Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

"Α Ρ Α Χ Ν Ε Σ Κ Α Ι Σ Κ Ο Τ Η" από τον Βάιο Φασούλα


Αφιέρωμα για τους κρατούμενους των ελληνικών φυλακών
Από τον Πολίτη Βάιο Φασούλα

Εικόνες ντροπής στις φυλακές Ιωαννίνων
Τι και πώς να σχολιάσει κανείς αυτή την πανανθρώπινη αναφορά-κραυγή που αναδύει από τις ελληνικές φυλακές- Γκουαντάναμο, που αν μη τι άλλο από τη μια δείχνει τις πληγές της καθημερινότητας και από την άλλη την πλήρη αδιαφορία και τους ποικίλους εμπαιγμούς της πολιτείας-Κράτους. Ας μου επιτραπεί να τοποθετήσω το παρακάτω πετραδάκι, που χάρη ενός «απολυόμενου» μας δείχνει τις διαστάσεις της αποσαρθρωμένης κοινωνία μας. 
..................................................................................................
Αφιερώνεται στους κρατούμενους του Κορυδαλλού και στους σωφρονιστές, στο Κράτος και στην πολιτεία, σε κάθε Κορυδαλλό ανά της Ελλάδας, στον κάθε κρατούμενο-απεργό πείνας του 21ου αιώνα, στον κάθε σωφρονιστή που διαμαρτύρεται για την εσωτερική ανάρμοστη συμπεριφορά των υπευθύνων, για το ανύπαρκτο αλλά κομματικό Κράτος και τη μολυσμένη πολιτεία που εσκεμμένα ή μη δολοφονεί ή μετατρέπει τους φυλακισμένους σε χρήστες και την κοινωνία σε γελαδοπάζαρο. Β.Φ.



Α Ρ Α Χ Ν Ε Σ   Κ Α Ι   Σ Κ Ο Τ Η
( Ο  α π ο λ υ ό μ ε ν ο ς )

Λένε πολλοί, λίγο-πολύ, δεν τολμούν φανερά
τα μασούν μυ­στικά
Ψιθύρους αφήνουν και κοιτάζουν ωχρά
Και τα «ψου» και τα «ξου» με τα «σου» γίνονται λόγια πικρά
και λόγια βρομιάς
Πάνω μας τα κολλούν και τις λάσπες πετούν
Ταιριαστές για πολλούς, α, γι’ αυτούς που κοιτάζουν ωχρά
Κι είναι λεύτεροι, μεγάλοι και φορούν μεταλλικούς μανδύες,
Ανεξίτηλους να προστατεύουν, τι;
Αυτοί το γνωρίζουν κι αυτοί το ζητούν!
Και μ’ ένα δάχτυλο μακρύ να δείχνουν πάνω μου, ίσως και
πάνω σου και πίσω απ’ τις πλάτες σου, απλέ Πολίτη
Που φαντάζει σαν κέρατο πάνω στη σκιά μου
Να νομίζω πως είναι μαχαίρι μακρύ
Και να ξύνουν την παλιά μου πληγή

Να κουνούν το κεφάλι, να τονίζουν με έμφαση
και με «λύπη» βαθιά και να λένε σιγά:
«Εξαρτάται... Θα δούμε... Από μας εξαρτάται...»
Αν είναι πολλοί είναι πάντα μαζί
Κι αν θα ’ναι λίγοι, δε χάνουν καιρό                                          
Μασουλούν και ξερνούν μια βρομιά που δεν έχουν ποτέ
ούτε μαύρα κελιά και μυρίζει και ζυγίζει καντάρια κοπριά:                                                                       
«Τι μας ήρθε ξανά! Τι καλά που ’ταν εκεί!»
Και να γίνονται κράχτες… Μάχαιρα έδωσες...!
Με βαμβάκι απ’ τη μια της μεριά την κρατούνε γι’ αυτούς
Κι απ’ την άλλη μια γάγγραινα που έχει πιάσει σκουριά
Να τη βάζουν βαθιά, να φτάνει στο μεδούλι
Ν’ αγγίζει τα άκρα μέσα και έξω και σένα και μένα
Να μιλούν μεταξύ τους για ματαιότητα             
Όχι γι’ αυτούς, για τη δικιά μου και, ίσως, τη δικιά σου
Αυτή, που τη ζουν κάθε μέρα στης ζωής τα σκαλιά
και τους έχει μπει στο τομάρι βαθιά
Και κοιτούνε νωθρά απ’ τα ψηλά τα σκαλιά της υψηλής
κοινω­νίας
Να περνά δίπλα τους σα να ’ναι ζητιάνα, με σηκωμένα τα
ρούχα και με τρύπιο βρακί
Απολυμασμένη και ξεπλυμένη να φαντάζει στα μάτια τους
σαν πόρνη του δρόμου που ζητάει ψωμί
Να γελούν, να μασούν ακαταλαβίστικα
Να φωνάζει αυτή, να κλαίει, μ’ απλωμένα τα χέρια της χωνί,
πολλές φορές να προειδοποιεί
Και να μένει στη ματαιότητα…
Και αυτοί γίνονται κριτές κι ασκούνε σε αυτή τη ζωή βέτο,
δόξα, καρέκλα και χρήμα πολύ

Να θέλουν να μάθουν ποιος είμαι εγώ, τώρα που είμαι λεύτερος και νιώθω πουλί και ανοίγω φτερά, ξεφεύγω απ’ τα πόδια μου τα σάπια σανίδια που μου βάζουν ξανά
Τα θολά νερά που πληθαίνουν γοργά τα ξεφεύγω κι αυτά
Καταρράκτες  ανθρώπινοι τα ωθούν με ηλεκτρονικούς
υπολο­γιστές 

Να πνιγώ καλά και μαζί μου, ίσως, κι εσύ και να θέλουν
να μά­θουν πολλά
Έναν μοντέρνο φάκελο τον έχουν μπροστά τον κρατούν
με σα­δισμό αγκαλιά και να μάθουν ζητούν:     
Πώς κατουρώ!
Αν κάνω έρωτα, το θέλουν κι αυτό
Τι κάνω και ποιον Θεό προσκυνώ
Τι κάνω τη μέρα, τι κάνω τα βράδια
Τι κάνω στον ύπνο μου κι όταν ξυπνώ
Τι κάνω από φάρμακα και γιατροσόφια
Αν παίρνω αντίδοτα που διώχνουν τη νάρκη
Αν βρήκα δουλειά και τρώω ψωμί
Αν μιλάω πολύ, τους νοιάζει κι αυτό
Και γιατί να μιλάω, τους καίει πολύ
Κι ακόμα στο σπίτι μου θέλουν να ξέρουν
                                                                      
Αν είμαι πατέρας καλός, σύζυγος κι αδελφός
Να περνούν με τις εντολές τους μαζί κι αυτές του Θεού
Κι αυτοί; Ας ναρκώνονται σε βάθος με πάθος
Να θυμούμαι με οίστρο θεϊκή εντολή,
κάτι που έλεγε για έρευνα   

Να θυμούμαι έντονα κι ας είμαι αμαρτωλός
Και να βλέπω άχρωμα των ημερών μας Σόδομα και Γόμορρα
Έτσι θαρρώ εγώ, πως και οι παλιές αμαρτίες «ξεχάστηκαν»
κι ατόνησαν     
Κι άλλα πολλά, που γίνανε ματαιότητα…
Για να με κρίνουν στη συνέχεια αν περπατώ στα ίχνη
Σ’ αυτά τα ίχνη, τα σωστά της ζωής

Φορές νοσταλγώ, δεν είναι και λίγες, τα μαύρα σίδερα
Αυτά που δείχνουν την πραγματικότητα και μαθαίνεις
σ’ αυτά τη σωφροσύνη και το σωφρονισμό

Να αντιμάχονται, απ’ τη μια, και να καραδοκούνε
Για να σε κάνουν από εκεί μέσα, τα ίδια κάγκελα
που παίρνουν μορφή και δίνουν ζωή
Να σε κάνουν σωστό, τίμιο και τολμηρό
Αυτά τα σίδερα που κανείς δεν κοίταξε ως τώρα
Γιατί φοβούνται απ’ τη χαρότριχα που φέρνουν στο κορμί
Ή του Εγκέλαδου όταν ακούν φωνή και πέφτουν
και λιγοθυ­μούν χωρίς να τολμούν της ζωής το θεό μας
να δουν
Κι απ’ την άλλη, να νιώθουν μια ανάπαυλα
(όλοι αυτοί που τους λένε… σωστούς και… σοφούς)                                                          
Ότι σε μένα, και γιατί, σου θυμίζω, όχι και σε σένα, «έτυχε»,
μια άλλη ζωή 

«Άξιος της μοίρας του», ακούω να λένε ξεχνώντας τα δικά τους «καλά»
Όπως ξεχνούν, ποιος μ’ έσπρωξε κλέφτης να γίνω
Όπου της πείνας το μεγάλο δρεπάνι μου θέρισε μέχρι
και τα λογικά
Κι απ’ εκείνο που έλεγε, πέρνα αύριο,
μέχρι που έφτασα πάλι εδώ…
                                                       
Φορές νοσταλγώ τα μαύρα κάγκελα
Όπως κι εκείνα των απ’ τα κίτρινα δόντια τους ανθρώπων
χα­μόγελα                     
Το χνώτο τους που μύριζε σαπίλα
Από τη βρόμα που αποτοξίνωνε όλη την κοινωνία
Κι έχουμε απ’ τη μια το «κράμα» το φτιαχτό
Με κλέφτες, αλήτες, παραχαράκτες, ληστές
Λαθρέμπορους, ναρκομανείς, χασικλήδες, μαχαιρο­βγάλτες      
Δολοφόνους, παιδοκτόνους, πατροκτόνους, παιδεραστές,
εμπρηστές, αρχοντοκερατάδες και κάποιους αναρχικούς
Και ελλιπή, εξαφανισμένη η παρουσία ή η σκιά του
πα­λιού μάγκα και λεβέντη
Πώς φαίνεται πολλές φορές η έντονη απουσία του!
Με τη μορφή της νοσταλγίας
κι ας ήταν και καμιά φορά πικρή
Άφηνε μια σπουδή
Στην κοινωνία που είναι αμαρτωλή 

Κι ένα άλλο «κράμα»
Που μοιάζει πολύ μ’ εκείνον τον ορμητικό χείμαρρο
Που μαζεύει στο διάβα του πέτρες, χώματα, δένδρα και ξύλα
Κόπρανα ανθρώπινα και ψόφια γαϊδούρια
Να παλεύουν κι αυτά στις σιδεριάς καζάνια

Επιθυμία ανθρώπινη, μεγάλη
Τουρλού γινόμαστε, αγνώριστοι, άμοιροι πραματευτάδες
Που ούτε λίγο ούτε πολύ χαλούν πραγματικά πολλοί,
αθώοι και καλοί
Κι ανάμεσα στους παραπάνω, στους μεσαίους
και στους παρακάτω
Υπάρχουν κι επιστήμονες, εργάτες, άλλοι τρελοί και άλλοι
Γνωστικοί
Άρρωστοι γέροι και γριές και υγιή νέα παιδιά
Μάνες ανήλικες που πνίξανε τα μωρά τους
Γιατί φοβήθηκαν της κοινωνίας το «σώφρον» δάχτυλο,
που τρυπούσε την «ντροπή» τους πέρα ως πέρα
Για να περάσουν στα κωλάδικα μια μέρα
Στα «σωφρονιστικά» που δεν έχουν καμιά διαφορά  απ’ την
κόλαση, τούτη την ανθρώπινη
Μα βγαίνουν κάποτε κι αφήνουν πίσω τους τα μαύρα σίδερα                                                                         
Για να μπουν με μιας στα «άσπρα!»

Για να αντικρίσουνε πολλοί με ορθάνοιχτα τα μάτια
Ότι υπάρχει κι άλλο ένα κράμα, αλλιώτικο που κράζει
υστερικά
Φέρε εσύ κι εγώ είμαι εδώ
Πάρε λεφτά, μη σκιάζεσαι, φέρε πράμα καλό!
Και ξανανταμώνουν και πάλι μέσα
Και γίνεται κονόμα καλή μέσα κι έξω με κάτι τζίρους
αστρονο­μικούς
Και πολλοί απ’ εμάς, κατασκευάσματα αυτής της κοινωνίας, της «καθαρής»
«Υπηρετούμε» διαταγές που δίνουν οι «σωφρονιστές»
Και να υπάρχουν ανάμεσά μας πολλά άτομα που έχουν
απ’ τη «σκόνη» πραγματικά ανάγκη           
Και πληρώνουν αδρά τα φτωχά κορμιά                    
Τα ξέρουν αυτοί που έχουν το όνομα του «σωφρονιστή»
Μεγάλοι και μικροί, μέσα κι έξω,
ένα μεγάλο μέρος του μέσα υποκόσμου
Μηχανισμοί απ’ έξω το θέλουν διατηρητέο κι αμετάβλητο,
πέ­ρασμα, γέφυρα και άσπαστο κρίκο

Μέχρι που φτάνει η πολυπόθητη στιγμή και βγαίνουμε έξω
Αφού όλοι πληρώσαμε αδρά κι ακριβά
Με ραγισμένη την ανάσα, με δέος που φτάνει να ακούγεται
αργά σαν θρόισμα φύλλου
Δευτεράδια σαν κλήματα τα φτερά στους ώμους φυτρωμένα
Να αντέξουμε τη χλωμή θαμπάδα
μέχρι που σπάζουμε ξανά στην καταχνιά
Μαζί πολλές φορές τα λέμε
Μέσα απ’ εδώ γινόμαστε εμείς κριτές
Σκέψου!                      
Της κοινωνίας τα αποβράσματα τα απ’ έξω,
τ’ ακούμε πως ξερνάνε
Τα βλέπουμε, τα ζούμε, εμείς εδώ με σωφροσύνη
                                                           
Κι απ’ της ψυχής τα μάτια μας, άσβηστα καντηλέρια
Λιτά, απ’ τα σκοτάδια, φωτίζουμε τη σωφροσύνη
Την κόλαση να σβήσουμε, μοχθούμε

Και μη θυμώνετε πολιτισμένοι άνθρωποι
που λέω την αλήθεια
Αυτή μου μάθανε να λέω μέσα εκεί
Για να μην πω και για τον καπελά με τα κλειδιά
Που αφομοιώθηκε κοντά μας για καλά
Εξοικειώθηκε μαζί μας σαν αδέλφι
Ανίκανος να κάνει τέτοια δουλειά
Μοιάζει κάμποσες φορές (όσο κι αν φαίνεται αστείο)
πως είναι τόπος ιερός
Που μαντρώνει με πάθος την αγάπη
Και ακατάπαυστα ζυμώνουμε τη μετάνοια με τη συμπάθεια
και διώχνουμε την κακία μακριά
Εμείς οι ίδιοι γινόμαστε ασκητές,
σε μια κόλαση απάνθρωπη, στεγνή
Κι όμως, πολλές φορές,
την προτιμούμε απ’ τους έξω παραδείσους
Τους γεμισμένους με χλωμά λουλούδια
Τα ριζωμένα μέσα στην κακία και στο μίσος
Και που εκπέμπουν απ’ τα πρόσωπά τους τα στεγνά,
ψευτιά και σιχασιά

Α, να σας πω και για το στοίβαγμά μας που φτάνει
να θυμίζει ακραίες εποχές
Κι αν θα ’χαμε στον ύπνο αλυσίδες
Δε θα ’χαμε πολλές διαφορές
Κι εκεί που καρτερώ το χέρι να μου δώσουν
Λίγη ανθρωπιά και ψεύτικο χαμόγελο
Ας είναι όμοιο με τους θεατρίνους
Θα  το δεχτώ, μ’ όση αγάπη μου έχει απομείνει
και θα τ’ απορ­ροφήσω
Μα αντί γι’ αυτό, τις συμπληγάδες μου προσφέρουν
μ’ απονιά
Κι ώσπου να τ’ αποφύγω, φτάνω και πάλι στο ξύλινο σφυρί
Τον κούφιο χτύπο ξανά ν’ ακούω, να θυμηθώ πάλι εσάς
Και τους μέσα και τους έξω και τους πάνω και τους κάτω
Να φανταστώ κι αυτούς πώς φεύγουν
κι αυτούς πώς θα ’ρθουν
Ε! Δε βαριέσαι! Είναι ακόμα μια φορά

Μα θα σας πω κι εγώ τα λόγια μου ετούτα
Σωφροσύνη χρειάζεται πρώτα η κοινωνία
Που είναι γι’ αυτήν άγνωστη και μακριά
Λίγη χρειάζονται τα σίδερα τα μαύρα
Πιότερη απ’ τους έξω, ανθρωπιά
Για να αντέξουμε το βάρος το μεγάλο που ’ναι
δυσβάσταχτο ουρλιαχτό
Όταν αφήνουμε τα σίδερα τα μαύρα
Βγαίνει απ’ τα μύχια της ψυχής μας Ευχή για αρχή
Και προσδοκία 
Μα άλλα μας περιμένουν στον έξω κόσμο
κι είναι πιο σκληρά
Πώς να τα παλέψω; Πάει ο νους στον καπελά
Σ’ εκείνον το σαπιοδοντίτη, που είχε στην ψυχή του χαρακιά
Όχι απ’ το μαύρο το κάγκελο και κρύο
Μα απ’ τη δική σου, άνθρωπε «μεγάλε» που λες πως είσαι
η κοινωνία
Γεμάτη με κακία, αποστροφή, «σωφρονισμό»
και ακαταδεξιά
Με πισωγυρίσματα κάθε μικρού ανθρώπου στα σκοτάδια
Που δείχνουν καθαρά την αμαρτία
Μέσα απ’ τις ώρες τις δικές σου του Μηδέν
Να πλέκουν με κέφι και μεράκια
Δικές σου αράχνες τα σκοτάδια...»  21.01.1995

(Από την ποιητική συλλογή: «Ψάχνοντας  στ’ αχνάρια σου ζωή»)

Ε.Ε. Ελλάδα, Τρίκαλα – Νοέμβριος 15  2008  pelasgos@fasoulas.de  http://www.fasoulas.de/



Βιογραφικό Σημείωμα


   Ο Βάιος Φασούλας από το 1970 ζει και εργάζεται στη Γερμανία, στην ευρύτερη περιοχή της Νυρεμβέργης. Κατάγεται από τα Τρίκαλα, την όμορφη πόλη της Θεσσαλίας, την αρχαία Τρίκκη, γενέτειρα του Ασκληπιού, του πρώτου γιατρού χωρίς σύνορα. Ολόκληρος ο νομός Τρικάλων είναι γεμάτος από μνημεία του αρχαίου πολιτισμού της Ελλάδας και πολυάριθμα των βυζαντινών χρόνων.
   Τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Γερμανία εργάζεται ως εστιάτορας. Έμαθε την τέχνη του αφεντικού, του σερβιτόρου και του μάγειρα. Προσπαθεί με τη βοήθεια της ελληνικής κουζίνας να συνενώσει τους δυο λαούς, τον ελληνικό και το γερμανικό. Πολλές  φορές στο εστιατόριο διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις, με καλλιτεχνικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον, για να κάνει την παρουσία του ελληνικού στοιχείου ακόμα πιο έντονη εκεί, στην ξενιτιά.
   Ο Βάιος Φασούλας πριν ακόμη ασχοληθεί με τη γαστρονομία, διέθετε τον ελεύθερο χρόνο του στο γράψιμο. Έμαθε να γράφει, για να ικανοποιήσει μία εσωτερική φωνή, που πολλά χρόνια τον προέτρεπε να καταγράψει οτιδήποτε τον τυραννούσε. Τώρα, εκτός από τα φαγητά, μαγειρεύει και σερβίρει και τα κείμενα στους πελάτες του, διευρύνοντας έτσι την επικοινωνία μαζί τους. Γράφει ποιήματα, άρθρα, μυθιστορήματα, γενικά ό,τι πηγάζει αυθόρμητα από μέσα του.
   Σιγά-σιγά το γράψιμο τού έγινε πάθος. Ίσως ο καημός και ο έρωτας να τον ώθησε σ’ αυτή την ωφέλιμη δραστηριότητα. Ψάχνει ακόμη ν’ ανακαλύψει τι είναι εκείνο που φταίει και τού κοστίζει τόσο. Ίσως να είναι τα «κακώς κείμενα» της εποχής μας. Αυτά ακριβώς αποτελούν και την έμπνευσή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου