Όταν αντίκρισαν δεξιά τους δύο στενούς μα ψηλούς βράχους, σκέφτηκαν να καλυφθούν πίσω τους και από εκεί να παρατηρούν με την ησυχία τους το ρέμα. Άκουγαν τα πλατσουρίσματα και έβλεπαν τα ταραγμένα νερά να σχηματίζουν πίδακες αφρού και αναρωτήθηκαν τι είδους κήτος ήταν εκείνο που κολυμπούσε αμέριμνο μέσα στη σπηλιά. Ώσπου φάνηκαν δύο τεράστια πόδια που σηκώνονταν ψηλά, έπεφταν με ορμή στην επιφάνεια του νερού και ύστερα βυθίζονταν μέσα αναταράσσοντας τις κροκάλες, την άμμο και τα δύστυχα μικροσκοπικά πλάσματα. Κατόπιν το «τέρας» γονάτισε στον πάτο του ρέματος φανερώνοντας το κορμί του πάνω από τη μέση σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια! Οι πλάτες του έμοιαζαν με ένα πλατύ δρόμο που τελειωμό δεν είχε κι οι ώμοι του ήταν σαν δύο τετράγωνοι βράχοι που πέσανε από τον ουρανό, φλεγόμενοι μετεωρίτες. Όταν σήκωνε τα χέρια του ψηλά, λυγίζοντας τους αγκώνες για να περάσει τη βούρτσα στην πλάτη του, άγγιζε την οροφή της σπηλιάς. Έτσι λοιπόν εξηγούνταν και ο ήχος που ταίριαζε με το ρυθμικό τρόχισμα.
Ο γίγαντας πλενόταν και διασκέδαζε πολύ, κουνώντας πέρα-δώθε, αριστερά-δεξιά το κεφάλι του, και το πρόσωπό του ήταν ολόμαυρο και σκοτεινό από το παχύ τρίχωμα που ξεκινούσε ψηλά από τα φρύδια και έφτανε μέχρι το πηγούνι. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις πάνω του μάτια, μύτη, χείλια, στόμα κι αυτιά! Η βούρτσα του έμοιαζε με ένα μακρύ καμάκι ψαρέματος και στην άκρη του ήταν προσαρμοσμένο σε πλατιά επιφάνεια ξύλου το δέρμα ενός σκαντζόχοιρου. Με αυτή λοιπόν τη βούρτσα ο προϊστορικός άνθρωπος καθάριζε το δέρμα του και το ευχαριστιόνταν.
Στην άκρη της όχθης υπήρχε μπηγμένος στο χώμα ένας μεγάλος δαυλός· χοντρό κούτσουρο δρυ το οποίο έκαιγε ασταμάτητα και σκορπούσε στο γύρω χώρο άπλετο φως. Έτσι όλες οι διαστάσεις τού γίγαντα έγιναν εύκολα διακριτές, αλλά η κάπνα που έβγαζε το ξύλο ντουμάνιαζε σιγά-σιγά και έπνιγε τον μικρό Στραβοπόδη που ήθελε καθαρό αέρα για ν’ αναπνεύσει. Τότε έβηξε κοφτά δυο-τρεις φορές και ο Πυργένης δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Αμέσως σταμάτησε ο ήχος του τροχίσματος και μία φωνή σαν ρόγχος και σαν γδούπος ταυτόχρονα ακούστηκε, χωρίς να καταλάβει κανείς από τους φίλους μας τι ακριβώς σήμαινε αυτός. Τελικά έβγαλαν το συμπέρασμα πως ο γίγαντας πλατάγιζε τη γλώσσα του μέσα στο στόμα του και τότε οι νυχτερίδες φτερούγιζαν φοβισμένες και τσίριζαν χωρίς σταματημό. Και ξανά ακούστηκε ο ίδιος κρότος, ποιο δυνατά αυτή τη φορά.
Σε λίγο φάνηκε μια σκιά που έκανε τους φίλους μας να παγώσουν στις θέσεις τους. Μια μακρουλή μουσούδα ενός ζώου έσκυψε πάνω από τα κεφάλια τους και τους μύριζε, ενώ τα δόντια του ήτανε σαν πριόνια. Η τρίχα του ήταν γκρι και έμοιαζε με λύκο, αλλά όμως ήταν ένα εξημερωμένο σκυλί που έβγαζε τη γλώσσα του και έγλυφε φιλικά τα κεφάλια των επισκεπτών.
«Μπλιάχ!» φώναξε αηδιασμένος ο Στραβοπόδης, σκουπίζοντας με το χέρι του το πρόσωπό του από τα σάλια του ζώου και είπε στον άρχοντα Πυργένη:
«Λες να ξέσκισε προηγουμένως κάποιο ψοφίμι και μετά να ήρθε να μας κάνει γλύκες το τέρας;».
Ο Πυργένης δεν συγκρατήθηκε και παρόλο την αγωνία του γέλασε. Ο σκύλος φαινόταν πως έπαιζε και δεν είχε σκοπό να επιτεθεί και να αγριέψει στους φίλους μας. Τότε ακούστηκε και ένας τρίτος θόρυβος από το ρέμα που έκανε σαν χύτρα μαγειρέματος που σφυρίζει και ο σκύλος έστρεψε την προσοχή του προς το γιγάντιο αφεντικό του, το οποίο τώρα βρισκόταν φαρδύ-πλατύ ξαπλωμένο στην άκρη της όχθης και χτένιζε τα μαλλιά του. Κρατούσε στα χέρια του μία κοκάλινη χτένα που είχε φτιάξει από το σαγόνι ενός άγριου ζώου, πιθανόν από έναν παχύμαλλο ρινόκερο, και χτένιζε τα μαλλιά του με μεγάλη προσπάθεια. Οι τρίχες του ήταν πλεγμένες μεταξύ τους, σχεδόν κολλημένες, και έκανε νόημα στους επισκέπτες να τον πλησιάσουν και να του δώσουν ένα χέρι βοήθειας.
Τότε ο Στραβοπόδης και ο Πυργένης, με δόντια που κροτάλιζαν και πόδια που έτρεμαν, προχώρησαν προς το μέρος του προϊστορικού γίγαντα, ο οποίος είχε τοποθετήσει την παλάμη του κάτω στο χώμα ανοιχτή. Τους είπε ν’ ανέβουν εκεί κι εκείνοι υπάκουσαν στην εντολή του και ο καθένας τους καβάλησε από ένα χοντρό δάχτυλο του χεριού του, την ώρα που εκείνος διασκέδαζε και σήκωνε ψηλά το χέρι του μέχρι ν’ αγγίξει το κεφάλι του. Ο Πυργένης είπε δυσαρεστημένος στον Στραβοπόδη:
«Κατάλαβες τι μας θέλει το θηρίο; Θέλει να του βγάλουμε τις ψείρες απ’ τα μαλλιά!».
Πάντως οι ψείρες του γίγαντα δεν ήταν ασήμαντες σε μέγεθος· έμοιαζαν με μακρουλά μαύρα σκαθάρια που είχαν ποδαράκια σαν βεντούζες. Ο Πυργένης είχε τη φοβερή ιδέα να της ξεκοιλιάζει με το μαχαίρι του! Τον μιμήθηκε και ο Στραβοπόδης που έβγαλε μία οστέινη βελόνα υφαντικής και την κάρφωνε στις πλάτες των απαίσιων ζωυφίων! Και οι δυο τους δώσανε πραγματική μάχη με τη μυρωδιά των μαλλιών του γίγαντα, με τις ψείρες που δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν εκείνον τον εύφορο τόπο, ο οποίος είχε ασπρίσει από τα αμέτρητα αυγά, που είχαν αποθέσει εκείνες εδώ και χίλια ίσως χρόνια. Η προσπάθειά τους όμως τελείωσε μ’ επιτυχία κι έπεσαν ξεροί από την κούραση. Ο Πυργένης που έκοβε το μάτι του υπολόγισε στο περίπου πως τα μαλλιά του τεράστιου ανθρώπου έφταναν τα τριάντα μέτρα μήκος!
Ο γίγαντας με τον ίδιο τρόπο που ανέβασε τους φίλους μας στο κεφάλι του, τους κατέβασε κάτω στο έδαφος της σπηλιάς. Έδειχνε ανακουφισμένος και σίγουρα θα γλίτωνε το ξύσιμο για πολλές μέρες ακόμη. Βγήκε από το ρέμα και σηκώθηκε όρθιος πατώντας στις τεράστιες πατούσες του. Τα νερά που έσταζαν από το σώμα του, έκαναν μούσκεμα τους ταξιδιώτες λες και είχε πιάσει μία δυνατή καταιγίδα.
Αυτός ο αφύσικος άνθρωπος δεν πρέπει να γνώριζε την ομιλία κι έτσι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με κραυγές και νοήματα. Έσκυψε κάνοντας μια υπόκλιση κι έφερε το δεξί του χέρι με την παλάμη του πάνω στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, θέλοντας να τους δείξει πως τους ευχαριστούσε πολύ. Ύστερα κάθισε σταυροπόδι κάτω στο χώμα και άρχισε να χαϊδεύει τη ράχη, τη μουσούδα και τ’ αυτιά του πιστού του σκύλου, ενώ έριχνε εξεταστικές ματιές στον Πυργένη και τον Στραβοπόδη που κάθονταν δίπλα του και έμοιαζαν σαν μικροσκοπικά μυρμήγκια!
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου