Με τα πολύχρωμα μάτια
απ’ του ονείρου την προσμονή,
με τον γαλήνιο κι απαλό μορφασμό του πελάγους
στάζει το δάκρυ του ήλιου
στο χορταριασμένο μονοπάτι.
Μια βαθυστόχαστη πνοή σου, Ποιητή
του Θεού προσκυνητής
κάτω απ’ το θόλο του παιχνιδιάρικου φωτός,
θ’ αρχίσουν οι καρδιές να εκμυστηρεύονται
τ’ αθώα μυστικά τους.
Σκόρπισε ο ήλιος πολλούς καημούς
στης ψυχής τον αχαλίνωτο ρυθμό
και στον βυθό μιας ετοιμόγεννης θάλασσας.
Το σκοτάδι αλυχτούσε δαρμένο
στου ορίζοντα το βάθος,
οι άνεμοι άρχιζαν καρτερικό χορό
στης μοναξιάς το δρόμο.
Σαν τα πουλιά φεύγουνε οι στίχοι,
μες στις φωλιές του άγνωστου
θηλάζουν την αιωνιότητα.
Τα γέρικα, τραχιά και σκούρα χώματα
πώς τα μετουσιώνει αλήθεια, του μυστηρίου η πηγή;
Το αθάνατο νερό μεγαλουργεί
στο νου αναζητώντας μια ανοιχτή πληγή
που άφησε η απόγνωση,
κάποια θλιμμένη νύχτα.
Μα έμεινε πάντα το ίδιο πρόσωπο
να τραβήξει της λήθης όλους τους χυμούς.
Το παλιό φεγγάρι ακόμη υπερασπίζεται
φθαρμένα αισθήματα,
της κρύας στάχτης ματωμένα λόγια ν’ ακουστούν.
Αγγίζουν οι λέξεις τη νεογέννητη αυγή,
οι ερωτικές στιγμές έχουν δοθεί
στα σήμαντρα του πόθου,
στην προσμονή του ονείρου.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου