερνά
σαν θάνατος πριν απ’ το θάνατο
κι είπες—
στην άλλη ζωή θα γίνω πιλότος
για να πετώ ψηλά στα σύννεφα.
Λαχτάρα
Στιγμή με τη στιγμή η λαχτάρα
οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας
και με σιωπηλούς στεναγμούς
έκαμε ρίζες σαν δεντρό
που κρυφακούει έξω
απ’ το υπνοδωμάτιο σου
κι εγώ δίπλα σου
ανέλυα την αριστερή σου θηλή
αμφίβολος να την αγγίξω
η να την αφήσω να ηρεμήσει
στον ποιητικό της οίστρο
απαλή αύρα απ’ το ανοιχτό παράθυρο
έφερνε γλυκές ανάμνησες ακρογιαλιάς
κι είπες—
τι καλά να κολυμπούσαμε
στο δικό μας κρυφό περιγιάλι.
Φακός
Οπάλινος καθρέφτης που γελά
στη λάμψη των ματιών σου
κομμένες λέξεις, λυπημένες
για λίγο που τραγούδησες
του ήλιου σου που κρύβεται πίσω
απ’ του δέντρου τον κορμό
μια προθεσμία που απαιτεί
την προσοχή και μιαν απόφασή σου
μα ξέχασες τις γρίλιες σου ν’ ανοίξεις
το φως του ήλιου πάντα μαρτυρά
τα καλυμμένα μ’ άσπρα σεντόνια
μυστικά σαν δυο σπυριά σταριού
στο χέρι σου που κρύβεις
μικρή ευτυχία και κουβέντες
άσκοπες, στεγνές
και λες—
εγώ στην άλλη ζωή φιλόσοφος
του κόσμου τα προβλήματα να λύσω.
Ανατολή
Ο ήλιος ξαφνικά σηκώθηκε
ίσως η μέρα να ’ταν γιομάτη
σφριγηλότητα κι εγκαρτέρηση
όλοι οι σύντροφοι που ξύπνησαν
και στράφηκαν τριγύρω να μετρήσουν
τους ζωντανούς, χώρια απ’ τους
ακούνητους και ξορκισμένοι
να’ ναι και μακριά από μας
στην ώρα του ήρθε ο λοχίας μας
και προσκλητήριο εκάλεσε
παράξενο που όλοι απαντήσαμε
εκτός απ’ τους άλλους στους μαύρους
σάκους που σαν σάπιες πατάτες
δίπλα στο παράπηγμα μένανε άλαλοι
κι ο ήλιος στάθηκε δειλά στο χάος
σαν μάνα που μέτραγε ένα-ένα
τα παιδιά της κι άλλες φορές που
έκρυβε τα μάτια να μη βλέπει
τη θεία κωμωδία κι ένα λεπτό
σιωπής καλέστηκε γι’ αυτούς που
πια δεν γνώριζαν πως ν’ αναπνεύσουν.
Ήρωες
Κι ήμασταν τόσο νέοι κι αδοκίμαστοι
σαν τραγανά ροδάκινα με σιγαλή λαλιά
σαν αύρα στο απόγευμα καλοκαιριού
σαν τ’ άγγιγμα του ροδοπέταλου
και μας επήγανε στα σύνορα κι οπλίσανε
τα χέρια μας με θάνατο, τα στόχαστρα μας
με ακρίβεια, λεπτή σαν του χειρούργου
και τι να κάναμε άραγε με τέτοια εργαλεία
κι οι στόχοι γιατί στέκονταν έτσι
ακίνητοι κι ειρωνικά γελούσαν στο χωράφι;
Ξαπλώσαμε στο χώμα κι αρχινίσαμε
με μια παράξενη χαρά το τουφεκίδι
ενάντια σε κάθε τι κινούμενο, με μια χαρά
που δεν μπορώ μήτε και τώρα να εξηγήσω
Κι αργότερα μας ονόμασαν ήρωες.
Πυργίσκος
Ο στρατηγός ανέβηκε χαμογελώντας
στον πυργίσκο του τανκ για
την αποχαιρετιστήρια φωτογραφία
τέτοιες εικόνες συσσωματώνουν
τη χώρα και σφυρηλατούν
τους πολεμοχαρείς κάτω απ’ τη σημαία
ώσπου ήρθε κι ο επίσκοπος
κι ευλόγησε τ’ ασκέρι και
τα πολεμοφόδια, βεβαιώνοντας
πως οι σφαίρες όλες θα βρουν
στόχο κι επειδή η επίθεση
τούτη ήταν κιόλας ευλογημένη
κι αποφασισμένη απ’ τους επισήμους
ο κατάλληλος παιάνας άρχισε
κι οι λεπτομέρειες ευθύνη των στρατιωτών.
Νυχτολούλουδο
και τραγανά στήθη
χαϊδεύοντας
φανταστικές αναρτήσεις
απεραντοσύνη και
σάρκας κορεσμός
σαν την πρώτη φορά που
το φως μετρήθηκε με καμπύλες
και κρυφές στροφές κορμιού
κατηφορικά και ισόπαλο ανέβασμα
απ’ το ναδίρ στο ζενίθ
και κάθε ενδιάμεσο
στη μεθυστική αφής πληρότητα
όταν μπήκα σαν κάβος
της θάλασσας αρμύρα να γευτώ
κι είπες—
η γαρδένια άνθισε και μυρίζει τόσο ωραία
έλα ακούμπησε με και τίποτα μην πεις.
Επιμονή
Μια μάνα μοιρολογά για το τέλος
που ακάθεκτο επιτίθεται
και συ γράφεις ποιηματάκια
για τα πουλιά και τα δεντρά
έστω κι αν δεν πρόκειται κανείς
τα διαβάσει εκτός πια κι αν
ο αγέρας σταματήσει να φυσά
και με περιέργεια πλησιάσει
να τα δει και σαν τον κλέφτη
να τα πάρει στην αντίπερα όχθη
εκεί που μέχρι κι οι νεκροί
ποιήματα διαβάζουν φωναχτά
κι είπες—
ξανά θα δοκιμάσω τη φωνή
του τριζονιού να μετατρέψω
σ’ ανατρίχιασμα.
Κλαδιά
που ακάθεκτο επιτίθεται
και συ γράφεις ποιηματάκια
για τα πουλιά και τα δεντρά
έστω κι αν δεν πρόκειται κανείς
τα διαβάσει εκτός πια κι αν
ο αγέρας σταματήσει να φυσά
και με περιέργεια πλησιάσει
να τα δει και σαν τον κλέφτη
να τα πάρει στην αντίπερα όχθη
εκεί που μέχρι κι οι νεκροί
ποιήματα διαβάζουν φωναχτά
κι είπες—
ξανά θα δοκιμάσω τη φωνή
του τριζονιού να μετατρέψω
σ’ ανατρίχιασμα.
Κλαδιά
μπλεγμένα σαν τα όνειρα
που είχες κάποτε στου αγέρα
το καλόβολο φύσημα και πως
να τα ταιριάξεις με την άγκυρα
που έδεσες στα πόδια σου και
σαν σπασμένο κλαδί κρέμεσαι
απ’ την κλωστή κενού κι άδοξα
περιμένεις κάποια λύση που
διαφεύγει λογικού και μια
παράξενη στατικότητα σε κυβερνά
σαν θάνατος πριν απ’ το θάνατο
κι είπες—
στην άλλη ζωή θα γίνω πιλότος
για να πετώ ψηλά στα σύννεφα.
Λαχτάρα
Στιγμή με τη στιγμή η λαχτάρα
οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας
και με σιωπηλούς στεναγμούς
έκαμε ρίζες σαν δεντρό
που κρυφακούει έξω
απ’ το υπνοδωμάτιο σου
κι εγώ δίπλα σου
ανέλυα την αριστερή σου θηλή
αμφίβολος να την αγγίξω
η να την αφήσω να ηρεμήσει
στον ποιητικό της οίστρο
απαλή αύρα απ’ το ανοιχτό παράθυρο
έφερνε γλυκές ανάμνησες ακρογιαλιάς
κι είπες—
τι καλά να κολυμπούσαμε
στο δικό μας κρυφό περιγιάλι.
Φακός
Οπάλινος καθρέφτης που γελά
στη λάμψη των ματιών σου
κομμένες λέξεις, λυπημένες
για λίγο που τραγούδησες
του ήλιου σου που κρύβεται πίσω
απ’ του δέντρου τον κορμό
μια προθεσμία που απαιτεί
την προσοχή και μιαν απόφασή σου
μα ξέχασες τις γρίλιες σου ν’ ανοίξεις
το φως του ήλιου πάντα μαρτυρά
τα καλυμμένα μ’ άσπρα σεντόνια
μυστικά σαν δυο σπυριά σταριού
στο χέρι σου που κρύβεις
μικρή ευτυχία και κουβέντες
άσκοπες, στεγνές
και λες—
εγώ στην άλλη ζωή φιλόσοφος
του κόσμου τα προβλήματα να λύσω.
Ανατολή
Ο ήλιος ξαφνικά σηκώθηκε
ίσως η μέρα να ’ταν γιομάτη
σφριγηλότητα κι εγκαρτέρηση
όλοι οι σύντροφοι που ξύπνησαν
και στράφηκαν τριγύρω να μετρήσουν
τους ζωντανούς, χώρια απ’ τους
ακούνητους και ξορκισμένοι
να’ ναι και μακριά από μας
στην ώρα του ήρθε ο λοχίας μας
και προσκλητήριο εκάλεσε
παράξενο που όλοι απαντήσαμε
εκτός απ’ τους άλλους στους μαύρους
σάκους που σαν σάπιες πατάτες
δίπλα στο παράπηγμα μένανε άλαλοι
κι ο ήλιος στάθηκε δειλά στο χάος
σαν μάνα που μέτραγε ένα-ένα
τα παιδιά της κι άλλες φορές που
έκρυβε τα μάτια να μη βλέπει
τη θεία κωμωδία κι ένα λεπτό
σιωπής καλέστηκε γι’ αυτούς που
πια δεν γνώριζαν πως ν’ αναπνεύσουν.
Ήρωες
Κι ήμασταν τόσο νέοι κι αδοκίμαστοι
σαν τραγανά ροδάκινα με σιγαλή λαλιά
σαν αύρα στο απόγευμα καλοκαιριού
σαν τ’ άγγιγμα του ροδοπέταλου
και μας επήγανε στα σύνορα κι οπλίσανε
τα χέρια μας με θάνατο, τα στόχαστρα μας
με ακρίβεια, λεπτή σαν του χειρούργου
και τι να κάναμε άραγε με τέτοια εργαλεία
κι οι στόχοι γιατί στέκονταν έτσι
ακίνητοι κι ειρωνικά γελούσαν στο χωράφι;
Ξαπλώσαμε στο χώμα κι αρχινίσαμε
με μια παράξενη χαρά το τουφεκίδι
ενάντια σε κάθε τι κινούμενο, με μια χαρά
που δεν μπορώ μήτε και τώρα να εξηγήσω
Κι αργότερα μας ονόμασαν ήρωες.
Πυργίσκος
Ο στρατηγός ανέβηκε χαμογελώντας
στον πυργίσκο του τανκ για
την αποχαιρετιστήρια φωτογραφία
τέτοιες εικόνες συσσωματώνουν
τη χώρα και σφυρηλατούν
τους πολεμοχαρείς κάτω απ’ τη σημαία
ώσπου ήρθε κι ο επίσκοπος
κι ευλόγησε τ’ ασκέρι και
τα πολεμοφόδια, βεβαιώνοντας
πως οι σφαίρες όλες θα βρουν
στόχο κι επειδή η επίθεση
τούτη ήταν κιόλας ευλογημένη
κι αποφασισμένη απ’ τους επισήμους
ο κατάλληλος παιάνας άρχισε
κι οι λεπτομέρειες ευθύνη των στρατιωτών.
Νυχτολούλουδο
Ασήμαντος κάλυκας
μικροσκοπικά πέταλα νυχτολούλουδου
που με πόσο πάθος την ευωδιά τους
σκορπίζουν ένα γύρω
στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας
μέχρι και στου καμπουριασμένου
γεράκου τα ρουθούνια που
στηριγμένος στο μπαστούνι του
ξάφνου σταματά τον πρωϊνό
περίπατο κι ενάντια στην κύρτωση
με κόπο αναντρανίζει
τα φρύδια του υψώνει
και οσφραίνεται τα νιάτα του
σαν χθες που το απόγευμα χάθηκαν
κάπου εκεί σιμά, σε τούτη τη γωνιά
η την απέναντι, μοναχικό δάκρυ
του νυχτολούλουδου κυλά
στη διάφανη λευκότη.
λέγοντας—
κι εγώ δακρύζω που γοργά η νύχτα πέρασε.
Βάρος
μικροσκοπικά πέταλα νυχτολούλουδου
που με πόσο πάθος την ευωδιά τους
σκορπίζουν ένα γύρω
στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας
μέχρι και στου καμπουριασμένου
γεράκου τα ρουθούνια που
στηριγμένος στο μπαστούνι του
ξάφνου σταματά τον πρωϊνό
περίπατο κι ενάντια στην κύρτωση
με κόπο αναντρανίζει
τα φρύδια του υψώνει
και οσφραίνεται τα νιάτα του
σαν χθες που το απόγευμα χάθηκαν
κάπου εκεί σιμά, σε τούτη τη γωνιά
η την απέναντι, μοναχικό δάκρυ
του νυχτολούλουδου κυλά
στη διάφανη λευκότη.
λέγοντας—
κι εγώ δακρύζω που γοργά η νύχτα πέρασε.
Βάρος
Έβαλε το σακούλι του στο πάτωμα
πλάγιασε δίπλα μου
το ένα πόδι ακούμπησε
στον τοίχο σαν να ’θελε
ν’ αφήσει ένα χνάρι ανθρώπινο
το άλλο πόδι ξεκουράζονταν
στο δροσερό τσιμέντο
ξαφνικά σαν να θυμήθηκε
κάτι πολύ σοβαρό
σηκώθηκε και βημάτισε
στο τραπέζι, γονάτισε και
μύρισε το μοναδικό τριαντάφυλλο
άφησε ένα στεναγμό να αιωρηθεί
στο σκοτεινό δωμάτιο σαν
να ’θελε να ελευθερωθεί από
κάποιο βάρος της τελευταίας του
ανάσας και χωρίς λέξη να πει
στη δροσιά του τσιμέντου κατέρρευσε.
πλάγιασε δίπλα μου
το ένα πόδι ακούμπησε
στον τοίχο σαν να ’θελε
ν’ αφήσει ένα χνάρι ανθρώπινο
το άλλο πόδι ξεκουράζονταν
στο δροσερό τσιμέντο
ξαφνικά σαν να θυμήθηκε
κάτι πολύ σοβαρό
σηκώθηκε και βημάτισε
στο τραπέζι, γονάτισε και
μύρισε το μοναδικό τριαντάφυλλο
άφησε ένα στεναγμό να αιωρηθεί
στο σκοτεινό δωμάτιο σαν
να ’θελε να ελευθερωθεί από
κάποιο βάρος της τελευταίας του
ανάσας και χωρίς λέξη να πει
στη δροσιά του τσιμέντου κατέρρευσε.
( Η ποιητική συλλογή «Νόστος και Άλγος» του Μανόλη Αλυγιζάκη θα κυκλοφορήσει στο Βανκούβερ και στις δυο γλώσσες, σε τρεις εβδομάδες).
Βιογραφικό Σημείωμα Μανώλη Αλυγιζάκη
Βιογραφικό Σημείωμα Μανώλη Αλυγιζάκη
Ο Μανώλης Αλυγιζάκης γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδική ηλικία, η οικογένεια του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε, παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει έως τώρα.
Παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σάϊμον Φρέϊζερ για ένα χρόνο. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια. Άρθρα του, διηγήματα, ποίηση και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, Αμερική, Αυστραλία και Ελλάδα. Κριτικές για την ποίησή του και για τις μεταφράσεις που έχει κάνει, έχουν γραφτεί στον Καναδά και στη Μεγάλη Βρετανία.
Μετά από χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τραίνα, ταξιτζής και χρηματιστής, πήρε σύνταξη και τώρα ζει σ’ ένα προάστιο του Βανκούβερ όπου ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Γύρω στο τέλος του 2006 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων.