Κρατούσαν στα χέρια τους τα δώρα της ζωής:
Ωκεανούς δακρύων. Μια στάλα γέλιο.
Ένα τρύπιο ασκί με αγέρα. Ένα καράβι πόνο.
Ένα ποτήρι πάθος κι ένα ρόδο τρυφερό
κομμένο απ’ την αγκαλιά της μάνας.
Τ’ ακούμπησαν σ’ ένα πεσκίρι μπαλωμένο
μαζί με οιμωγές ανδρείων πολεμιστών
κι έγραψαν με ανεξίτηλο μελάνι
την ιστορία των θνητών.
Το προσκλητήριο για το βραδινό δείπνο
ήταν κρυπτογραφία.
Αδιόρατη απ’ τα μάτια των ανθρώπων.
Ατραπός δύσβατος σε βάλτους αγκάθινους!...
Γέμισαν στάμνες με ηδύποτο ακριτόμυθο,
μπόλικη τρέλα και φειδωλή λογική
και κάλεσαν τον Καθένα να γευματίσει
σε ξέστρωτο τραπέζι δίνοντας του μαγιά
για την ανάπλαση της προζύμης.
Έπειτα, έριξαν πίσω τους αστερόσκονη
να βλέπουν και να ακολουθούν τα βήματα
όσοι με ατέρμονο πάθος τις επιζητούν!...
Κι οι άνθρωποι.
Έπιασαν τα βιολιά και τα νταούλια
ξεχνώντας πάνω στη γλύκα του γλεντιού
πως είναι κοινή η Μοίρα των θνητών
κι όσο κι αν αντιμάχονται τον Βάρβαρο Χάροντα,
ποτέ τους δεν θα τον δαμάσουν!...
Πως μόνο το δικό τους επιτάφιο μπορούν να στολίσουν
μ’ Αγάπης άνθη, να ευωδιάζει η σέρα της γης.
(Το ποίημα ανήκει στην ανέκδοτη ποιητική συλλογή: «ΑΔΥΤΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ» και γράφτηκε στις 12 Ιουλίου 2012).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου