La poesia è il luogo
dove si raccolgono
le lacrime di una notte.
E il luogo degli incanti
della giornata,
che finisce qui.
E il rumore del fiume,
che passa davanti a me.
E il verso in cui crescono
i momenti
più forti della vita in attesa.
Μπλέξαμε στης καταιγίδας τη γέννηση
με τα ασκιά από δορά του Αίολου,
που αναταράσσουν και σείουν τα πέλαγα.
Σμίξαμε τα χνώτα μας στην τυραννία
της άνεσης του ανέμου,
που σαν εξορμά συνοφρυώνει
της πελαγόδρομης τα σμιχτόφρυδα.
Και της άρμης την υστερία
πυρπολεί στα κύματα.
Στους κάβους έδεσαν οι θύμησες
πριν της ιστορίας διαβούν
το υγρό μονοπάτι,
που θα τις φέρει αντιμέτωπες με του ήλιου
το γυμνόφεγγο παραστράτημα.
Εδώ που η ερημιά μαστιγώνει τον εαυτό της.
Εδώ που ο χρόνος βολιδοσκοπεί το φευγιό του.
Εκεί που τα σύννεφα ξανοίγουν μια ρωγμή
σαν σεντόνια απλωμένα στον ορίζοντα
και παραδίδονται στη λατρευτική
τελετουργία της Γης.
Σκέψου και ψάξε να βρεις να μου πεις
από πού έρχονται τα πουλιά
και κατά πού διαβαίνουν.
Γιατί μόνο έτσι τον πόνο θ’ ανακαλύψεις,
που κιτρινίζει τα σπάρτα
και τα ενορχηστρώνει να ευωδιάζουν
στο λίκνισμα.
Να γιατρέψεις της μέρας τη θλίψη,
που φορώντας υγρές γκρίζες πλερέζες
κατρακυλά στο ρυάκι της ξεγνοιασιάς.
Αν ήσουν αγέρας, ποιος θα ’θελες
απ’ όλους να ήσουν;
Και κατά πού θα επιθυμούσες να φυσάς;
Ντυμένος στους πόθους της αλυγαριάς
θα αντάμωνες τους όχθους στους λιμνιώνες
για τα νεροκυλίσματα στις φυλλωσιές
του πεπρωμένου.
Μίσεψες στης απουσίας την ανέκφραστη
και αινιγματική παροικία.
Κι εγώ φύλλο στερνό
ενός όψιμου φθινοπώρου,
που ανεμοδαρμένο αναδίνει
στιγμές υγρής μαρμαρυγής
να στήσει πάσσαλους να στεριωθούν
τα εχέμυθα του κόσμου μυστικά.
Κι αυτός ο Δίας στα ψηλά
διαμαντόπετρα δώματα με βροντές
σαϊτιές νεφελώνει αναθυμιάσεις ερώτων
να ξεσπάσει με μιας μπόρας την οργή.
Πιάσε της θύμησης το μονοπάτι
κι απίθωσε μιαν ευχή για να ’χει
διπλές μέρες ο χρόνος
και να μοιράζεται ισόζυγα
την αστερόβολη φεγγοβολή.
Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zürich, 9 März 2912
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου