Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Ομιλία της Μαργαρίτας Θωμοπούλου (Φιλολόγος και Διπλωματούχος πιανίστας), κατά την παρουσίαση του Βιβλίου της Μαρίας Κολοβού- Ρουμελιώτη: "ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ".

Κυρίες και κύριοι Καλησπέρα σας

Σήμερα έχουμε τη χαρά να παρουσιάζουμε το βιβλίο της συγγραφέως Μαρίας Κολοβού  Ρουμελιώτη υπό τον τίτλο: Tα ρόδα του χρόνου.
Κάνοντας ένα γρήγορο σχολιασμό στον τίτλο θα μπορούσε να πει κανείς πως κρύβει μια αμφισημία. «Τα ρόδα» άνθος με πολυποίκιλους χρωματισμούς, έντονο άρωμα αλλά κι αγκάθια ….έρχονται να τονίσουν την ομορφιά της ζωής και τις παγίδες που κρύβει. Αφαιρώντας το άρθρο «τα», ο τίτλος αυτομάτως αποκτά άλλη διάσταση: γίνεται «η ρόδα» του χρόνου, που γυρίζει και φέρνει κύκλο τη ζωή ανατρέποντας καταστάσεις και γεγονότα.
Το έργο αυτό, οι ειδήμονες,  δυσκολεύονται να το κατατάξουν σε κάποιο από τα λογοτεχνικά είδη. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά  ότι κυμαίνεται ανάμεσα στην ποιητική συλλογή και το πεζοτράγουδο. Επίσης μπορούμε να πούμε πως είναι μια μονωδία, ένα μονόπρακτο που ως κεντρικό πρόσωπο αναφαίνεται η γριά Περσεφόνη.
Ο χρωστήρας της πένας της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη έχει μια πρωτοτυπία και δεν μιμείται το ύφος κανενός άλλου δημιουργού. Με αυθόρμητη και ταυτοχρόνως βαθυστόχαστη γραφή, μας ταξιδεύει σε υπαρξιακά μονοπάτια, κάνοντας μια ενδοσκόπηση στην ανθρώπινη ψυχή.
Από το ξεκίνημα του έργου της η συγγραφέας δημιουργεί μια υποβλητική θεατρική ατμόσφαιρα . Στο  σκηνικό αυτό η γριά Περσεφόνη καθισμένη στην εξώπορτα του πατρικού της σπιτιού, εκεί όπου ξεκίνησε να πλάθει τα εφηβικά όνειρα της ζωής, με μόνη συντροφιά τα άστρα τ’ ουρανού και το ολόγεμο φεγγάρι εξομολογείται το απόσταγμα της ζωής της , κάνοντας ταυτόχρονα τον απολογισμό της. Μόνη και σκεβρωμένη από τις βαρυχειμωνιές της ζωής και των χρόνων τα βάσανα,  με αστρολάβο τη μνήμη εκμυστηρεύεται τις ποιο μύχιες κι ανθρώπινες σκέψεις της. Έτσι γινόμαστε μάρτυρες των εμπειριών της και παραλήπτες της  γνώσης της.
Με την εύστοχη επιλογή του προσώπου, αναδεικνύεται η πείρα και η ψυχραιμία, που είναι απαραίτητη για μια τέτοια αφήγηση. Γύρω της στήνουν κυκλικό χορό: η νιότη, η ωρίμανση, η ολοκλήρωση, η παραίτηση των χρόνων, η φθορά , η αναζήτηση του πραγματικού εαυτού και της αλήθειας, καθώς και η μοναδική  κοινή μοίρα,  που είναι ο Θάνατος.
Η ηρωίδα προβάλλει το ελεύθερο πνεύμα της και την αγωνιστική στάση που έχει υιοθετήσει στη ζωή της ( αυτό το αντικατοπτρίζουν τα λόγια της: « Η βόλεψη τη σκέψη μαλακώνει, τη κάνει μαλθακή» και  «είναι χειρότερα να σέρνεσαι από το να σταυρώνεσαι»). Επιπλέον παρακολουθούμε τον αγώνα της να κατακτήσει την αυτογνωσία  μέσα από περισυλλογή και περίσκεψη, ενώ παράλληλα δε διστάζει  να αποκαλύψει και να δοξάσει τα καρφιά που της φόρεσε η ζωή: «Εμένα μου έμειναν τα καρφιά να θυμίζουν τη λάμψη μου. Τούτα τα καρφιά θα δοξάσω!».
Η αφήγηση συνεχίζεται με την πανανθρώπινη αγωνία της ύπαρξης.
Βλέπουμε ξεκάθαρα την αισιόδοξη προσέγγισή της στη ζωή: τη θεωρεί Θείο δώρο και μητρική απλοχεριά. Ωστόσο, η συγγραφέας επισημαίνει πως κάθε άνθρωπος με τη γέννησή του , εκτός από το προπατορικό αμάρτημα επωμίζεται και την αναπόφευκτη και μαρτυρική πορεία προς τη Σταύρωση.
Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι της σκέψης , η γριά Περσεφόνη μας μιλά για τον κύκλο της ζωής.  Αποκτώντας πνοή κατόπιν Θείας παρέμβασης, ερχόμαστε στη ζωή,  κι έπειτα από προσωρινή παραμονή στις γήινες σφαίρες του σύμπαντος κόσμου, επιστρέφουμε εκεί που Ανήκουμε.
Οι κύκλοι της ζωής σηματοδοτούν το πέρασμά μας από την πλάση, την φθαρτή μας υπόσταση, αλλά και τον αγώνα του ανθρώπου για ζωή και αξιοπρέπεια. Οι σκέψεις αυτές  οδηγούν αναπόδραστα, στην εξύμνηση της νιότης, αλλά και στον προβληματισμό για τα γερατειά. Περίτεχνα η συγγραφέας θίγει το πέρασμα απ’ τη νιότη στη φθορά του χρόνου και των γηρατειών με σεβασμό και αλήθεια συνάμα. Σκιαγραφεί τα νιάτα με τα χρώματα της παρόρμησης και της ανυπομονησίας για ενηλικίωση.
Χαρακτηριστικά αναφέρει:

«Άντρες ζωσμένοι με τα λάφυρα της νιότης, προχωρούν…
Κι ένα μικρό αγόρι
Την πίπα του παππού του περιεργάζεται.
Γρήγορα άντρας θέλει να γενεί.
Δαγκώνει το μήλο απ’ τη μηλιά και χάνει τον Παράδεισο!
Πολλές προσμένει ομορφιές , όμως δεν ξέρει ακόμα
Το αγκάθι που κρύβεται στα ρόδα».

Απ’ την άλλη πλευρά τα γερατειά και η μοναξιά, καθιστούν τη ζωή δυσβάσταχτη, για εκείνους που δεν έχουν αποδεχτεί τη μοίρα της φθοράς.
Η Περσεφόνη έρχεται και με τα λογία της μας το θυμίζει.

«Υποτάχτηκα στη μοίρα της φθοράς
Και φίλη με το χρόνο δεν μπόρεσα να γίνω.
Λιώνουν σαν το κερί οι μέρες μου και λιγοστεύουν.
Σε λίγο θα σβήσω…».

Προβληματίζεται για τη σύνθεση της ψυχής! Απορεί για το πόσο βαθιά κι ανεξερεύνητη μένει παρά τις εκατόχρονες εμπειρίες της. Πολλές φορές αναγκάστηκε να προσποιηθεί, και με φτιασιδωμένες συμπεριφορές, να κάνει τους γύρω της ευτυχισμένους.  Τα χρόνια που πέρασε, μολονότι πολλά και δύσκολα, ήταν σημαντικά γιατί, απλά, αξιώθηκε να τα ζήσει.( Αγάπησε. Πόνεσε. Αντιστάθηκε σε πειρασμούς και πολλές φορές ηττήθηκε, όμως ακόμη στέκει όρθια ).
Η πείρα των χρόνων τη δίδαξε πώς η ομορφιά του σώματος είναι ένα κίβδηλο κόσμημα που χάνει τη λάμψη του με το χρόνο. Στο τέλος, εκείνο που μένει, είναι η ομορφιά της ψυχής.

Μέσα από την επίγνωση των πραγματικών αξιών της ζωής και της σεμνότητας, η συγγραφέας μπαίνει στη θέση της κόρης και μας λέει:

«Ax! Tι να τα κάνω όλα τούτα τα στολίδια;
Φοβάμαι,
Μήπως πανούργο δίχτυ πλέξουνε στο σώμα
Και τη ψυχή μου πνίξουνε!».

Καταλυτικό  ρόλο στη διάπλαση του χαρακτήρα και στη διαμόρφωση των ηθικών αξιών, βέβαια έχει η οικογένεια. Κύριο μέλημα των γονιών είναι η ψυχική και σωματική φροντίδα των παιδιών τους. Μέσα από παραδειγματικές συμπεριφορές πρέπει να εμφυσούν μηνύματα αγάπης, σιγουριάς, αισιοδοξίας κι  ελπίδας. Να  νουθετούν και να αποκαλύπτουν τις αλήθειες της ζωής με εύληπτο τρόπο. Η  μορφή της μάνας αποτελεί τη προσωποποίηση της δύναμης, της καρτερικότητας και της αντοχής. Ο πατέρας,  σαν πάτερο,  στέκει να στηρίζει την σκέπη της οικογένειας. Κι οι δυο  τους συμβουλεύουν: «Μη το φοβάσαι το φεγγάρι. Λούζει τη σκέψη! Τον καπνό να αποφεύγεις, θολώνει τα μάτια και δεν βλέπουν καθαρά!». Έπειτα επανέρχονται και προσθέτουν: «Η ζωή κουβαλάει αγκομαχώντας την προίκα της! Τα ψίχουλα είναι κόπος και το νερό ιδρώτας. Μη τα σπαταλάτε!».

Φανερός είναι ο φόβος και η αγωνία της μάνας να προστατέψει το παιδί της:

 «Χέρια απλωμένα ζητιανεύουν τη λάμψη σου,
να μαδήσουν τα άνθη του κήπου σου περιμένουν .
Κι εγώ φοβάμαι…
Φοβάμαι την αθώα νιότη σου,
το καλοθεμέλιωτο γεφύρι του κορμιού σου,
Μήπως,
αδέξιος διαβάτης το διαβεί και ραγίσει».

Πάντοτε θέλει να τα βλέπει να χαμογελούν:

«Όταν γελούν τα χείλη σου
Λούζεται η καρδιά μου
Σαν περιστέρι ολόλευκο
Σε μαρμαρένια κρήνη».

Και για τις δύσκολες στιγμές, πάντα έχει τον παρήγορο λόγο:

«Μην κλαίς παρηγοριά μου
Τα χέρια μου απλωμένα σαν φτερούγες,
Την βροχή και τα σύννεφα κρατούν:
Τα περιβόλια θα ποτίσω με τα δάκρυα τους
Ν’ αναστηθούνε τα καρπόκλαδα τ’ απότιστα».

Τα παιδιά ωστόσο συχνά προσπαθούν να τους ξεγελάσουν. Εκεί ακριβώς έγκειται  το μεγαλείο των γονιών: Πάντα συγχωρούν και πάντα καλοδέχονται. Ακόμα κι όταν έχουν φύγει απ’ τη ζωή, μένουν στην μνήμη των παιδιών σαν αγγελικές φιγούρες, που δίνουν λύση:

 «Σαν αηδονάκι τραγουδούσες τους θρήνους σου
με τέχνη περιζήτητη και υπερφυσική
ταπείνωση.
Γυμνός δεχόσουν τις πισώπλατες μαχαιριές
κι έσφιγγες τα δόντια ν' αντέξεις.
Στήριγμα είχες τους Θεούς, τις πλάτες σου
και τα όνειρά σου.
Δεν μπόρεσε ποτέ,
κανείς,
να συντρίψει την αθωότητά σου!».

Μέσα απ’ τα λόγια αυτά, ακούγεται δυνατά μια φωνή και μας παρακινεί να σεβόμαστε και να εκτιμούμε τους ανθρώπους, που ευτυχούμε να έχουμε δίπλα μας κι όσο είναι παρόντες, να τους εκδηλώνουμε την αγάπη μας με έργα.  
Η θλίψη που μας αφήνει η απώλεια των αγαπημένων μας, είναι, μεταξύ άλλων, διδακτική:
Μας μαθαίνει να σεβόμαστε το παρόν και να γινόμαστε λιγότερο εγωκεντρικοί.

Μέσα απ’ το πρόσωπο της Περσεφόνης, η συγγραφέας, πλαισιώνει τον έρωτα με όλες τις ευωδιές και τα χρώματα. Ο Έρωτας  φθείρει και διαφθείρει μες απ’ τα βιώματα της νύχτας, της προσμονής και της χαράς που προσφέρει ο Ήλιος.

 «Ό,τι φανερό στης μέρας τα μάτια:
Ερωτικό τραγούδι στης βραδινής γαλήνης τα κλινοσκεπάσματα.
Κάθε πόθος κρυφός στης καρδιάς το εικόνισμα:
Ιπτάμενο αερικό στης άτακτης σκέψης τους γαλαξίες.
Διάγουν ταξίδι ονειρικό
μέχρι να ταχτούν στης φθοράς την τροχιά
ή στου ονείρου την πραγμάτωση».

Ταυτόχρονα εξυψώνει τον άνθρωπο, μέσα από την αφοσίωση και το αμοιβαίο συναίσθημα:

«Παρθένα αγάπη αιώνια, λευκό αγνό μου κρίνο!
Σεντόνι μου απαλό και αρωματισμένο
με του κορμιού μου τ' άρωμα μονάχα,
σάλπιγγα αγγέλου που θα βρω να τραγουδήσω
τον έρωτά σου τον παρθενικό;
Την ανηφόρα της πονεμένης σου νοσταλγίας
με σάλπισμα μαζί σου θα τραβήξω.
Τα αισθήματά σου τα παρθενικά, σωστά θα τα ζυγίσω!».

Η φύση διαφοροποιεί το αντρικό από το γυναικείο σώμα˙ ο Θεός όμως, μας  ευλογεί κι μας ενώνει  με έτερον ήμισυ με σκοπό την ολοκλήρωση. Έτσι ο έρωτας, κουβαλά μαζί του μια απερίγραπτη ομορφιά , η οποία μεγιστοποιείτε μέσω της συντροφικότητας. 
Η συντροφικότητα, είναι ένα λυτρωτικό ταξίδι παρηγοριάς κι ανταλλαγής. Η Περσεφόνη μιλά για τα εκπληρωμένα και τα ανεκπλήρωτα, για το χωρισμό και την ένωση, για το όνειρο και την πραγματικότητα. Συμπλέκει δύο κόσμους προκειμένου να επιτευχθεί η ένωση των ψυχών. Κλείνοντας τον κύκλο της ζωής της αισθάνεται εξόριστη ακόμη και από τον ίδιο της τον εαυτό.  Έχοντας επίγνωση της κατάστασης του πραγματικού εαυτού για μια φορά ακόμη αναφωνεί:

«Εξόριστη από τον τόπο μου,
από μια πατρίδα λησμονημένη και πονεμένη…
μαζεύω όσα η ζωή εσκόρπισε.
Μια εξόριστη είμαι κι εξόριστη θα μείνω -μακριά απ’ τον τόπο μου,
ώσπου ο θάνατος να με πάει εκεί που ανήκω».

Όπλα της σε αυτό το ταξίδι είναι η Αθωότητα, η Αυτογνωσία και η Πίστη. Μέσα από σύμβολα μιλά για τη φθορά στέλνοντας παράλληλα μηνύματα αισιοδοξίας ότι ο άνθρωπος μπορεί αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του και πως η ζωή είναι ένα αιώνιο ψέμα , που καλούνται να ζήσουν μόνο όσοι έχουν γεννηθεί, χωρίς ποτέ να χάσουν την μοναδικότητα και την εκ γενετής αθωότητα της ψυχής τους.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου