Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Το μεγάλο μυστικό

 

  
   Ήταν σκυμμένη στα χαλάσματα και με απίστευτη μανία παραμέριζε ό,τι είχε απομείνει από το αρχοντικό σπίτι. Άπλωνε τα μικρά χέρια και με τα λεπτά της δάχτυλα σκάλιζε μες το χώμα και τις στάχτες. Σκεπασμένη με τη μαντίλα γύρω απ’ το κεφάλι της, δεν άφηνε έκθετο το πρόσωπό της στα βλέμματα των ανδρών.
   Την εξέταζα για ώρα με μεγάλη περιέργεια. Τι να έψαχνε άραγε εκεί πέρα; Έστρεψε για λίγο το βλέμμα της προς τον ουρανό, σαν να ήθελε να πει κάτι στο Θεό, μα ποιο Θεό ακριβώς δεν ξέρω…  σίγουρα στο δικό της Θεό! Πρόσεξα το πρόσωπό της. Κατάλευκο, λες και δεν το είχε αγγίξει ακόμη καμία ηλιαχτίδα! Προσπάθησα να διεισδύσω στον κόσμο της, έτσι φρικτός που μου αποκαλυπτόταν. Θα ήταν, δε θα ήταν δεκάξι χρονών και θρηνούσε -συμπέρανα από τη στάση της- κάποιον δικό της. Τα μάτια της που δεν είχαν χορτάσει ακόμη τη ζωή, την έβλεπαν με την αγριότερη όψη της. Το θέαμα, της προξενούσε θλίψη. Είδα να σκουπίζει τα μάτια της απ’ τα δάκρυα και να φωνάζει: «Το σπίτι μου!». Λίγες μέρες πριν, εκείνο ήταν ακόμη ένα από τα επιβλητικά τούρκικα αρχοντικά της πάνω συνοικίας. Όμορφο, καλοφτιαγμένο. Μα αλήθεια πώς έγινε και κάηκε ένα τουρκικό σπίτι, την ίδια ημέρα που ο άτακτος τουρκικός στρατός εξαφάνιζε χιλιάδες σπίτια Ελλήνων, Αρμενίων και Φράγκων;
   Το περιστατικό εκείνης της μέρας δε σβήστηκε ποτέ από τη μνήμη μου, όσα χρόνια και αν πέρασαν. Όταν πατήσαμε το πόδι μας στην πόλη και αρχίσαμε να παρελαύνουμε περήφανοι στην προκυμαία και στους δρόμους, οι Έλληνες κάτοικοι έβγαιναν έξω στα μπαλκόνια των σπιτιών, τα στολισμένα με τις ελληνικές σημαίες, και μας χειροκροτούσαν.
   Στο δρόμο που συνάντησα την κοπέλα, δέσποζαν πολύ περιποιημένα αρχοντόσπιτα, παρόμοια μ’ εκείνα που βρίσκονταν κάποτε στην ελληνική συνοικία. Πολλές νεαρές μουσουλμάνες θα εύχονταν ν’ ανέβει η παρέλαση του ελληνικού στρατού κοντά στις γειτονιές τους, για να διαπιστώσουν το ήθος, την κορμοστασιά και τη ζωντάνια των ελλήνων στρατιωτών και ιδίως των ευζώνων. Εκείνες ίσα-ίσα ξεχώριζαν σαν ακαθόριστες μορφές πίσω από τα κλειστά μπαλκόνια και τα καφασωτά παράθυρα όπου τις είχαν περιορισμένες, και έβρισκαν ευχάριστη διασκέδαση στο να μας κοιτάζουν λεπτομερειακά, όταν λίγες φορές έτυχε ν’ ανηφορίζουμε στα απομακρυσμένα από την προκυμαία δρομάκια, για ν’ απολαύσουμε την υπέροχη θέα του λιμανιού στους πρόποδες του όρους Πάγος.
   Η περηφάνια αυτή όμως χάθηκε με το κάψιμο της ελληνικής συνοικίας της πόλης. Ο Έλληνας στρατιώτης ξυπόλητος και γυμνός οπισθοχωρούσε, κυνηγημένος απ’ το μικρασιατικό μέτωπο. Εξαφανίστηκε μαζί του το υπέροχο συναίσθημα όταν περπατούσε στους δρόμους και άκουγε παιδικές χαρούμενες φωνές στις αυλές των σπιτιών, ομιλίες ενηλίκων στα καφενεία σε διαφορετικές γλώσσες, ν’ αναμειγνύονται και να δίνουν το χρώμα της πανέμορφης πόλης, αντανακλώντας τον ιδιαίτερο πολιτισμό της. Ο Αρμένιος έπιανε κουβέντα με τον Λεβαντίνο, ο Τούρκος με τον Έλληνα κι εκεί που άκουγες τους ψαλμούς του ιερέα στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου Στεφάνου, ξαφνικά διαπίστωνες έκπληκτος πως κατέφθαναν οι ήχοι του μουεζίνη απ’ το απέναντι τζαμί, ο οποίος προσκαλούσε τους πιστούς να προσευχηθούν.
   Ήταν μια μικρή Τουρκοπούλα και την πλησίασα με πολύ δισταγμό, γνωρίζοντας πως πολύ εύκολα θα μπορούσε να τρομάξει.
   «Τι συμβαίνει χανούμ; Τι έπαθες και κλαις;».
   Η κοπέλα ήταν βυθισμένη στον κόσμο της και έπρεπε να επαναλάβω την ερώτησή μου: «Τι έπαθες και κλαις χανούμ; Τι σου συμβαίνει;».
   Εκείνη γύρισε τα μάτια της και με κοίταξε με απάθεια, καθόλου ξαφνιασμένη. Είχα την απαίτηση να καταλάβει τη γλώσσα μου, πώς ήταν δυνατόν αυτό; Μετά συνέχισε απερίσπαστη τη δουλειά της. Σκέφτηκα πως η παρουσία μου της ήταν αδιάφορη. Ήξερα πως δεν ήταν δείγμα καλής συμπεριφοράς μια μικρή μουσουλμάνα να μιλάει σ’ έναν άγνωστο χριστιανό. Εδώ, στη Σμύρνη όμως που οι κάτοικοι μάθανε να συμβιώνουνε ανάμεσα σε τόσες πολλές φυλές κι εθνότητες, δε θα ήταν παράλογο να μου δώσει σημασία, για τον πρόσθετο λόγο ότι μας ένωνε ο κοινός πόνος για την καταστροφή.
   Επέμεινα: «Ποιους θρηνείς κορίτσι μου σ’ αυτά τα συντρίμμια;», πιστεύοντας πως δεν θα δυσκολευόταν να αντιληφθεί την ερώτησή μου.
   Εκείνη δεν μου απάντησε· ίσως ένιωθε πως ήταν μάταιο να ξεκινήσει μια συνομιλία, αφού κανείς δεν γνώριζε τη γλώσσα του αλλουνού. Μου έριξε μόνο ένα βλέμμα σκοτεινό, όπου μέσα του αντίκρισα συγκεντρωμένες τις φωτιές της πόλης. Έσκυψε και άρχισε να ψάχνει πάλι με αγωνία. Γονάτισα δίπλα της να τη βοηθήσω. Σκέφτηκα πως ήταν μεγάλη αγένεια να συνεχίζω, να προσπαθώ να βγάλω μια λέξη απ’ τα χείλη της αλλά κατάλαβα πως ήταν θέμα χρόνου να ξεσπάσει, σαν έναν ολόμαυρο ουρανό που μάζευε σύννεφα πριν ρίξει τη νεροποντή. Είχα δίκαιο.
   Τότε έκανε μια προσπάθεια και μου μίλησε σε παραλλαγμένα ελληνικά, αποκαλύπτοντας το μυστικό της:
   «Εδώ κάηκε ζωντανός ο αρραβωνιαστικός μου!».
   Τη λυπήθηκα. Μου εξήγησε πως έψαχνε το δαχτυλίδι των αρραβώνων τους. Το σπίτι του είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά.
   Της εξήγησα πως είναι εντελώς παράλογο να ψάχνει ένα τόσο μικρό αντικείμενο μέσα στους τεράστιους σωρούς αχρηστεμένων υλικών.
   «Δεν είναι δυνατόν να γίνει με τα χέρια σου κάτι τέτοιο κοπέλα μου!».
   Εκείνη αναστέναξε που της ξερίζωνα την ελπίδα απ’ την καρδιά. Το γνώριζε κιόλας πριν της το επισημάνω. Αλλά λόγω μιας βαθιάς εσωτερικής ανάγκης προσδοκούσε στο θαύμα της ανεύρεσης του κοσμήματος. Ο άνθρωπος να θέλει να πιαστεί στις αναμνήσεις, στο χρόνο που χάθηκε μαζί με τ’ αγαπημένα του πρόσωπα, η πραγματικότητα όμως να τον απογοητεύει!
   «Ναι, σίγουρα δεν πρόκειται να επιστρέψει ο αγαπημένος μου. Θα έβρισκα όμως μια μικρή παρηγοριά στο δαχτυλίδι μας».
   Μιλούσαμε τόση ώρα στον τούρκικο μαχαλά και μόλις τώρα παρατήρησα ότι είχε ένα μεγάλο μέτωπο και δύο τεράστια μαύρα μάτια. Βαθιά. Ίσως μεγάλωναν ακόμη περισσότερο με το συναίσθημα του πόνου που τα διέτρεχε, λες και ήταν δύο λίμνες που συγκέντρωναν στα νερά τους ολόκληρο το θυμό των κατοίκων της  Σμύρνης για το μεγάλο κακό που τους βρήκε. Το πρόσωπό της άρχισε να λάμπει σιγά-σιγά και να κυριαρχεί η γαλήνη. Μέστωνε πάνω του ο πόνος, έκλεινε η πληγή και καταλάγιαζε η οργή για το θάνατο του αρραβωνιαστικού της.
   Τα χέρια της είχαν γδαρθεί, έσταζαν αίμα βασανισμένα στ’ αποκαΐδια. Μου συστήθηκε· Σενιχά τη λέγανε.
   «Πρέπει να σε περιποιηθώ, Σενιχά» της αποκρίθηκα.
   Ήταν η πρώτη φορά που γύρισε να με κοιτάξει με προσοχή και τότε παρατήρησε τον επίδεσμο, με τον οποίο είχα τυλιγμένο το δεξί μου μάτι. Τρόμαξε. Εγώ κούνησα το κεφάλι.
   «Ναι, έχασα το ένα μου μάτι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Σαγγαρίου, αλλά παρόλα αυτά δεν έχασα και την αισιοδοξία μου και ούτε μου ξέφυγε η εντυπωσιακή σου ομορφιά».
   Στο άκουσμα του κομπλιμέντου η κοπέλα κοκκίνισε. Μου είπε όλο αυστηρότητα:
   «Τι θέλατε να έρθετε εδώ και να χαλάσετε την ησυχία μας; Η ζωή ήταν τόσο ωραία και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων».
   Ήμουν έτοιμος να της εξηγήσω ότι ο πόλεμος που έκανε η πατρίδα μου δεν ήταν επεκτατικός. Ήξερα ότι αυτό δεν είχε να ωφελήσει σε κάτι. Όμως και αυτή θα είχε λόγους να κατηγορήσει τους τσέτες, που έπνιξαν την ελληνική συνοικία στις φλόγες και στο αίμα. Άγγιξε τα μαυρισμένα μου αστέρια πάνω στην επωμίδα. Μια μικρή κηλίδα απ’ το αίμα της πότισε το χοντρό ύφασμα. Ούρλιαξε σαν να ήθελε να την ακούσει όλος ο κόσμος:
   «Όχι, δεν σας θέλαμε εσάς εδώ, ούτε και τον Κεμάλ θέλαμε…» είπε και η φωνή της ράγισε για λίγο. Μετά με ρώτησε παραξενεμένη πως γλίτωσα από τα τάγματα εργασίας στα καταναγκαστικά έργα της Ανατολίας.
   «Ήμουν από τους τυχερούς, της εξήγησα. Κρυβόμουν για μέρες μέσα σ’ ένα παλιό εργοστάσιο».
   «Απ’ ότι ξέρω όλος ο στρατός σας επιβιβάστηκε σε πλοία στο λιμάνι του Τσεσμέ και πέρασε απέναντι στη Χίο».
   Ξαφνιάστηκα από την απάντησή που έδωσα:
   «Περιφέρομαι στους δρόμους της Σμύρνης θρηνώντας για το μεγαλύτερο κόσμημα της Ανατολής που χάθηκε».
   Εκείνη ανακάλυπτε σκεφτική το υπονοούμενο των λόγων μου και συμπλήρωσε:
   «Η πόλη θα χτιστεί από την αρχή και κάποτε θα γίνει αυτό το παλιό στολίδι της Ανατολής που ονομάζεις».
   «Χωρίς τους Έλληνες, αυτό ποτέ δε θα γίνει! Οι Έλληνες ήταν η ψυχή της πόλης και τους διώξατε!» απάντησα εξοργισμένος.
   Η τουρκοπούλα αντί για απάντηση έβαλε το χέρι της μέσα στο ντορβά της και έβγαλε ένα παγούρι νερό. Μου έδωσε να πιω.
   «Ξεράθηκαν τα χείλια σου αξιωματικέ, μου είπε. Πάρε να δροσιστείς!».
   Τόση ώρα συζητούσαμε και απέφυγα να εκφράσω στην κοπέλα την έκπληξη μου για το καμένο σπίτι της. Ίσως να αποτελούσε αυτό μια ύπουλη συγκυρία της μοίρας, για να νιώσει κάποιος Τούρκος κάτοικος της πόλης παρόμοιο ψυχικό άδειασμα με τον Έλληνα που άφηνε τη γη και την περιουσία του. Η προφορά της όμως δεν ήταν η συνηθισμένη αυτών των ελληνικών που ακουγόντουσαν στη Σμύρνη και εξαναγκάζονταν να μάθουν πολλοί τουρκόφωνοι, για να διευκολύνονται στις εμπορικές τους σχέσεις με τους Έλληνες. Είχε μια ιδιαίτερη τοπική προφορά. Αναγνώρισα στα φωνήεντα την κρητική διάλεκτο.
   Η κοπέλα άρχισε να μου εξιστορεί:
   «Το 1897, την περίοδο του Ελληνοτουρκικού πολέμου στην Κρήτη, η οικογένειά μου εγκατέλειψε το νησί και βρήκε καταφύγιο στη Σμύρνη. Εγώ γεννήθηκα στη Σμύρνη, αλλά ήταν φυσικό ακούγοντας συχνά μέσα στο σπίτι μας αυτή την ξεχωριστή ομιλία, να τη μάθω πολύ εύκολα».
   «Οι γονείς σου που βρίσκονται τώρα;».
   «Δυο δρόμους παραπέρα. Εγώ έρχομαι κάθε πρωί εδώ πέρα και θρηνώ στο κατεστραμμένο σπίτι του αρραβωνιαστικού μου. Τώρα, που έμαθες πως είμαι προσφυγοπούλα, θα τυλίξεις το ματωμένο χέρι μου με τον επίδεσμό σου;».
   Χωρίς να το σκεφτώ ξετύλιξα τον επίδεσμο κάτω απ’ το σαγόνι μου. Εκείνη αντίκρισε το ανεπιθύμητο κενό, ένα στρόγγυλο βαθούλωμα κάτω από το βλέφαρο. Ήταν σαν να έβλεπε η μικρή προσφυγοπούλα στο πρόσωπό μου το κενό όλης της πόλης, τα καμένα σπίτια, τους ξεκρέμαστους ανθρώπους που ζούσαν ένα εφιαλτικό παρόν και περίμεναν ένα εντελώς αβέβαιο μέλλον. Έπρεπε να ξεγράψουν τις μνήμες τους και ν’ αρχίσουν πάλι απ’ την αρχή τους κόπους τους, αναπνέοντας τις καινούργιες ελπίδες.
   Έδεσα το χέρι της μ’ όση επιδεξιότητα διέθετα και τελικά την αποχαιρέτησα μόνη στη σκληρή της μοίρα. Φώναζε από μακριά: «Πήγαινε στο Αϊβαλί, πάρε ένα καΐκι να βγεις απέναντι στη Μυτιλήνη!».
   Ένιωσα ικανοποιημένος που πρόσφερα κι εγώ κάτι σε μια απλή κοπέλα, που η ζωή της όλη ήταν να μείνει στην πόλη και να ψάχνει μες τα χαλάσματα το δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Εγώ έπρεπε να φύγω, γιατί οι τσέτες δε θα ήταν δύσκολο να με βρουν και να με αιχμαλωτίσουν. Έπρεπε ν’ αφήσω το κόσμημα του Ελληνισμού στην Ανατολή σε ξένα χέρια, έστω και αν αυτό μου τσάκιζε την ψυχή.

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου