Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Ένα ποίημα από τη Vicky Kostenas Lagdos


ΗΡΟΑΝΘΕΙΑ




Πνιγμένη στο δάκρυ των Πιθοιγίων η μέρα.
Χωρίς τα μέλη της να μπορεί ν’ απλώσει
στην ξεγνοιασιά κι αστοχιά του ονείρου.
Στης πότνιας Αργίτισσας κι Ανθεσφόριας Ήρας το βωμό.
Αφού αυτή ολονυχτίς πάλευε με το υγρό στοιχειό,
χοές απ’ αμίλητο νερό, ρίχνοντας
στον ανεμόδαρτο της θάλασσας αφρό.
Κατά πού τη ματιά να ρίξεις σαν οι κουρσάροι πειρατές
Του Ήλιου το χαμόγελο της έκλεψαν κι έφυγαν;

Ποιος να σκουπίσει τα δάκρυα, που δέθηκαν σε άμμα;
Όταν η Ροδοδάχτυλη δεν έστερξε πορεία να χαράξει;
Πώς ν’ ατενίσει τα ευανθή χαμόκλαδα,
που βεβαρημένα απ’ της οδύνης το φορτίο
έπαψαν πια με λιτανείες και ικεσίες να προσφεύγουν
στου παντεπόπτη Δία τ’ ανέπαυο παράπονο.
Μα ποιος Θεός σφετερίζεται τη χώρα αυτή
και την κατέχει ως δεινού Χρησμού υποχείριο;
Κυμάτων θα ’ναι η νόσφηση, που αχολογά
απ’ του νερού το πάθος να κατακτήσει νέα Γη.

Ποιος υπαινίχθηκε πως όλα θα τ’ αντέξει
και στους ανέμους υποταγμένος έσπειρε
στ’ ανεμόπληχτα ακρωτήρια θαλασσοταραχή;
Μονάχα αυτοί που ανέμεναν, πως θα ενσκήψει  η μπόρα,
αφού οιωνούς κακούς προμήνυε ο Δίας μες τη χώρα.
Κι όσοι αγύρτες στη ζωή δεν έμαθαν σωστά τη Γη,
όπου απάνω της πατούν ποιο βήμα
να διαλέξουν για να την περπατούν.
Μέρα που βρήκε η Ανθεσφοριά
με ευωδιαστά λουλούδια να πασχίσει
του χρόνου τη διαστολή για τη διαδρομή
προς το μεσούρανο της Άνοιξης φεγγάρι!

Μα κι ο Χριστός πλανήθηκε απερίφραστα
στη σύναξη ομήγυρη με λέξεις,
που φέρνουν αγερμό κι ουχί διέσεις και υφέσεις.
Να υπομένει δέχτηκε ένα σωρό σταυρώσεις
μ’ αντίβαρο τ’ αβάσταχτο της απονιάς του κόσμου.
Να εξουσιάζει ζήτησε ένα λαό πανάρχαιο κι ευλογημένο.
γι’ αυτό αρνείται ανάσταση  επίμονα
από έναν εσταυρωμένο.

Il percorso della vita sa
la sua via d`uscita a memoria.

Άσκοπη ζωή σαν αναλώνεσαι στο μέτρημα,
μη αξιολογώντας τη χαρά ενός ψιλόβροχου
ως ιδανικό κι απόλυτο του ονείρου.
Στη σύλληψη αισθήσεων παρεμβαίνει η παλέτα
για να ντύσει στο γαλάζιο τη θάλασσα.
Πόσο λαίμαργα ο τζίτζικας ρουφά τη ζέστη
του καλοκαιριού για να ξεχειμωνιάσει!

Ξάπλωσε πάνω στα ξεβρασμένα φύκια
κι αφουγκράσου το παράπονο
της καμπύλης του κύματος.
Τα στάχυα μες το Γιούλη, αν δεν θεριστούν,
ξεσπορίζονται οι ελπίδες από το δεμάτι της ζωής.
Κοιμήσου εσύ στη θώπευση του αγέρα
μ’ ενός μυροβόλου ονείρου το σενάριο.
Μα πριν καλά ξυπνήσεις στάξε τις σκέψεις
του ονείρου στης ιστορίας τις πλάτες
να δεις γιατί ο Σκύριος Πάμμων
στους Πέρσες το σκόπελο Μύρμηκα υπέδειξε
για να στηθεί η πέτρινη στήλη.

Στου δειλινού το γέρμα συλλέγει ο ποιητής
χρώματα να ρετουσάρει την εύλαλη μαρτυρία της χαραυγής.
Το ρόλο της κυριαρχίας του ουρανού παίρνουν
τα σύννεφα να παίξουν  με μια κρυφή  γκρίζα προσποίηση.
Κοιμάται η πολιτεία επαναπαυμένη
στις αδιάλειπτες λιακάδες τον ύπνο της
ποθώντας να επενδύσει στο πράσινο της φύσης.
Απ’ τα δεινά μιας αφέλειας συγκλονίζεται η χαρά
και με ερωτηματικά απορεί γιατί το ρυάκι ξεστρατίζει.

Στις Κελαινές αναβλύζουν τα νερά του Καταρράκτη
με του Μαρσύα το ασκί κρεμασμένο στην πιο ψηλή σημύδα.
Αβοήθητα καράβια στ’ αγριοκαίρι,
που δυναμώνει το μαράζι και τη συμφορά.
Τρομάζει η σκέψη διαμελισμένη στα επί μέρους
εύθραυστα κι αντώνυμα κομμάτια.
Θα ’ναι απ’ το ναυάγιο των εχθρών,
που του Κρατίνου ο γιος Αμεινοκλής
τη Σηπιάδα ξεδίψασε με τα χρυσά κύπελλα,
που ξέβρασε το κύμα στο γιαλό.

Ο αμφίβολος θρύλος ενός πάθους
στην αναζήτηση του ωραίου σκοντάφτει
στην αιχμή μιας καταιγίδας να τη δαμάσει.
Ανάλαφρες σκέψεις ενός δυναμικού ρεπερτόριου
συνεργούν συμμετέχοντας στην έξαρση του στίχου.
Όταν η ρίμα απειλεί να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη,
ενώ μέσα από παθιασμένους πόδας
αναστέλλει την επανάσταση.

Ξεδιψά απ’ το ξεπήδημα μιας ελπίδας.
Μια ευγενούς σκέψης η διάσταση εκποιείται το μύθο,
σκαλίζοντας μέσα από μονοδιάστατο
και ακατέργαστο συναίσθημα.
Να χαρίζεις τη ζωή σου στον έρωτα ακόμα
κι αν είναι δεδομένος για μια αναίμαχτη σφαγή.

Vicky Kostenas Lagdos
Dichterin
Zuerich, 21. Juni 2012

(από την ΟΜΩΝΥΜΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, η οποία εντός του έτους θα δει τα φώτα της δημοσιότητας από τον Εκδοτικό Οίκο «ΗΡΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ», ΒΟΛΟΣ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου