Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΛΑΣΚΑΡΗ Π. ΖΑΡΑΡΗ ΣΤΗΝ ΤΖΕΝΗ ΚΟΥΚΙΔΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: "Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ".

(Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΙΣ 12 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013 ΣΤΟΝ ΕΞΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟ:

1) Καταλαβαίνω ότι οι ιστορίες της συλλογής δημιουργήθηκαν περιστασιακά και αυτόνομα ενώ ενώθηκαν αργότερα όλες μαζί σε τούτο το βιβλίο. Ή κάνω λάθος; Πώς δημιουργήθηκε η συλλογή;

   Όλες οι ιστορίες αποτελούν μια προσπάθεια δημιουργικής γραφής μ’ επίκεντρο την αναβίωση διάφορων περιπετειών απ’ τα πιο επώδυνα κεφάλαια της ιστορίας της Ελλάδας. Ξεκίνησα με την πίστη πως το ιστορικό παρελθόν ανασαίνει πάντα μέσα στο παρόν, για να μας συγκινήσει, να μας κάνει να νιώσουμε περήφανοι, αλλά και να μας προβληματίσει στις περιπτώσεις που τα γεγονότα δεν εξελίχτηκαν ευνοϊκά όσον αφορά τον Ελληνισμό. Με το πέρασμα των χρόνων διαγράφεται μια κοινή πορεία ανθρώπων-πρωταγωνιστών σε συνάφεια με την πατρίδα τους, που φαντάζει σαν μια προσωποποιημένη εικόνα γυναίκας κουρελιασμένης, μπαρουτοκαπνισμένης, χτυπημένης από μύρια δεινά, πεσμένης κάτω στο χώμα και ανήμπορης να στηριχτεί στα σακατεμένα πόδια της. Διαδρομές του χθες που γίνονται επίκαιρες και μας βοηθούν να διαφυλάξουμε πάση θυσία όσα πρέπει να σωθούν και να καταστούν κτήμα Ελλήνων ες αεί.
   Εκτός από τη σκέψη που κινητοποιούσε τη μνήμη για πρωτόγνωρα ταξίδια μέσα στους δαιδάλους της ιστορίας και σε τόπους όπου κάποτε γιγαντώθηκε ο Ελληνισμός, η ανακάλυψη των παλιών, απλών, αγνών, εργατικών και με μεγάλα ψυχικά αποθέματα ανθρώπων του παρελθόντος, εξασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία σε μένα, ώστε να επιδίδομαι απερίσπαστος στη συγγραφή αυτών των πεζογραφημάτων.
   Η πρόσκληση ήταν και θα συνεχίζει να είναι μια τριμηνιαία εφημερίδα τοπικού, λαογραφικού περιεχομένου «Νέα Αγχίαλος», όπου μέσα στις σελίδες της προβάλλονται οι φωνές εκείνες που αναθερμαίνουν την παράδοση και συντελούν στον σχηματισμό της ιστορικής συνείδησης. Έτσι λοιπόν, αφού υπήρχε το έντυπο που διψούσε για πνευματική «αιμοδοσία», δεν σταμάτησα ν’ αντλώ έμπνευση από ανθρώπους και τόπους που δεν γνώρισα ποτέ. Θα μπορούσαν να είναι παρόμοιοι άνθρωποι στη συμπεριφορά τους με τον παππού και τη γιαγιά μου, με φανερά δράματα αλλά και με πολλές κρυμμένες αλήθειες, που τη νύχτα τις ώρες του ύπνου δραπετεύουν και γίνονται άλλοτε όνειρα άλλοτε εφιάλτες. Κατασταλάζουν μέσα στις εμπειρίες και συχνά αυλακώνουν τα πρόσωπα με την πίκρα, μέχρι που τα δάκρυα γίνονται ασυγκράτητοι χείμαρροι. Πλησιάζουν τον δικό μας χρόνο που δεν ζήσαμε ακόμη δυστυχίες και πολέμους -πέρα βέβαια από την πρόσφατη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε- οριοθετώντας μια θάλασσα, την «Θάλασσα που μας ενώνει», που βρέχει με την αλμύρα της μαγευτικούς όρμους, φιλόξενα παράλια, νησάκια απομονωμένα, επικίνδυνα σημεία -όπου οι ναυτικοί προσεύχονταν όταν περνούσαν με τα καράβια- και αρκετά άλλα μέρη που κάποτε είχαν συνδεθεί με την πρόοδο του Έλληνα και από τότε που τον χάσανε, δυστυχήσανε. Πατρίδες που μπορεί να άλλαξαν χέρια, όμως δεν έπαψαν να ζουν συνεχώς μες στην ψυχή μας και να μας μεθάνε με τις αναμνήσεις μιας ποιοτικής ζωής.  


2) Οι μνήμες τούτες είναι τραυματικές και αφορούν αδικίες και απώλειες σχετικά με καίρια σημεία της ελληνικής ιστορίας. Ποια ήταν η πηγή της έμπνευσής σας; Μήπως έχετε στο οικογενειακό σας περιβάλλον ανθρώπους που έζησαν ή βρέθηκαν πολύ κοντά σε κάποια τέτοια κρίσιμη περίοδο;

   Μ’ έκαιγε εδώ και χρόνια η επιθυμία να ταξιδέψω στους όμορφους τόπους όπου έζησαν οι πρόγονοί μου, εκεί που απολάμβαναν τα πλούσια αγαθά που τους πρόσφερε η φύση και η εργασία τους. Ζούσαν κυρίως απ’ τη θάλασσα, τις αλυκές και τα αμπέλια στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου, σε μια αυτόνομη επαρχία στη Νότια Βουλγαρία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Ανατολική Ρωμυλία. Μέσα στα όρια αυτής της επαρχίας υπήρξε μία ακμάζουσα πόλη, η Αγχίαλος, με αμιγή ελληνικό πληθυσμό. 
   Όταν ζεις σ’ ένα ανάλογο περιβάλλον, σε μια σύγχρονη κωμόπολη η οποία ιδρύθηκε απ’ τους πρόσφυγες της Αγχιάλου της Ανατολικής Ρωμυλίας, άμεση συνέπεια είναι να εμποτιστεί κάθε κύτταρό σου με τον πόνο και την τραγωδία του «ξεριζωμού», ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι τα πρώτα χρόνια που οι πρόσφυγες είχαν ν’ αντιμετωπίσουν αμέτρητα στοιχειά της φύσης -απέραντα έλη, η ελονοσία αποδεκάτιζε τον κόσμο- και να εξημερώσουν έναν άγριο τόπο, κάθε δραστηριότητά τους, κάθε αντικείμενο τούς θύμιζε τη γενέτειρά τους, εκείνη την αγαπημένη πόλη, στους δρόμους της οποίας έπαιξαν όταν ήταν παιδιά, έζησαν τα πρώτα καρδιοχτύπια και τους μεγάλους τους έρωτες, ενώ έτυχαν μια υψηλού επιπέδου εκπαίδευση στα υπάρχοντα αξιόλογα σχολεία και στα διδασκαλεία.   
   Βέβαια, δεν περιορίστηκα μονάχα στην πατρίδα των προγόνων μου, μα άφησα τη φαντασία να περιπλανηθεί παντού ελεύθερη, ενώ κατέφυγα σε πολλά ιστορικά βιβλία, όπου θα μπορούσα ν’ αντλήσω πληροφορίες, για να ολοκληρωθεί μ’ επιτυχία η προσπάθειά μου. Μίλησα για την Κύπρο που κατέλαβε ένας Οθωμανός Σουλτάνος ο Σελίμ ο Β΄ το 1570, λόγω του μεγάλου πάθους του για το κρασί. Μίλησα για την εισβολή των Τούρκων και για κάποιους Ελλαδίτες στρατιώτες που μάχονταν με ελλιπή στρατιωτικά μέσα και ενώ συνέβη να στριμώξουν αρκετά τον εχθρό, κάποιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι της Αθήνας στέλνανε αδικαιολόγητα εντολή να εγκαταλείψουν όλοι τις θέσεις τους. Μίλησα για έναν προδότη στους κόλπους της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και για τον ρομαντικό φιλέλληνα ποιητή Λόρδο Βύρωνα που τη μέρα των γενεθλίων του έγραφε ένα υπέροχο ποίημα για την Ελλάδα. Με αφορμή την ομιλία ενός Υπουργού σ’ ένα χωριό της Ηπείρου, προσπάθησα να ξεσκεπάσω πολλές αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος, μιας και η «χρεοκοπία» είναι μία λέξη που ακούγεται συχνά στην Ελλάδα και είχε γράψει σχετικά για το πώς μπορούμε να την αποφύγουμε, έναν αιώνα πριν στην εφημερίδα «Ακρόπολις», ο μεγάλος Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Έστρεψα το ενδιαφέρον μου γενικά σε όσους σπάσανε τα «τείχη» της πεπερασμένης ανθρώπινης φύσης και της αδυναμίας τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει το «ταπεινό σαρκίο τους».  
   Άραγε, πού βρήκαν εκείνοι τη δύναμη και φτάσανε να γίνουνε ήρωες; Ενώ εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, αδυνατώντας να εγκαταλείψουμε τον ασφαλή ευδαιμονισμό μας, «ρίχνουμε τις ασπίδες» με την πρώτη δυσκολία και πίεση.


3) Επίσης, παρατηρώ ότι στους ήρωές σας συναντάμε τόσο αντρικές όσο και γυναικείες φυσιογνωμίες -και παιδιά-, σε αντίθεση με το σύνηθες που είναι να γράφει κανείς για χαρακτήρες του ίδιου φύλου, ίσως επειδή είναι πιο εύκολο. Πώς καταφέρνετε να αφουγκραστείτε την ψυχολογία της γυναικείας προσωπικότητας;

   Στο πεζογράφημα που δανείζει τον τίτλο του σε ολόκληρη τη συλλογή, πρωταγωνιστεί ένα δεκάχρονο παιδί που κάθε φορά που ρίχνει βότσαλα στη θάλασσα, ακούει πυροβολισμούς και φωνές χτυπημένων ανθρώπων. Ίσως, αυτό που επισημαίνετε στην ερώτηση ως σύνηθες, να λειτουργεί προσωπικά ως αποτρεπτικός παράγοντας και η ενασχόληση με το «άγνωστο» γυναικείο φύλο να ενέχει μεγαλύτερη πρόκληση, κάτι που οφείλω να ανακαλύψω μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Πιθανόν να μην γνωρίζω πολλά απ’ την ψυχοσύνθεση και τη συμπεριφορά της γυναίκας. Και δεν ξέρω κατά πόσο κατάφερα να γίνω αληθινός στις περιγραφές κάθε ιστορίας. Έπρεπε ν’ αναφερθώ σε κάποια γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Ελλάδας, αλλά πρώτα να επιλέξω τους κατάλληλους αφηγητές, εκείνους που θα μετέφεραν τα λόγια του συγγραφέα με πιο άμεσο, ζωντανό και ίσως πιο κομψό και στρωτό τρόπο. Αποτελούσε σίγουρα μια δοκιμή κι ένα προσωπικό στοίχημα.
   Η αλήθεια είναι πως άνθρωποι και των δύο φύλων, ακόμη και τα μικρά παιδιά, σε δύσκολες καταστάσεις παρουσιάζουν μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απ’ ό,τι σε συνηθισμένες, καθημερινές και ομαλές συνθήκες. Επίσης, επειδή τα γεγονότα τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα, απαιτούν απ’ τους εμπλεκόμενους άμεσες αποφάσεις και δράσεις. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης μπαίνει ως προτεραιότητα, ενώ ο φόβος και η απειλή άλλους τούς οδηγεί στην αδράνεια, άλλους τους ισχυροποιεί, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που προηγουμένως δεν θα το διανοούνταν καν. Η ψυχολογία της γυναίκας –πιστεύω- μπορεί να ερμηνευτεί κατά κάποιον τρόπο από δυο σημαντικούς παραμέτρους: τον έρωτά της προς τον σύντροφο-άντρα, την αγάπη και τη στοργή προς το παιδί της-ανυπεράσπιστο πλάσμα. Όταν νιώσει πως κινδυνεύουν οι συγκεκριμένοι αποδέκτες της αγάπης της, τότε έρχεται προ των ευθυνών της. Αυτό κυρίως είναι κληρονομημένο Θείο δώρο, εφόσον εκείνη αποτελεί μήτρα της ζωής.
   Για παράδειγμα στο πεζογράφημα με τίτλο: «Ένα κλωνί βασιλικό», η ηρωίδα Χαρίκλεια από τα Σώκια της Σμύρνης ριψοκινδυνεύει επανειλημμένα προκειμένου να προστατέψει τη μητέρα της και τον ανήλικο αδελφό της. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που η αγάπη της γυναίκας μετατρέπεται σε ακόρεστο μίσος προς τον άντρα της που της στέρησε τα παιδιά της, θυσιάζοντάς τα για τα ιδανικά της πατρίδας, όπως ακριβώς περιγράφω στο πεζογράφημα με τίτλο: «Τα θλιμμένα βράχια».
   Παράλληλα, η επιλογή της γυναίκας-αφηγήτριας καθόρισε και το στυλ γραφής που έπρεπε να υποταχτεί στις επιθυμίες, στις ανάγκες και στην προσωπικότητα της ηρωίδας. Η κλασική αφηγηματική γραφή που μου άρεσε πάντοτε να χρησιμοποιώ στον πεζό λόγο, έβρισκε τώρα πρόσφορο έδαφος και έδενε κατάλληλα στην πλοκή.        


4) Θα λέγατε ότι έχετε μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης για τη λαογραφία και την ιστορία του τόπου μας;

   Σας απάντησα και σε προηγούμενη ερώτησή σας ότι οι πρόγονοί μου εγκατέλειψαν την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν στα παράλια του Παγασητικού κόλπου στο Νομό Μαγνησίας, μετά το θλιβερό ολοκαύτωμα που έγινε το έτος 1906, και αυτό σαν γεγονός και μόνο μπορεί ν’ αποτελέσει ισχυρή εσώτερη ανάγκη για τους μεταγενέστερους και χρυσή ευκαιρία για μια διερεύνηση όσον αφορά τον λαογραφικό μας πλούτο και την ιστορία μας. Αλλά εκτός απ’ αυτό το χαρακτηριστικό, έχω την πεποίθηση στην άμεση ωφελιμότητα μιας ανάλογης ενασχόλησης, καθώς αξίες που έχουν ξεχαστεί με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και κριθεί ως «παλιομοδίτικες», αναδεικνύονται μέσα στην επώδυνη μοίρα της Ελλάδας, η οποία τις περισσότερες φορές εξωθεί τους πρωταγωνιστές των κειμένων σε αλλεπάλληλες προσωπικές νίκες μέχρι που να εκπλήσσονται απ’ τον εαυτό τους. Ανάλογα στοιχεία επισημαίνει ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης σε κριτική που έκανε για το βιβλίο μου και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 210 του λογοτεχνικού περιοδικού «Πνευματική Ζωή»: «Οι ήρωες του βιβλίου αντανακλούν σε μας το πείσμα και τη θέλησή τους και μέσω της τελικής επιτυχίας τους διδάσκουν την αρετή της υπομονής». 


5) Κάποια από αυτά τα πεζογραφήματα έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις. Πόσο σημαντικό είναι να ανταμείβεται ηθικά ο συγγραφέας για το έργο του;

   Είναι πολύ σημαντικό ο συγγραφέας στα πρώτα βήματά του να τύχει κάποιων διακρίσεων. Κατά γενική ομολογία, οι περισσότεροι φορείς απ’ όσους προκηρύσσουν λογοτεχνικούς διαγωνισμούς έχουν κύρος και στις κριτικές επιτροπές τοποθετούνται αξιόλογοι λογοτέχνες που διαθέτουν και σωστή κρίση αλλά και υπευθυνότητα. Αυτές οι βραβεύσεις κάνουν και τον συγγραφέα -που γενικά ως καλλιτέχνης αγαπά τη δόξα παρά το χρήμα- να προχωρά πιο σίγουρα στον δρόμο του. Τον βοηθούν να τολμά κι ας μην έχει την ανάλογη εμπειρία να καταπιαστεί με δύσκολα θέματα, παραμερίζοντας παράλληλα την απειλή και την αρνητική επιρροή μιας ενδεχόμενης μη θετικής κριτικής.


6) Στο τελευταίο πεζογράφημα ο ήρωας "κουβεντιάζει" με τον συγγραφέα κι εκείνος σκέφτεται ότι "αν τον αφήσω ελεύθερο, ίσως με οδηγήσει εκεί, που δε θα μπορούσα από μόνος μου να φανταστώ". Συμβαίνει αυτό με τους ήρωες και τους συγγραφείς;

   Θεωρώ πως δεν αποτελεί μια ιδιόμορφη και εκκεντρική διατύπωση και ίσως βρεθούν μερικοί αναγνώστες να το πουν αυτό. Στο πεζογράφημα με τίτλο: «Ο ήρωας νικά» γίνεται κυρίως η υπεράσπιση του σύντομου πεζογραφήματος (διηγήματος). Άλλωστε, ο ήρωας εναντιώνεται στις προθέσεις του συγγραφέα να τον τοποθετήσει σε μια συγκεκριμένη ιστορία και νιώθει πολύ άβολα επιθυμώντας την έξοδό του από εκεί. Σε κάθε πεζογράφημα πρέπει να υπάρχει μια χαλαρή σχέση ανάμεσα στον ήρωα και τον συγγραφέα. Όταν μιλά ο συγγραφέας πρέπει να βρίσκεται κρυμμένος πίσω από ένα παραβάν και όσο λιγότερο μιλά τόσο καλύτερα για τον αναγνώστη. Αν αφεθεί ο ήρωας ελεύθερος από κάθε συγγραφική καθοδήγηση, το κείμενο αρχίζει ν’ αποκτά τις αληθινές του διαστάσεις σε μορφή και περιεχόμενο, ενώ ο συγγραφέας βρίσκει πάντοτε λύσεις για οποιοδήποτε πρόβλημα προκύπτει στην πλοκή και στην εξέλιξη της ιστορίας.


7) Ποια είναι η σχέση σας με τους ήρωες των βιβλίων σας;

   Οι ήρωες είναι οι φίλοι μου με τους οποίους θα περάσω τις πιο ευχάριστες ώρες μου. Θα πληροφορηθώ άγνωστες πτυχές της ζωής τους καθώς θα τους παρατηρώ να παλεύουν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, να συγκινούνται από τη μεταβλητότητα της ζωής τους και να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, τις περισσότερες φορές για ασήμαντα πράγματα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τα αδύνατα σημεία τους και τα πάθη τους. Άλλες φορές, το φιλότιμο τούς οδηγεί σε αξιόλογες πράξεις παρόλο που φροντίζω να τους δυσκολεύω πάντα μέσα στην πλοκή. Τελικά, έρχεται η στιγμή που θα μου ανοίξουν την καρδιά τους, θα μου μιλήσουν για τους κρυφούς έρωτές τους και θα μου εξομολογηθούν τα ένοχα μυστικά τους.
   Αφού θα έχουν υποστεί όλη αυτή την ταλαιπωρία από μένα, θα δηλώσουν με βεβαιότητα και έμφαση: «Μπορεί ο συγγραφέας να μας δυσκόλεψε στην αρχή, μα άξιζε τον κόπο!».

2 σχόλια: