Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Κριτική παρουσίαση του βιβλίου της Ιωάννας Γκανέτσα: «Ο έρωτας δε θέλει τίτλο», σελ. 154, εκδόσεις bookstars, Λάρισα 2014.





   Το βιβλίο της Ιωάννας Γκανέτσα: «Ο έρωτας δε θέλει τίτλο» απαρτίζεται από δύο ενότητες, που η πρώτη έχει τίτλο: «Ιδεοδρόμιο ερωτικό» και αποτελείται από 21 άρθρα, ενώ η δεύτερη έχει τίτλο: «Έρωτος παθήματα» και αποτελείται από 24 διηγήματα (σύνολο λοιπόν 45 κείμενα με κεντρικό άξονα τον έρωτα).
   Η Θεσσαλή συγγραφέας θίγει με πυρήνα το συναίσθημα το αχανές θέμα «έρωτας» κολυμπώντας στα νερά μιας άγνωστης θάλασσας, που μπορεί να ταξιδέψει τον καθένα αλλά και να τον βουλιάξει στον σκοτεινό βυθό της. Από την άποψη του λογοτεχνικού εξοπλισμού και της έφεσης στην ψυχολογική διερεύνηση φαίνεται πως η Ιωάννα Γκανέτσα ταξιδεύει αρχικά με κλυδωνισμούς απολαμβάνοντας αυτό το ταξίδι, αλλά δίνοντας παράλληλα ακέραια στον αναγνώστη την πηγή της καλλιτεχνικής έμπνευσης, που οφείλεται κυρίως στην ικανότητά της να βιώνει με ένταση πνευματικές καταστάσεις που σε άλλους ανθρώπους περνάνε απαρατήρητες και για εκείνους δεν μπορούν να συνθέσουν ένα πρώτης τάξεως λογοτεχνικό υλικό.
   Κάθε ιστορία της συνιστά και μια ευκαιρία να μιλήσει εξομολογητικά στις ψυχές των αναγνωστών, με χαμηλούς τόνους δηλαδή, μα με ουσιαστικά λόγια για όλα τα μεγάλα που συντελούνται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή και για το σημαντικότερο όλων τον έρωτα που υφαρπάζει στιγμές ως συλλέκτης ανανεωτικών ονείρων και εξαγνιστής αμαρτιών –θεωρητικά ανώδυνων και αθόρυβων- για να τις οδηγήσει σ’ ένα υψηλότερο και ηθικότερο σκαλί κάνοντας χτυπητή την αντίθεσή του με τις απογοητεύσεις της καθημερινής ζωής. Ψάχνοντας στα κείμενα της Ιωάννας -όχι βέβαια με το νυστέρι του χειρούργου που αναζητεί στο σώμα του κειμένου κάποια παθογένεια- μα με την αντίληψη τού συνηθισμένου αναγνώστη που συγκινείται με την προσπάθεια της συγγραφέως να μιλήσει στην ψυχή και να αναστήσει κάποιο κρυφό παλμό νεότητας από το παρελθόν, μέσα από τη μνήμη που συγκροτεί αθέλητα την πεμπτουσία του έρωτα, παίρνω μέρος σε μια τελετουργία όπου ο έρωτας γίνεται εργαλείο γνώσης, μας μαθαίνει συμπεριφορές που παιχνιδίζουν στα όριά μας, όταν το πάθος χτυπά την πόρτα της καρδιάς και κάνει να υποχωρούν οι φόβοι και οι δισταγμοί μας και μετατρέπεται σε τρέλα, όμορφη τρέλα, που γεμίζει το «είναι» μας με ανεξάντλητο ενθουσιασμό και διάθεση για ζωή.
   Στην αρχή του βιβλίου στη σελ. 16, η Ιωάννα γράφει: «Θα σου πω για τον ανολοκλήρωτο έρωτα. Είναι εκείνος που δείλιασε μπροστά στα πρέπει, που φοβήθηκε να δώσει και να δοθεί, που είπε πολλά αλλά έκανε λίγα, που φρέναρε αντί να πατήσει γκάζι, που κρύφτηκε πίσω από τη σιγουριά. Έρχεται τα βράδια κρυφά στις σκέψεις σου, αλητεύει στους πόθους σου, αναστενάζει στο άκουσμα λέξεων που ματώνουν παλιές πληγές». Εδώ δεν έχουμε μια αυστηρή γυναικεία στάση και συγκεκριμένη οπτική γωνία αλλά μια διατύπωση που προέκυψε μετά από σφαιρική αντιμετώπιση του έρωτα ως εμπειρία, μάθηση, φαινόμενο, τάση για εξομοίωση των αντιθέσεων και κλείσιμο του ματιού στους άντρες, που κι εκείνοι εύκολα μπορούν να συγκινηθούν όταν χρειαστεί να ταιριάξουν τη λογική με τον έρωτα ή να παραμερίσουν τη λογική για να ζήσουν μια άνευ όρων συναισθηματική παράδοση μέσα στο μεγαλείο της ένωσης του νου, των ψυχών και των σωμάτων.
   Η Ιωάννα Γκανέτσα, μας μιλά με ειλικρίνεια, μέσα απ’ το πέλαγος των ανθρώπινων χαρακτηριστικών αναζητεί εκείνο το κύμα που θα δώσει το σωστό ερέθισμα, ώστε η αλήθεια να λάμψει με το εκτυφλωτικό φως της. Είναι ο έρωτας τελικά Θεός ή αρρώστια; Και όπως γράφει η συγγραφέας στη σελ. 24 του βιβλίου: «Ο έρωτας είναι μια θητεία που ο καθένας πρέπει να περάσει μόνος του. Δεν ωφελεί να διαβάσεις γι’ αυτόν, να ακούσεις ιστορίες, να φανταστείς καταστάσεις. Πρέπει να περάσεις ο ίδιος μέσα από τα μονοπάτια του, να τον νιώσεις να σε πλημμυρίζει, να σε εξυψώνει, να σε απογοητεύει, να σε παιδεύει. Είναι μια εμπειρία που δε μεταβιβάζεται». Έχει όμως και μια πολύ ενδιαφέρουσα και σταθερή άποψη για το πώς ακριβώς μπορεί να φτάσει κάποιος σε μια αγάπη που αντέχει στο χρόνο: «Ο έρωτας είναι από τα συναισθήματα εκείνα που απαιτούν γενναιότητα. Ζητά επιτακτικά τα προσωπικά όρια σου και φυσικά, ζητά να τα ξεπεράσεις». Στη σελίδα 35 του βιβλίου γράφει: «Υπάρχουν κάποιες ιστορίες έρωτα που αν δεν τις διηγηθείς σε κάποιον, κινδυνεύεις να καείς από το ίδιο σου το συναίσθημα. Είναι φορές που η επιθυμία σου να το μοιραστείς μήπως καταφέρεις να αποφορτιστείς, είναι αβυσσαλέα». Αυτό ακριβώς αποτελεί και την ανάγκη του δημιουργού σε γενικότερο επίπεδο, ότι γράφοντας όσα τον απασχολούν καταλήγει να νιώθει όμορφα μέσα από αυτή τη διαδικασία.
   Τι πιο κατάλληλη περιγραφή του έρωτα από τη σελίδα 42 του βιβλίου! «Όμως του έρωτα δεν του αρέσουν τα λιμάνια. Ούτε οι προορισμοί. Δραπετεύει. Είναι αλήτης, γυρνά πάντα σε βαθιά νερά και σου μαθαίνει να κολυμπάς, να βγαίνεις στα ανοιχτά, να τολμάς, να πετάς ακόμη και με σπασμένα φτερά». Και συνεχίζει τη γλαφυρή αφήγηση στη σελίδα 53 παρουσιάζοντας τα «Αξιώματα Αγάπης» με μια υπέροχη εικόνα: «Πάρε για παράδειγμα τη θάλασσα. Δε γίνεται να ισχυριστείς πως την αγαπάς αλλά να την αποζητάς μόνο όταν είναι ήρεμη και καλοκαιρινή. Πρέπει ακόμη και όταν είναι φουρτουνιασμένη και παλεύει με τον εαυτό της μέσα στην ταραχή του χειμώνα, εσύ να την κοιτάς κατάματα και να βλέπεις την ομορφιά της». Στη σελίδα 98, η συγγραφέας γράφει αποκαλύπτοντας ακόμη μία μεγάλη αλήθεια που πολλοί διστάζουν να παραδεχτούν γιατί είτε εκείνη τους ενοχλεί είτε τους συμφέρει η μη παραδοχή της, για να μπορούν να ζουν κυρίως ανέμελες στιγμές: «Μετριότητα δεν είναι ο έρωτας που γεννιέται παράνομα αλλά η ατολμία να επιλέξεις να τον εξυψώσεις κάνοντάς τον μέρος της φανερής σου ζωής. (Εδώ αναμφίβολα αναφέρεται σε ορισμένους παντρεμένους ή παντρεμένες που προκειμένου να πάρουν ανάσες από την ασφυκτική ρουτίνα του γάμου τους, συνάπτουν παράλληλες κι εφήμερες ερωτικές σχέσεις). Μετριότητα δεν είναι να ερωτευτείς κρυφά αλλά να μην τολμήσεις να το πεις ποτέ ανοιχτά. Αλλιώς δεν μιλάμε για έρωτα. Ο πραγματικός έρωτας μιλάει με αλήθειες».
   Στο διήγημα με τίτλο: «Τα ταξίδια της σιωπής» διαβάζουμε ότι: «Ούτε η σιωπή, λοιπόν, μπορεί να κρύψει τίποτα. Φτιαγμένη από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ακόμη κι όταν στέκεται μόνη, όταν δεν είναι απόλυτη και βουβή μπορεί να πει περισσότερα από τα λόγια, τις εξηγήσεις, τα πώς και τα γιατί μιας οποιασδήποτε σχέσης αμφίδρομης σε συναισθήματα ή μονόπλευρης». Στο πολύ καλό διήγημα: «Όλοι για σένα κι εσύ για κανέναν» η συγγραφέας αποτυπώνει το στίγμα μιας αληθινής και ειλικρινούς γλώσσας, απέριττης από λογοτεχνικά στολίδια που μπορούν εύκολα να ζημιώσουν το κείμενο και να οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα κερδίζοντας μονάχα το παιχνίδι της εντύπωσης. Η Ιωάννα Γκανέτσα όμως επιλέγει συνειδητά να προβάλλει την ουσία, τον δημιουργικό διάλογο μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη που πρέπει να βασίζεται στις αρχές που διέπουν κάθε προσωπική και κοινωνική σχέση της καθημερινότητας και ιδιαίτερα στον σεβασμό. Ο σεβασμός είναι που ξεχωρίζει από το πλήθος των φλύαρων και ανερμάτιστων συζητήσεων, εκείνες που έχουν βαθύ ψυχικό έρεισμα.
   Τα λόγια του Πέπε, ήρωα του διηγήματος: «Του έρωτα ο χορός» ακούγονται δυνατά σε σημείο να ξαφνιάζουν με την αμεσότητά τους: «Έλα μην είσαι ανόητη. Θα περάσει. Ακόμη και τα πιο δυνατά συναισθήματα, έρχεται κάποια στιγμή που ο χρόνος τα ξεθωριάζει. Νομίζεις πως θα πονάς αιώνια; Τίποτα δεν κρατάει αιώνια, κορίτσι μου, πόσο μάλλον ένας έρωτας που έμεινε στο «θα κάνουμε» και ξέχασε να προχωρήσει στο «ας το κάνουμε». Οι άνθρωποι έχουν την τάση να κάνουν τα εύκολα δύσκολα. Βρίσκουν ένα σωρό δικαιολογίες για να κρύψουν τη δειλία τους. Έχουν μάθει να παίρνουν, χωρίς να δίνουν. Τζάμπα μάγκες. Δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για ό,τι κοστίζει».
   Στο διήγημα με τίτλο: «Το παιχνίδι της κατάκτησης» επιχειρεί και τα καταφέρνει με επιτυχία να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Δημήτρη, ενός σύγχρονου Casanova, που αποζητά συνεχώς την επιβεβαίωση στη συνέρευση με μικρότερες ηλικιακά γυναίκες, «ο οποίος -γράφει με περιπαιχτική διάθεση η συγγραφέας- ήξερε να μετρά τις ερωτικές του παρτενέρ όπως κάνουν τα παιδιά με τα παγωτά που τρώνε το καλοκαίρι» και τελικά οδηγείται στο συμπέρασμα ότι: «Δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα φοβισμένο αγόρι πίσω από την μάσκα ενός γοητευτικού άντρα». Η ανώριμη συμπεριφορά του πρωταγωνιστή δεν μπορεί να απενοχοποιηθεί ακόμη και αν προβληθούν αξιόλογα επιχειρήματα, άλλωστε η ικανότητα της συγγραφέως να αντιμετωπίζει με ευρεία ματιά  το θέμα «έρωτας», χωρίς τις συνηθισμένες κλισέ φράσεις που χρησιμοποιούν και τα δυο φύλα εκατέρωθεν για να υποστηρίξουν τη δυναμική τους και τη διαφορετικότητά τους, αποτελεί μια sine qua non προϋπόθεση για την αλήθεια των λεγομένων της και για τα συναισθήματα που εισπράττει και τα δομεί σε ορθό και όμορφο λογοτεχνικό λόγο.
   Θα θεωρήσω ως ουσιαστικότερο ερώτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της περιήγησής μου στις σελίδες του βιβλίου: «Ο έρωτας δε θέλει τίτλο», το διαζευκτικό ερώτημα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, πρωταγωνιστής του διηγήματος με τίτλο: «Εθισμένος στον έρωτα», ως απάντηση σε ερώτηση μιας νεαρής δημοσιογράφου: «Ποιος βγαίνει τελικά ποιο κερδισμένος στο παιχνίδι της ζωής, εκείνος που ερωτεύεται και χάνει ή εκείνος που δεν ερωτεύεται από φόβο μήπως χάσει;».
   Στο τελευταίο διήγημα του βιβλίου: «Φίλοι ή Εραστές», η συγγραφέας αποκαλύπτει διάφορες πλευρές του έρωτα, μέσα από ένα παιχνίδι επιλογής αντίθετων ή συνώνυμων λέξεων και εννοιών στο οποίο επιδίδονται τα πρόσωπα, και μάλιστα πλευρές που μας διαφεύγουν και μπορούν να δώσουν τη μαγεία που χρειαζόμαστε και την ποιότητα που αξίζει να έχει πάντα ο έρωτας, προκειμένου να εξυψώνει και να μην καταντά άλογο πάθος που αρρωσταίνει.
   Συγχαρητήρια Ιωάννα για το έργο σου, που δεν στέκεται απλά και μόνο ως ανώδυνη, διασκεδαστική και αξιόλογη λογοτεχνία, μα περιέχει λύσεις για προβλήματα στην καθημερινή ερωτική ζωή. Εύχομαι να έρθει σύντομα στο φως το καινούργιο σου πνευματικό παιδί.

26/03/2015

Λάσκαρης Π. Ζαράρης        

2 σχόλια:

  1. Θα είθελα να ρωτησω πως εκανες επανω στο μπλογκ σ εκεινα π λενε πχ.
    ο ηρωας νικα ο συγραφεας κλπ απαντησε συντομα σ παρακαλω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Δανάη, η αλήθεια είναι ότι τα έκανε όλα αυτά ένας φίλος μου και δεν γνωρίζω πώς ακριβώς γίνονται.

    ΑπάντησηΔιαγραφή