Το κύμα πέφτει ορμητικά στην αμμουδιά κι ο άνεμος το συντροφεύει οργισμένος. Η θάλασσα πριν λίγη ώρα ήταν ατάραχη σαν καθρέφτης, μα τώρα μαύρισε από θυμό και σκορπάει άτακτα τα φύκια και την άμμο. Οι γλάροι εξαφανίστηκαν, λες και μυρίστηκαν την αλλαγή του καιρού, και κρύφτηκαν πίσω απ’ τα βράχια. Τα σύννεφα φούσκωναν, άλλαζαν αποχρώσεις συνεχώς κι η απειλή γυρόφερνε, έκανε την ψυχή να λαχταρά διαφυγή, κατάλυμα για να προφυλαχτεί. Το μουρμουρητό της θάλασσας έμοιαζε με δοξολογία στον Θεό, που συντελούσε στο να βγαίνει ασυγκράτητος απ’ την ψυχή ο πρώτος πόνος.
Ο άνθρωπος έβριζε και κλωτσούσε μανιωδώς στην αμμουδιά ένα αδειανό μπουκάλι. Είχε μαυρισμένο μέτωπο, δουλεμένα χέρια και αγριεμένη όψη. Αδιαφορούσε για τον κίνδυνο, δοκίμαζε τις δυνάμεις του ή με μια μορφή τρέλας που τον είχε καταλάβει, προκαλούσε αντρίκεια τη μοίρα του; Μπροστά στα μάτια του, οι αστραπές και οι κεραυνοί έμοιαζαν με κεριά που τρεμόσβηναν. Αλήθεια, τα συναισθήματα του ανθρώπου άναβαν φωτιές, έκοβαν τον άνεμο στα δύο και έμπηγαν στον βυθό της θάλασσας ένα κοφτερό μαχαίρι.
Ο δεύτερος πόνος είχε την ίδια ένταση με τον πρώτο, ήταν όμως πιο γλυκός κι έκοβε σαν γυαλί. Εκείνος άρπαξε στα χέρια του το μπουκάλι, το κατέβασε με δύναμη πάνω στον βράχο κάνοντας το κομμάτια κι ύστερα το κράδαινε απειλητικά προς τον εαυτό του. Ήταν φανερό απ’ τον μορφασμό του ότι δεν του άρεσε και πολύ η ιδέα. Το πέταξε κάτω στην αμμουδιά να ελλοχεύει σαν παγίδα σ’ άγνωστο εχθρό. Μετά κατέρρευσε, διπλώθηκε, γονάτισε κι έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στις ανοιχτές τραχιές παλάμες του. Είχαν αρχίσει να τον μουσκεύουν οι πρώτες στάλες της βροχής, βούλιαζε σε μια μελαγχολία κι από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα που έκαιγαν:
«Πόσο μού στοίχισε που σ’ έχασα, αγαπημένη μου Ευθυμία!». Και συνέχιζε στο ίδιο σπαρακτικό μοτίβο: «Αχ! Ευθυμία μου, τι θα κάνω χωρίς εσένα που ήσουν η πιο περιποιημένη, η πιο όμορφα βαμμένη βαρκούλα του Παγασητικού; Εσένα που σε ζηλεύανε για την αρχοντιά σου όλα τα σκαριά που σε τύχαιναν στη ρότα τους!».
Ο ηλικιωμένος ψαράς είχε φτάσει σε απόγνωση και θρηνούσε την αγαπημένη του, που ήταν καλοτάξιδη, πάντα συγκαταβατική και βολική στις ανθρώπινες ιδιοτροπίες και στα ακραία συναισθήματα. Και στις ψαριές ήταν άφταστη η Ευθυμία· έμοιαζε να τιθασεύει τη θάλασσα, να τη γαληνεύει με το χάδι της. Διέθετε επίσης μεγάλη αυτοπεποίθηση κι έμοιαζε πως φώναζε με τον ρυθμικό ήχο της μηχανής που κουβαλούσε:
«Κέφαλοι, σαργοί, σαρδέλες κι αφρόψαρα, γύρω μου σταθείτε! Να σας τυλίξω με τα δίχτυα μου!».
Γυναίκα που θα τη ζήλευε ο καθένας, καταδεχτική, χωρίς γκρίνιες, κρεβατομουρμούρες και παράλογες απαιτήσεις!
Ο μπάρμπα-Χρήστος ήταν από του φυσικού του εργένης και δεν κατάφερε να του αλλάξει μυαλά κανείς απ’ τους ανθρώπους του σιναφιού του. Απεναντίας, τούς αποστόμωνε αντικρούοντας τα σοβαρά επιχειρήματά τους:
«Άντε βρε παλιόπαιδα κι εσείς! Τι καταλάβατε που παντρευτήκατε; Σας έβαλαν οι κυράδες σας τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι και βλέπω τις μουτσούνες σας κατεβασμένες. Σας λυπάμαι και σπαράζει η καρδιά μου».
Μετά από πολλά χρόνια κατάλαβε ότι είχε ανάγκη κι αυτός ν’ ακουμπήσει πάνω σ’ έναν γυναικείο ώμο και να πει τον πόνο του. Τώρα όμως ήταν αργά γιατί δεν θα βρισκόταν γυναίκα να τον γηροκομήσει· είχε πλέον τη φήμη του «γεροπαράξενου» και μόνο μια «πρέσβειρα καλής θελήσεως», στην ουσία «οσιομάρτυς» θα μπορούσε να τον υποφέρει και να τον ανεχτεί. Άσε που είχε μαθευτεί στο χωριό ότι είχε πέσει μεγάλη φτώχεια στο σπίτι του.
Πριν λίγες μέρες είχε βγάλει από την τσέπη του ένα μάτσο χαρτονομίσματα και τα κοιτούσε με αποστροφή και αηδία.
«Ανάθεμα στην οικονομική κρίση, ανάθεμα στα ευρώ!» ούρλιαζε εκτός εαυτού. Είχε πουλήσει την Ευθυμία αντί πεντακοσίων ευρώ για να πληρώσει τη Δ.Ε.Η., μην του κόψουν το ηλεκτρικό ρεύμα και μείνει χωρίς θέρμανση τώρα που έφτανε ο χειμώνας. Παιδιά δεν είχε να τον ενισχύσουν οικονομικά κι οι φίλοι του είχαν στριμωχτεί με τα χρέη τους και δεν βολεύονταν να κάνουν ευκολίες ούτε και στον αδελφό τους!
Κάθε πρωί λοιπόν, κατέβαινε στο λιμάνι να δει την παλιά αγαπημένη του που ανοιγόταν σιγά-σιγά στο Αιγαίο Πέλαγος, με την πλώρη της να κόβει το κύμα, αλλά και την πρύμνη της ν’ αφήνει πίσω της τον παιχνιδιάρη αφρό. Την έβλεπε τώρα σε ξένα χέρια και πικραινόταν, κατάπινε τον πόνο του σαν δηλητήριο και ρήμαζε τη ζωή του.
Σήμερα όμως η Ευθυμία δεν το κούνησε απ’ το λιμάνι, δεν την έλυσε το νέο αφεντικό της λόγω της κακοκαιρίας που έρχονταν κι έτσι ο μπάρμπα-Χρήστος έβγαλε όλον τον θυμό του στην ανυποψίαστη αμμουδιά. Τους τελευταίους μήνες, το γέλιο είχε χαθεί απ’ το πρόσωπό του κι απέφευγε να κάνει τα χοντροκομμένα αστεία του στο καφενείο και οπουδήποτε αλλού. Ήταν περήφανος και έσκυβε ντροπιασμένος το κεφάλι του όταν τον κοιτούσαν οι συγχωριανοί του να τρώει στο δωρεάν συσσίτιο του Αι Γιώργη.
Μέσα στον ψυχικό αναβρασμό του και τη συναισθηματική του οδύνη, δεν πήρε είδηση ότι η κακοκαιρία είχε φύγει βόρεια κι η θάλασσα σαν μια ερωτευμένη και υποταγμένη σύζυγος, καθόταν ήσυχη πια και ξεκουραζόταν. Η επιφάνειά της καθάριζε και άρχιζαν να λαμπυρίζουν τα βότσαλα του βυθού με τα αλλόκοτα σχήματα και τα εντυπωσιακά χρώματά τους. Δεν είχε παρατηρήσει επίσης, μια μαύρη μορφή που είχε κρυφτεί για λίγα λεπτά πίσω απ’ τους βράχους και μετά ξεμύτισε σίγουρη πως ο μπάρμπα-Χρήστος είχε τον νου του αλλού και δεν την ακολουθούσε με το βλέμμα του. Ύστερα εκείνος ξεχώρισε έναν λυπητερό ήχο· νιαούρισμα ήταν ή αλύχτισμα; Τέντωσε τ’ αυτί του κι έκανε γοργά βήματα προς το μέρος όπου ακουγόταν ο θόρυβος. Σταμάτησε ξαφνικά και αφουγκράστηκε:
«Ναι, είμαι σίγουρος! Αυτό είναι κλάμα μωρού!» ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του.
Πίσω από τα βράχια, μέσα σε μια μικρή καλαθούνα, βρισκόταν τυλιγμένο σε μια γαλάζια κουβερτούλα, ένα μωρό! Ο ηλικιωμένος ψαράς έμεινε άφωνος απ’ την ομορφιά του. Ήταν μελαχρινό και είχε μεγάλα κι εκφραστικά μάτια που σε κέρδιζαν αμέσως.
«Ποιος ξέρει; Ίσως, το άφησε και έφυγε κάποια απ’ αυτές τις Βουλγάρες που μένουν στο χωριό, και που δεν είχε τα απαραίτητα να μεγαλώσει το παιδί της» μονολόγησε.
Ο μπάρμπα-Χρήστος, απ’ τη στιγμή που αντίκρισε εκείνη τη φοβισμένη κι ανυπεράσπιστη ψυχούλα, ένιωσε μια απέραντη χαρά να τον κυριεύει, μια γαλήνη να εδραιώνεται στην ψυχή του κι ένα χαμόγελο να εμφανίζεται πάλι στα μαραμένα απ’ τους καημούς χείλη του.
«Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για το δώρο που μου έκανες! Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ…» έλεγε και ξανάλεγε και ήταν έτοιμος να χοροπηδήσει στις αλάνες σαν ανέμελο παιδί. Πήρε προσεχτικά το μωρό στην αγκαλιά του κι άρχισε να του χαϊδεύει το προσωπάκι με το μικρό του δάχτυλο.
«Κορίτσι είσαι τυχερούλα!» της είπε και σχολίασε: «Κάποτε θα βρεις τον πρίγκιπα που θα σ’ αφήνει να ξαπλώνεις σε μεταξωτά σεντόνια. Μέχρι τότε όμως θα σε φροντίζω εγώ!».
Δεν κρατιόνταν άλλο κι έτρεξε να βρει τον παπά-Θανάση στην εκκλησία.
«Σου έφερα την Ευθυμία μου -φώναξε ενθουσιασμένος- μπαίνοντας με ασυγκράτητη ορμή στο εξομολογητήριο. «Έτσι θέλω να βαφτίσω τη μικρή!» συνέχισε με κομμένη ανάσα.
Ο παπά-Θανάσης που εκείνη την ώρα εξομολογούσε μια κοπέλα, αφού συνήλθε απ’ την αρχική του έκπληξη, άρχισε να ρωτά και να ξαναρωτά για το μωρό:
«Τίνος είναι; Τι γυρεύει στην αγκαλιά σου;».
Ενόσω ο μπάρμπα-Χρήστος γινόταν πιεστικός, ο ιερέας έθετε τις αντιρρήσεις του:
«Και πώς θα γίνει να το βαφτίσουμε; Θέλουμε πιστοποιητικό γέννησης, να γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε, πού γεννήθηκε και ποιοι είναι οι γονείς του!».
«Εγώ!» επέμενε ο ψαράς.
«Τι εσύ;» δεν μπορούσε να υποπτευθεί πού το πήγαινε εκείνος.
«Θα το υιοθετήσω!» απάντησε συλλαβιστά και δυνατά ο μπάρμπα-Χρήστος για να τονίσει αυτό που σκεφτόταν να κάνει.
Ο παπά-Θανάσης γούρλωσε τα μάτια και είπε:
«Μα απαιτούνται πολλές και χρονοβόρες διαδικασίες!».
«Ξεκίνα αμέσως, παπά-Θανάση! Ψυχικό θα κάνεις. Δεν το καταλαβαίνεις;».
Πράγματι, ο ιερέας με τη διαίσθηση του άγιου ανθρώπου που είχε, είδε στα μάτια του μέχρι πρότινος απογοητευμένου και αγανακτισμένου ψαρά την ελπίδα ν’ ανθίζει και να μοσχοβολά γύρω του. Μπροστά του στεκόταν ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος απ’ αυτόν που γνώριζε εδώ και χρόνια! Γεμάτος πίστη και δύναμη!
Πανεμορφο Λασκαρ κι ελπιδοφόρο
ΑπάντησηΔιαγραφήμακαρι ολς ο κόσμος να εβρισκε την καινουργια ελπίδα για τηξν καινουργια αρχη
Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Μαρούλλα για το σχόλιο! Καλό σας βράδυ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή