Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΜΕ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Η. ΠΑΓΩΝΑΚΗ.

«Να λοιπόν γιατί όλα είναι ο έρωτας και έρωτας είναι όλα…».



«Ποιος είναι ο συντομότερος δρόμος προς την αλήθεια;» ρώτησε μια φορά κάποιος περιπλανώμενος περιηγητής σ’ ένα συναπάντημα του έναν  ιερέα πάνω στο μόνιππό του. «Θα σε προσκαλούσα να με συνόδευες για να τον διαβείς μα... μα το άλογό μου αντέχει μονάχα εμένα!» Ευθύς αμέσως, άμεσα και ετοιμόλογα ο περιηγητής τον παρατήρησε λέγοντάς του πως «Εμ βέβαια, με τέτοια κοιλιά πώς ν’ αντέξει το γέρικο άλογό σου και άλλον ακόμη να σέρνει!». Όμως πιο ετοιμόλογος ο πάτερ του αντέτεινε: «Η αλήθεια η μόνη, που εσύ αναζητάς τον ταχύτερο δρόμο προς αυτήν, δεν αντέχεται, ιδιαίτερα από τύπους ασθενικούς σαν και εσένα!»
Συνειδητοποιώντας ο περιηγητής πως απέναντί του είχε έναν εύστοχο και εύστροφο τυχοδιώκτη-τεχνοκράτη-διαχειριστή του θείου λόγου τού έκανε νόημα να σταματήσει για λίγο και του πρόσφερε τον καπνό του...
«Ό,τι εποίησεν εν σοφία γέγονε» τον πρόλαβε ο κληρικός και έβγαλε απ’ το πέτσινο χοντρό ζωνάρι του μία χούφτα φρεσκοκομμένα καπνά. «...για να καταλάβεις το πόσο εξίσου δολοφονικά γλυκιά είναι η αλήθεια στην οποία επιθυμώ να σου προσφέρω συνοδεία, μα τα μέσα που έχω παραμένουν ταπεινά... και για τους δυο μας. Οπότε...»
«Οπότε, μακάριος ο ευνοημένος» ύψωσε τη φωνή του ο περιηγητής και γέμισε την καλαίσθητη πίπα του, με ύφος αλαζόνα δανδή απέναντι σε οικογενειακούς φίλους.
Για να ανάψει την πίπα του με την πέτρα, ο περιηγητής περιέβαλε στον εαυτό του μία φυσιογνωμία θρυλικού ήρωα σαφάρι, σήκωσε το δεξί του πόδι πάνω στο βράχο μπροστά του και αφού τράβηξε δύο αργόσυρτες και γεμάτες εθισμό τζούρες ταμπάκο, ρώτησε προς τον ιερέα «Αυτήν τη διαδρομή την κάνεις καιρό τώρα πάτερ;»
«Όχι τόσο ώστε να τη θυμάμαι σε κάθε σπιθαμή της γης αυτής, παλικάρι μου» και μία αντίπαλη ηχώ νικοτίνης φύσηξε απ’ το κρυμμένο, κάτω από τα γένια, στόμα τού ευτραφούς ρασοφόρου προς το μέρος του αντιλόγου του. «Εσύ αλήθεια, θυμάσαι τις διαδρομές που έχεις αναζητήσει στο σύντομο "περιπετειώδη", όπως θα καυχιέσαι, βίο σου, δίχως να αντικρίζεις τον χάρτη;»
«Δεν έχω ταξιδέψει ονειροπολώντας πάνω από γεωγραφικούς άτλαντες κύριε!» και στάθηκε προσοχή προς το μέρος της γενειοφόρας πρόκλησης απέναντί του. «Μαγγανεία για εμένα είναι να χάνεσαι οικειοθελώς και να ανακαλύπτεις τις διάφορες συμπεριφορές σου ανά στιγμές και κατά τόπους, εμπειρικά, με τις αισθήσεις σου». Ο παπάς, ατάραχος πάνω στο δίτροχο όχημά του, κάπνιζε τη χοντροκομμένης αισθητικής πίπα του έχοντας τα μάτια του κλειστά. Το πρόσωπο του εξέπεμπε μία τριχωτή λάμψη, δίχως να τον αδικούμε. Πράγματι, εξαιτίας της έντονης τριχοφυΐας του, οι αντιδράσεις στο πρόσωπό του μόλις που διαφαίνονταν. Αυτό όμως που πρόδιδε περισσότερο την ανθρώπινη φύση του ήταν η κόκκινη ικμάδα της ματιάς του, που θα έλεγε κανείς πως άφηνε πύρινες χαραγματιές στο πέρασμα της, στα άφαντα μάγουλά του. Ένας είρων κατ’ εκτίμηση και συμβιβασμό σεαυτόν.
«Είμαι πεπεισμένος πως του λόγου σου και οι όμοιοί σου έχετε αναγάγει σε σύνηθη τελετουργία την "φύσει" αρνητικότητά σας απέναντι σε κάθε αμφιβολία και αντίρρηση και τη βαφτίζετε μαγεία. Γι' αυτό και έχετε χάσει κάθε αίσθηση υγιούς χιούμορ και ρίσκου»
«Νεαρέ μου, υπερβαίνεις τα εσκαμμένα και θα έπρεπε, αν δεν με απατά η όρασή μου, να είχες καταλάβει πως σταμάτησες από την ταπεινή του πορεία ένα ηλικιωμένο μοναχό του τάγματος των ΑΝέραστων». Ο μοναχός έκανε να ορθώσει το ολόγιομο κορμί του, ώστε να επιδείξει στον αυθάδη οδοιπόρο το σύμβολο του τάγματος των ΑΝέραστων, ένα φαλλό που έτεινε να χωρίσει δύο παράλληλους κύκλους.
«Α! μάλιστα...», γεμάτος επιδεικτικό ενθουσιασμό αναφώνησε ο περιηγητής. «Επιτέλους, γνωρίζω εκ του σύνεγγυς έναν εκπρόσωπο αυτής της αίρεσης, που τόσα και τόσα έχουν ειπωθεί γι' αυτήν, άλλα τόσα έχουν γραφτεί και στο πέρασμα του χρόνου καταστράφηκαν στην πυρά!» και λύγισε το πρόσωπό του προς το έδαφος αποτίωντας κατ' αυτόν τον τρόπο σεβασμό προς τον ηλικιωμένο πατέρα. Την ίδια στιγμή, ένα σμήνος μαυροπούλια εν είδη ριπής πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια τους σχηματίζοντας έναν εκπληκτικό σχηματισμό προκαλώντας σύμπασα τη φύση απέναντι στο πέρασμά τους. 
«Να και ένας οιωνός» μουρμούρισε συνωμοτικά ο περιηγητής περιμένοντας τον μοναχό ν’ αναφωνήσει επιφωνήματα δέους και θαυμαστής εσχατιάς προς το θείο νεύμα. «Η ματαιότητα των θαυμάτων γίνεται απτή υπερ-αισιοδοξία σε όσους πιστεύουν δίχως μία αμφιβολία ή απορία για τα όσα θαυμαστά συμβαίνουν μονάχα σε αυτούς και τους όμοιούς των...»  πρότεινε στον οδοιπόρο ο νωχελικός ιερέας, σε παρόμοιο υποτονθορίζοντα ήχο.
«Μένω ενεός με αυτήν σας την τοποθέτηση πάτερ! Η αλήθεια είναι πως, μέχρι πρότινος, θεωρούσα ότι κάθε τάγμα, αίρεση και θρησκευτικό ρεύμα  έκριναν τα θαύματα ως τον πολιορκητικό τους κριό. Και όχι μόνον πίστευαν σε αυτά σθεναρά, μα και πως στις περισσότερες των περιπτώσεων δημιουργούσαν κίβδηλες καταστάσεις εφάμιλλες με το επέκεινα, προκειμένου να εμποτίσουν στους χαλαρούς πιστούς την αυτοπεποίθηση της θείας προστασίας και κοινωνίας.» 
«Άδικο δεν έχεις νέε μου», συμφώνησε κάπως διστακτικά ο πληθωρικός πάτερ. «Η αλήθεια στέκεται κάπως δίπλα από αυτά που φρονείς, όχι ολόκληρη μα ένα σημαντικό της τμήμα. Πράγματι, καθ’ όλη τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων και της ρωμαϊκής ιστορίας, δίχως να εξαιρώ τους σύγχρονούς μας καιρούς, η πεποίθηση πως τα θαύματα συνδράμουν στην αναπτέρωση του σθένους της χαλαρής πίστης των ανθρώπων αποτελούσε δόγμα»
«Μα το δόγμα δεν είναι αυτή η μορφή της πίστης σε κάτι το οποίο δεν επιδέχεται αμφιβολία και άρνηση; Κάτι, το οποίο αναντίρρητα έχει ως έχει παρουσιαστεί και επουδενί λόγω δεν αλλάζει, δεν παρερμηνεύεται και σαφώς δεν ενέχει την παραμικρή υποψία ανασκευής;!», χαμογέλασε ιντριγκαδόρικα η αναπτερωμένη φάτσα του οδοιπόρου.
«Λάθος δεν σου καταλογίζω!» διασκεδάζοντας τις εντυπώσεις του, απάντησε ο ιερέας. «Απλώς να σου θυμίσω τη δογματική φράση του χριστιανισμού "πίστευε και μη ερεύνα", ενώ το ορθόν προτάσσει το αντίστοιχο "πίστευε και μη, ερεύνα"»
«Σαφώς και τη γνωρίζω...», τον πρόλαβε ο νέος, «γιατί άλλωστε σε αυτήν τη φράση εγώ έμαθα να αντιπαραβάλλω την καρτεσιανή αμφιβολία, το όνειρο και την πλάνη του Ντεκάρτ... Cogito ergo sum, πάτερ, cogito ergo sum»
«Σε καλό δρόμο βρίσκεσαι τέκνον μου! Το θέμα δεν είναι η αμφιβολία μα η καθαρότερη ερμηνεία των καταγεγραμμένων, τόσο των Γραφών όσο και των κατά τόπους μεταφράσεών τους από τους πιστούς και τους ποδηγέτες των.»
«Και εσύ πως τα μεταφράζεις πάτερ;» ρώτησε με μία αίσθηση ειρωνείας ο νεαρός.
«Ερωτικά νέε μου, ερωτικά, γιατί οι παρορμήσεις εξυφαίνουν τον έρωτα και ο έρωτας επαληθεύεται μέσα από τις παρορμήσεις!»
Να λοιπόν γιατί όλα είναι έρωτας και έρωτας είναι όλα...    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου