Η χώρα αυτή που γυροφέρνει
στ’ ουρανού τα φωτισμένα σώματα,
άξια χώρα του κάποτε τη λένε
με τις σπασμένες φλέβες απ’ την πολύπαθη ιστορία της,
χώρα του ντροπιασμένου τώρα σκοτεινή,
στα πόδια των παλιών πολεμιστών της
έχει αποθέσει όλα τα λάβαρα των αχρηστεμένων πόθων,
όλους τους καπνούς της μάχης
και τους λέει: «πάρτε τα, δε μου ανήκουν πια,
ενθύμια της σκληρής μου τυραννίας».
Των ηρώων τα στήθη σπαράζουν
πως τόση έχθρα φύτρωσε στη γη,
σ’ αυτά τα ματωμένα χώματά της,
πως τόσο μίσος πύκνωσε στα τείχη της καρδιάς των επιγόνων
για την παλικαριά και την εθνική μας θύμηση!
Βλέπω τα βουνά μας σκυθρωπά,
βλέπω τον Όλυμπο· άλλοτε λημέρι της αθάνατης κλεφτουριάς,
άλλοτε του σταυραετού το γλέντι,
άγονες ψυχές να διαφεντεύει
όπου μέσα τους δεν ξεπετιέται σπίθα πια.
Πεσμένες πολιτείες, ασέληνες ζωές
μες στην ψυχρή ευλογία του θανάτου
που οι Έλληνες στους τοίχους, στ’ αντικείμενα σκορπούν
και προσκυνούν με δάκρυα γονατιστοί το πάθος
που βγήκε απ’ τη μολυσμένη την πληγή.
Το πούλημα των ιερών και των οσίων
για την προσωπική φιλοδοξία και τον πλούτο·
είδωλα χλωμά της ραγισμένης ύπαρξης τους.
Η χώρα αυτή σε θάλασσες δροσίστηκε
με του ναυτικού την τιμημένη δόξα
και στα βουνά που ανταμώνουν το Θεό
υψώθηκε η τολμηρή της σημαία.
Θα έλεγες πως γη δεν είναι ολότελα,
είναι η περιδιάβαση στις πιο γλυκές ιδέες,
ο ίλιγγος στην αντάμωση των πιο μεγάλων στιγμών
στο άρμα της ιστορίας, που σέρνει πίσω του αιώνες
σημαδεμένα πρόσωπα από τη φωτιά του πόθου,
με τον ολόλευκο μανδύα της φωτισμένης Ελλάδας.
Η χώρα του αληθινού και του ωραίου
ξέρει να ξεπληρώνει με ειρήνη
τα έργα του πολέμου.
Εσένα χώρα παραμελημένη δε σου ταιριάζει
να κρύβεσαι στη σκιά των δέντρων
και στα βάθη των πελάγων φοβισμένη
να γερνάς με την ανάμνηση των παλιών
και δοξασμένων ημερών σου.
Ο ήλιος της οικουμένης είναι και δικός σου.
Έχεις τη δύναμη και τον παλμό οι πέτρες σου
ν’ αναστενάξουν στη ζεστασιά του φωτός.
Εσένα η βουή του κόσμου σου αρμόζει,
η περηφάνια στην ψυχή, μια άνοιξη καθρεφτισμένη
πάνω στο καθάριο πρόσωπό σου.
Στα χέρια σου μεγαλούργησαν
με τόσες αρετές το μελάνι, το δόρυ και το πνεύμα.
Τ’ όνειρο της αγνότητας έρχεται πάλι
να ταράξει τις γαλανές ακτές σου και
των θαυμάτων ο χορός συγκινεί ξανά.
Η γοητεία των ανέμων αρχινά με λύρες
παίζοντας γοργά τραγούδια της ανδρείας.
Που να ’ναι το κρυμμένο μονοπάτι της αυτοθυσίας
που ακόμη μας καλεί να θερίσουμε την ομορφιά του;
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου