Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ένα διήγημα από τον Γιώργο Η. Παγωνάκη


Μαχρώ Λιογέ ο κλόουν


...λίγες εβδομάδες προτού κουραστεί, ο Μαχρώ Λιογέ ανάλωνε την ώρα του φτιάχνοντας ένα τεράστιο κολάζ από χρωματιστές αναμνήσεις για να ντύσει τους τοίχους του σπιτιού του.
...λίγες μέρες πριν αποφασίσει να αποσυρθεί από την ενεργό δράση ο Μαχρώ Λιογέ χρωμάτιζε με κάθε είδους χρώμα τα αντικείμενα του σπιτιού του.
...λίγες ώρες ακόμα και θα ήταν έτοιμος να δώσει την κύκνεια παράστασή του μπροστά σε ένα πλήθος πολύχρωμων μούτρων. Ο Μαχρώ Λιογέ, ντυμένος και βαμμένος με τα πιο περίεργα και άγνωστα για τους υπόλοιπους χρώματα ήταν έτοιμος. Η αυλαία άνοιξε και το ουράνιο τόξο παραμερίστηκε σε δύο τσαλακωμένα κομμάτια αραχνοΰφαντης κουρτίνας...

«Πολύ καλησπέρα σας... φίλοι, εχθροί, κυρίες και κύριοι, εργάτες, παιδιά, τεμπέληδες, ονειροπόλοι! Και σταματάω εδώ. Και εσκεμμένα ξεχνάω όσους και όσες δεν ανέφερα και δεν ζητάω ούτε τη συμπάθειά τους ούτε τη συγγνώμη σας... Οι λόγοι που έχω είναι προσωποποιημένοι και πραγματοποιημένοι στην άνυδρη καθημερινότητά τους γύρω σας...!». Κάποιοι χειροκρότησαν καλησπερίζοντάς τον με τη σειρά τους. Το δεξιό διάζωμα αποσύρθηκε εν μέσω αλαλαγμών, βρισιών και άσχημων χειρονομιών.

«Πολύ καιρό τώρα ήμουν πεπεισμένος, όσα χρόνια χρωμάτιζα τις φάτσες σας με εκφράσεις, πως εσείς ερχόσασταν από αγγαρεία και υποχρεωτική αίσθηση για αλλαγή αναφορικά σε αυτό το πενθήμερο μόνο... Σας αποχαιρετώ, χωρίς χρωματιστούς χαρακτηρισμούς στο μνημονικό μου...».

Ο Μαχρώ Λιογέ ήταν κλόουν, όχι επαγγελματίας (τι σημαίνει επαγγελματίας χρωματιστός κλόουν άραγε;!) διασκεδαστής. Ο Μαχρώ Λιογέ στις παραστάσεις του φορούσε τα καθημερινά του ρούχα. Δεν είχε περούκα ούτε κόκκινη πλαστική ή λαστιχένια μύτη. Γεννήθηκε από τον Τασερώ και την Κινέζα Ψυχώ Γιαχά. Το μοναδικό βρέφος που γελούσε, όταν βγήκε με καισαρική από την Ψυχώ Γιαχά. Αυτή και ο Τασερώ ήταν οι μοναδικοί δημιουργοί ζωής, που μόλις αφού γεννήθηκε ο Μαχρώ Λιογέ, επισκέφθηκαν κάθε σπίτι στη μικρή αυτή πόλη γνωστοποιώντας και γνωρίζοντάς τον σε κάθε οικογένεια.

Τον πρώτο χρόνο της ζωής του τον πέρασε συμβιώνοντας για λίγο με κάθε έναν γονέα της πόλης. «Σε κάθε παράστασή μου, καθείς και η καθεμιά σας αναγνωρίζει πάνω μου και ένα δικό σας χαρακτηριστικό... τα χρώματά μου αποτελούν τόσα χρόνια και μία διαφορετική τέμπερα και λαδομπογιά του χαρακτήρα σας! Σας ευχαριστώ γι’ αυτό το παράδοξα αληθινό συναίσθημα...!».

Μουρμουρητά ανησυχίας άρχισαν να ξεφεύγουν από τα χείλη και τα μάτια των λίγων πλέον παρευρισκομένων, μετά και την αποχώρηση των υπολοίπων μισανθρώπων. Τα παράπονα και οι υποψίες ανησυχίας πετάριζαν προς το πάλκο όπου βρίσκονταν ο Μαχρώ Λιογέ.

«Τι συμβαίνει;!».
«Γιατί μου φαίνεται πως μιλάει παράξενα σήμερα;».
«Τα χρώματά του λίγο ωχρά δεν σου φαίνονται καλέ μου;!».
«Α ρε Μαχρώ, τι έχεις...!».

Η απορία είχε καθηλωθεί στα πρόσωπα όλων.
Ο Μαχρώ Λιογέ με αργές κινήσεις γονατίζει στο ξύλινο πάτωμα του πάλκου και σκυφτός όπως είναι αρχίζει έναν καταιγιστικό μονόλογο έχοντας ντύσει το πρόσωπό του με ένα σαρκαστικό χαμόγελο.

«Τι συμβαίνει όταν σημαίνει η ώρα του θανάτου της χαράς; Τι προϋποθέτει η άφιξη της χαρμολύπης; Τι έκφραση θα θέλατε να αποκτήσω, όταν παρατηρώ κάποιους να τριγυρνάνε σκυφτοί μπροστά από τις επιθυμίες των και κλείνουν το μάτι μονάχα  στις ανάγκες που προεπιλέγουν η μαζική τους διασκέδαση και ο πολύτιμος κατά τ’ άλλα ελεύθερός τους χρόνος...;
(αρχίζει σιγά-σιγά να χαλαρώνει τη ζώνη και το παπιγιόν του).
Όμορφες δροσοσταλίδες-μπιχλιμπίδια στα φύλλα των ηλιανθέμων-τρελό χορό ξεκινάνε...
Βροχοσταλίδες περιποιούνται τα απέριττα πρόσωπα όσων κείτονται ενεοί στα ηλιοβασιλέματα και τα ολόγιομα φεγγάρια...
Ένα αγοράκι και μία πεταλουδίτσα συζητούσανε με τις νεραϊδούλες που ψαρεύουν από το φεγγάρινο νύχι τα ονειροπόλα ταξίδια του κάθε αιθεροβάμονα...» και άρχισε να έρπεται στην ξύλινη επιφάνεια του πάλκου αφήνοντας τα χρώματά του να αποτυπώνουν την πορεία του κορμιού του. Φτάνοντας στην άκρη της σκηνής και ψιθυρίζοντας ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα αναμεμειγμένο με κατάρες και απραγματοποίητες ευχές, γυρνάει το βλέμμα του προς τους «θεατές».

«Θεατές ήσασταν τόσο καιρό, απλοί ανάξιοι θεατές των εαυτών σας! Δεν σας συγκίνησα ούτε και σας ευχαρίστησα ποτέ και αυτό γιατί ποτέ δεν πήρατε έστω μία παράσταση στα χέρια σας. Το πενθήμερο το αντιμετωπίζατε πάντοτε σαν μία ευκαιρία να ξεσκάσετε από τις συνήθειές σας...! Ποτέ σαν ανάσα για να την κάνετε χνώτο σας... Πάντοτε σαν ανούσιες, στην ουσία της ύπαρξή σας, ανταμοιβές για τον πεθαμένο χρόνο που σας επιβάλλουν να σκοτώνετε για χάρη τους τα αφεντικά σας και κάθε εχθρός της ευτυχίας που αναζητάτε λες και ψάχνετε τη χαμένη Ατλαντίδα! Μα... το έχουν καταφέρει οι κατακτητές σας και με τις δράσεις σας συμφωνείτε μέρα τη μέρα μαζί τους. Σας δίνω τα χρωματιστά μου ρούχα και σας τα χαρίζω για να τα κάνετε βιογραφία και θύμισες στο πρόσωπό μου. Σας τα πετάω, μολυσμένα όπως είναι από την προσωπική μου εγρήγορση, να τα κάνετε νεκροφορεσιές στο χορό των πεθαμένων συνειδήσεών σας. Κρατήστε λοιπόν το αγελαίο χειροκρότημά σας και συρθείτε στα καλόγουστα κελιά που χτίσατε μόνοι σας, βάζοντας όρια στο βλέμμα και ταξιδέψτε στα στημένα τοπία των πολύχρωμων κουτιών που έχετε βάλει απέναντί σας αντικαθιστώντας τους συνανθρώπους σας. Η αγχόνη της αιδούς της ελευθερίας σας, σάς περιμένει... Στέλνω λοιπόν το έσχατο, δηλητηριασμένο από την κενότητά σας δάκρυ μου συνοδεία στη νεκρική πομπή του γυρισμού σας και το παγωμένο μου μειδίαμα-στολίδι για τον τοίχο της γαλήνης σας...!» και έτσι γυμνός καθώς στέκονταν απέναντί τους γύρισε το βλέμμα του και τους έκλεισε το μάτι αφήνοντάς το για πάντα κλειστό...

Αποσύρθηκε στο καμαρίνι του χαρούμενος που τους είχε επιδείξει τον αυθόρμητο ρεαλισμό του εαυτού του. Κάθισε στην ξερακιανή καρέκλα-δώρο από μία γαμημένη θαυμάστριά του και λυγίζοντας τον κορμό του κεφαλιού του άφησε την προτελευταία βοή ανακούφισης... Σηκώθηκε.
Αντιμετώπισε για τελευταία φορά τον μισητό του φίλο, τον καθρέφτη και χαιρετώντας τον άρχισε να ξεβάφεται.
Κανείς δεν το είδε να βγαίνει από το καμαρίνι.
Τον έψαχναν σε όλο το θέατρο. Το μόνο που βρήκαν ήταν το μαντήλι του. Ήταν γεμάτο χρώμα και αναμεμειγμένο με ιδρώτα και τόσα άλλα...

Γιώργος Η. Παγωνάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου