Ανέκφραστη νύχτα με το βλέμμα
να σταλάζει φαρμάκι.
Ξάγρυπνη πάνω απ’ τα κοιμισμένα κορμιά
μιας απολιθωμένης πολιτείας.
Κι ο αγέρας να μαίνεται, γρυλίζοντας
την ερημιά της μοναξιάς του.
Με τις έγνοιες του κόσμου
ν’ απλώνονται πάνω στα χέρια του
και να διασκορπίζουν ολούθε τον πανικό.
Για να ριψοκινδυνεύσει
η αυγή την αποθέωση
στων ηλιόβλητων ηλιοτροπίων
το λιοστάσι.
Για ν’ αναπηδήσει από μέσα
το βάρος της σιωπής.
Να γίνει οιμωγή, να βαφτιστεί
στο όνομα τ’ αγέρα.
Να φοβηθεί και να εκραγεί,
σκιάζοντας φοβέρα.
Ξεφύλλισε η νύχτα τα χαρτιά
και βρήκε πως της λείπει ένα.
Λες και δεν έχει έγνοια ο ουρανός
παρά λογίζεται πως να της κάνει πέρα.
Η σιρμαγιά από τέφρα παλιακών
ονείρων θα αναδώσει
σπίθες να φουντώσει η φωτιά.
Περήφανη σιγή με τ’ αστέρια βαθυστόχαστα
να συλλογίζονται από πού
θ’ ανοίξει η αγκαλιά.
Το ένα αδέλφι τ’ αλλουνού.
Κι όλα μαζί παιδιά μάνας
στων Πλειάδων την κορφή.
Τα προσκαλεί στα φωναχτά με τ’ όνομά τους
στη διαστημική παράσταση της Ανδρομέδας
να τα βάλει φυλακή.
Προσόδια κρέμονται από το
αστρικό ουραίο πτερύγιο
και επικλήσεις για τη Θεά,
που ντύνεται τον πορφυρό χιτώνα
να μπει εσπευσμένα στο σηκό.
Όσο πιο νιος τόσο και πιότερο καθείς σπέρνει
στ’ αστέρια μιαν ευχή.
Πριν την αλήθεια εμπεδώσει
πώς ντύνεται η ζωή!
Μα σαν την περπατήσει
σε πετρόσπαρτο santieri
με μειλίχιες παρόλες ξεσπάει σε λυγμούς.
Του έρωτα τα λόγια παλιό γλυκό κρασί
σε χίλιους πειρασμούς.
Άκρατο κι επινέφελο μιας μουσικής
αρήιας μολπή.
Ω, αστέρες νυχτοδιάβατοι!
Της απόλυτης σιωπής τα νυχτοπούλια.
Τροφή της ιστορίας ο χρόνος, που αναμασά
όπως βολεύεται κι αρέσκεται ο καθείς.
Αφύλαχτη νύχτα, αφού δε θωρεί
πως να την περιφρουρήσει.
Τις θύμησες βάζει για φρουρό
να της φυλάν τη μέρα.
Καταβεβλημένα γέρνουν τα βλέφαρα
σαν πέφτει η νυχτιά
από την αδιάκριτη και αδιαχώριστη
επιφάνεια της θάλασσας.
Στο μεσονύχτι ζυγιάζει ο άνεμος δυνάμεις
ν’ αντισταθεί στης μέρας τα θεριά.
Εκρήγνυται ο πόνος σα δεν ελπίζει να ριζώσει,
όταν οι ρίζες του είναι άνυδρες, ρηχές.
Πώς να μεστώσει;
Ένα εξειδικευμένο σιωπητήριο
συνθλίβει τις σιωπές
που από μοναξιά ευθύνεται
πως γέρασε το χρόνο.
Vicky Kostenas Lagdos, Poetessa
Zürich 23. März 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου