Με χαρά έλαβα την καινούργια ποιητική
συλλογή του φίλου λογοτέχνη Χάρη Μελιτά, η οποία απαρτίζεται από εικοσιένα
ποιήματα και αποτελεί το δέκατο κατά σειρά ποιητικό βιβλίο του, από την πρώτη
έκδοση που πραγματοποίησε το έτος 1995 με τίτλο: «Η νύχτα στο πιάνο».
«Ελεύθερη
πτώση» λοιπόν, από έναν ποιητή που σέβεται τους συναδέλφους του και το
αναγνωστικό κοινό του, αφού με την ποιότητα της γραφής του ακολουθεί μια
πορεία, που μόνο με «Ελεύθερο πέταγμα»
μπορεί να παρομοιαστεί, αφού ο πολυτάλαντος δημιουργός ακροβατεί ως πλάσμα
γήινο μα παράλληλα και ως μια μορφή που αντανακλά, εκτός από την πραγματικότητα,
και τον ατελεύτητο κόσμο των ονείρων και των προσωπικών επιθυμιών.
Γι’ αυτό «τα
βράδια υποδέχεται στο σπίτι, τους ήρωες των παιδικών του χρόνων» -όπως
γράφει στην αρχή του ποιήματος: «Οι
συμπαίκτες»- εξασκούμενος σ’ ένα παιχνίδι με την τράπουλα, με τη
διαφαινόμενη ειρωνεία να περιβάλλει τους «αριστοκράτες» ήρωές του.
Στο ποίημα «Δομικά υλικά», ο ποιητής μάς υπενθυμίζει πως η πτώση πλέον δεν
επιφέρει τις συνέπειες ενός συμπαγούς αντικειμένου, αλλά τον διασώζει η
ευπροσάρμοστη ύλη του σε οποιεσδήποτε συνθήκες:
«Πέφτω.
Δεν σπάω.
Μεταλλάσσομαι.
Αλλάζω σχήματα
προσχήματα
προθέσεις.
Τι απερίγραπτος θεός!
Μάλλον ακρίβυνε εσχάτως ο πηλός
κι άρχισε να δημιουργεί
με πλαστελίνη».
Στο ποίημα που δανείζει τον τίτλο του σε
ολόκληρη τη συλλογή και είναι αφιερωμένο στον Γιάννη Τζανή, οι όροι της οικονομίας
προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ύπαρξη:
«Έπεσε.
Η τιμή του βάμβακος.
Το αργό πετρέλαιο.
Το χρηματιστήριο».
Ενώ στο σαρκαστικό ποίημα «Ακράτεια», ο ποιητής στρέφει όλα τα
βέλη του στο κράτος, αφήνοντας ένα πικρό αίσθημα να αιωρείται, όπως η ομίχλη
ενός απάνθρωπου, δυναστικού και δυσώδους κράτους:
«Τι κρίμα τέτοιο κράτος κραταιό
να κρύβει στις φασκιές το μυστικό του
πως χάνει στα γεράματα υγρά
απ’ τις κεκρόπορτες που ξέχασε να
κλείσει».
Στο επιτυχώς τιτλοφορημένο
ποίημα: «Εν μεγάλη Γερμανική αποικία,
2014 μ.Χ.», απευθύνεται στον «μεγάλο» Καβάφη:
«Κατέφθασαν οι βάρβαροι Καβάφη.
Τι το ’θελες αθάνατος να μείνεις;
Η πόλη μας πολύχρωμο πανό
Με στίχους σου ατάκτως ερριμμένους».
Ο ποιητής Χάρης Μελιτάς καταλήγει στο
υπέροχο ποίημα με τίτλο: «Κάτι παιδιά», να
μιλήσει για τις ενοχές των προηγούμενων γενιών, για τις τύψεις των παλιών
-αγωνιστών ή μη- που βλέπουν την ελπίδα του μέλλοντος, τα παιδιά, σαν «δέντρα άφυλλα μεσ’ το χειμώνα τους, με το
βλέμμα στραμμένο στη νύχτα, κατεβαίνουν στην άβυσσο μόνα τους κι από μας, ούτε
μια καληνύχτα».
«Η σιγή τους, απόρρητο μήνυμα
οι κραυγές τους, ατέρμονοι πόθοι
μια ζωή διψασμένο προσκύνημα
στο φιλί που ποτέ δεν εδόθη».
Και πράγματι, αυτό το φιλί που θα έβγαζε από
το τέλμα τα παιδιά μα και ολόκληρη τη χώρα, κάπου σκάλωσε, σε βράχια που
κάποιοι μικρόψυχοι πολιτικοί φρόντισαν να ρίξουν το πιο έμψυχο δυναμικό της χώρας,
αφοπλίζοντας παράλληλα τις πιο δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, οι οποίες τώρα «φυτοζωούν»
με την ελπίδα του «μη χείρον βέλτιστον». Ο ποιητής που νιώθει την ευθύνη σαν
βαρύ φορτίο στους ώμους του και σαν μελαγχολία που του κατατρώει την ψυχή, δεν
μπορεί να «φιμώσει» τις αισθήσεις του, γιατί μπροστά του ορθώνεται το τέρας
ενός απάνθρωπου ισοπεδωτισμού και μάλιστα στη χώρα που γέννησε το φως και όλες
τις αρετές εξυψώνοντας τον άνθρωπο μέχρι του σημείου, να μη μπορεί να δεχτεί τη
σκλαβιά είτε αυτή προέρχεται από την Ανατολή είτε από τη Δύση.
29/01/2015
Λάσκαρης
Π. Ζαράρης