Διαβάζοντας το βιβλίο επιστολών της Νίκης
Ταγκάλου, αναρωτιέμαι αν υπήρξε ανάλογη αξιόλογη προσπάθεια γυναίκας τα
τελευταία χρόνια να αποκτήσει ουσιαστική πρόσβαση στα εσώψυχά της και μάλιστα
με θάρρος στην έκφραση της πάλης του ψυχικού της κόσμου. Αυτό άλλωστε αποτελεί
και τη βασικότερη αλήθεια της γραφής: η γνησιότητα της έκφρασης. Η ίδια
διατυπώνει: «Στο χαρτί επάνω με κοιμίζω
γυμνή, όταν ξυπνώ, με ντύνω», αποκαλύπτοντας τη σημαντικότητα της
προσωπικής εξομολόγησης και τη θετική επίδρασή της στη φανέρωση και
απελευθέρωση συναισθημάτων, κοιμισμένων ή μη,
που δε διστάζουν να αναμετρηθούν με την καρδιά, την ψυχή και τον νου,
καθώς και να αντηχήσουν με τη φωνή της συνείδησης στον λαβύρινθο που δημιουργεί
η μοίρα στον άνθρωπο, αν θέλετε οι προσωπικές επιλογές στη ζωή του.
Η Νίκη Ταγκάλου αφήνει για λίγο τα μονοπάτια
της ποίησης, δεν τα εγκαταλείπει εντελώς αλλά βαδίζει παράλληλα με την ποίηση
και δοκιμάζεται σ' έναν άγνωστο χώρο, τον χώρο της πεζογραφίας, όχι όμως εκείνον
που τροφοδοτείται από φανταστικές καταστάσεις κι επινοημένους πρωταγωνιστές. Η
Νεφέλη, αν και φανταστικό πρόσωπο, ταυτίζεται τελικά με τη δημιουργό μέσα από
έναν προσωπικό και μεστωμένο κόσμο, όπου το προσωπικό βίωμα -για την ακρίβεια
το συναίσθημα- αποτελεί το εφαλτήριο της αφήγησης κι οι λέξεις συνάζονται ώστε
να χαράξουν μια καινούργια διαδρομή. Η μοναξιά δεν είναι πια εχθρός της
γυναίκας, γίνεται σύμμαχος για να τραβήξουν οι δυο τους τα όρια της ύπαρξης όσο
μακριά γίνεται...
«Και τελικά αναρωτιέστε ακόμα γιατί
κοιμάμαι αγκαλιά με τη μοναξιά μου; Με αυτήν τρώμε μαζί στο ίδιο τραπέζι και το
κυρίως γεύμα και το επιδόρπιο και μετά δε λυπόμαστε για τα επιπλέον «κιλά» που
βάρυναν την ψυχή μας. Την κρατάμε αγνή και ήρεμη, χωρίς λύπη και περιττά.
Αγκαλιάζει η μία την άλλη, κοιτάμε το ίδιο φεγγάρι το βράδυ και όχι ο ένας
δεξιά και ο άλλος αριστερά και τις νύχτες που κρυώνουμε η μια μπαίνει στο κορμί
της άλλης δίχως τον φόβο να πληγωθούμε. Κάθε φορά που έβρεχε άπλωνα το χέρι μου
έξω από το
παράθυρο και της δρόσιζα το μέτωπο για
να νιώθει την αγάπη μου…»
Η μοναξιά αλλάζει όχι μόνον ένδυμα αλλά και
σώμα, αρχίζει και συμπεριφέρεται με φυσικότητα σ' έναν άγνωστο εαυτό,
ακτινογραφώντας τα μύχια του στη σιγαλιά της νύχτας και μοναδική διέξοδος
φαντάζει να είναι το γράμμα, τα γράμματα, που θα γεμίσουν τα συρτάρια για να
έχει να βρει ο απειλητικός και αδέκαστος χρόνος υλικό, ώστε να ζωντανέψει
κάποτε η μνήμη. Η συγγραφέας γράφει δικαιολογημένα για τον χρόνο: «Ο χρόνος συνεχίζει το έργο του ακάθεκτος! Σε
κάθε κύκλο του αλλάζω... σε κάθε γέλιο του τρομάζω... Υπάρχουν στιγμές που ακούω
το τρανταχτό, κοροϊδευτικό γέλιο του. Νομίζω ότι έχει κάνει συμμαχία με τη
μοναξιά μου».
Και
όμως, αυτά τα γράμματα σκίζονται γιατί δεν υπάρχει κάποιος να τα παραλάβει. Γράφει
σχεδόν απελπισμένα η Νεφέλη: «Κάθομαι σαν
υπνωτισμένη στο κρεβάτι μου πάλι και κοιτώ έξω, το βλέμμα μου βαρύ κι θλίψη μού
φωνάζει αυτόν τον άγνωστο που περιφέρεται έξω και που ποτέ δε μου χτυπά την πόρτα».
Παρακολουθώντας με τεταμένη την προσοχή μας τις
30 ημέρες, όπου τα συναισθήματα απογειώνονται, ταξιδεύουν σε έρωτες, στις
απουσίες του έρωτα, στην έλλειψη του και στην υποταγή της ηρωίδας στα όνειρα, διαπιστώνουμε
ότι η ματιά της εστιάζεται λιγότερο στη σωματική εκδοχή που προσφέρει κάποια
μορφή ευτυχίας, αν υποθέσουμε ότι η ηδονή αποτελεί και μια μορφή ευτυχίας.
Εστιασμένη κυρίως στην ψυχή, γράφει: «Η
αφίλητη ψυχή φίλε μου είναι χειρότερη από τα αφίλητα χείλη, αυτή κλαίει και
ξεσηκώνει ενώ τα χείλη απλά σφραγίζουν και σωπαίνουν».
«Ζωγραφίζω έρωτες με τα βλέφαρά μου και
με τα χέρια μου τούς αγκαλιάζω και δε με πειράζει που πρέπει αναγκαστικά το
πρωί να ξυπνήσω, με πειράζει που κάθε βράδυ μπαίνω στην ίδια διαδικασία σαν να
είμαι δύο διαφορετικοί άνθρωποι στο ίδιο κορμί».
Η πρωταγωνίστρια συνομιλεί με τον εαυτό της
για να αντιμετωπίσει τη μελαγχολία της, το κενό που απειλεί να την καταπιεί κι
είναι τόσο ζωντανή η αφήγησή της, που μπροστά απ’ τα μάτια των αναγνωστών περνάει
ένας κόσμος καταπιεστικός, ασφυκτικός, οδυνηρός, ταυτόχρονα ικανός να
προκαλέσει συναισθήματα οίκτου και συμπαθείας γι' αυτό το ταλαιπωρημένο κι
ευαίσθητο πλάσμα, τη Νεφέλη: «Ώρες-ώρες
γίνομαι τραγικά αστεία και χαζή και εκεί που γελάω, ξαφνικά πάλι κλαίω».
Πόθοι ακοίμητοι τη βασανίζουν, μαύρες σκιές
οι επιθυμίες, η ανασφάλεια τη βυθίζει: «Νιώθω
καράβι χαμένο στο πέλαγος και τα κύματα δε με αφήνουν να πλησιάσω στη στεριά
σου». «Το κρεβάτι έχει μετατραπεί σε
αρένα, στριφογυρνάω συνεχώς σαν αγρίμι και τα σεντόνια γδέρνουν τόσο τη σάρκα
μου όσο η απουσία σου την ψυχή μου». Δοκιμάζεται σε μία κόλαση που δεν
υπήρξε δική της επιλογή, απλώς η αδυναμία την εμποδίζει να πιαστεί από την
πραγματικότητα, σε σημείο του να επιδιώκει συνεχώς την παρηγοριά στον ύπνο και
τα όνειρα. Σαν ιστός αράχνης την τυλίγει η ψυχική αρρώστια: «Κατοικείς μέσα μου με έναν βίαιο και
καταλυτικό τρόπο. Με τεμαχίζεις ερήμην μου κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι
συνειδητά την απουσία σου». Κάπου όμως αργοσαλεύει η ελπίδα, γιατί με την
αποδοχή των συναισθημάτων και την εξομολόγηση αρχίζει η θεραπεία της ψυχής.
Μπροστά στον καθρέφτη η Νεφέλη νιώθει
αμήχανα, μοιάζει να αποποιείται τον ίδιο της τον εαυτό, δεν αντέχει στη θέαση
της εικόνας της, αφού η ίδια η μορφή της και ειδικότερα το πρόσωπό της αποτελεί
το ιδανικότερο τοπίο της παρακμής: «Αυτόν
τον καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι μου θα τον σκεπάσω με ένα σεντόνι».
Κι αν μέχρι τώρα υπάρχει κάποιος που δεν
μπόρεσε να συγκινηθεί από τα βασανιστικά πάθη και τους φόβους της ηρωίδας, η
εικόνα της ζωής που παλεύει με τον θάνατο αρκεί για να δημιουργήσει την
κατάλληλη ατμόσφαιρα και να συμπτύξει τη φιλοσοφία ενός ανθρώπου που ακροβατεί
σε ακραίες καταστάσεις:
«Μέσα στο σπίτι κάνει κρύο. Μέσα στο
σπίτι κατοικεί ο θάνατος. Είμαι σίγουρη τώρα πια και κάθε φορά που ανοίγω το
παράθυρο μπαίνει με λύσσα μέσα η ζωή και τους βλέπω να μαλώνουν! Πέφτουν στο
πάτωμα και προσπαθεί ο ένας να πνίξει τον άλλον και εγώ κάθομαι σε μια
πολυθρόνα, ατάραχη σαν να βλέπω κάποια θεατρική παράσταση. Το θέατρο του
παραλόγου, μέχρι που κουράζομαι, πάω στο κρεβάτι, κλείνω τα μάτια μου και σε
περιμένω. Αυτοί συνεχίζουν σαν μαριονέτες να παλεύουν. Ποιος τους δίνει όμως
σημασία;».
Τελειώνοντας αυτό το σύντομο κριτικό
σημείωμα, έχω να παρατηρήσω συμπερασματικά ότι ο πόνος ως αίσθημα μπορεί να
κυριεύει την ψυχή και το σώμα, μπορεί να τα υποδουλώνει και να τα καθιστά εν
μέρει ανίκανα να δράσουν και να χαρούν τη ζωή, όμως οφείλουμε να δεχτούμε μια
γονιμοποιό δύναμη που συχνά συγκρατεί μέσα του κρυφά. Αυτή η δύναμη κάποια
στιγμή θα φανερωθεί για να μεταμορφώσει τον άνθρωπο που υποφέρει, σε
υπερασπιστή ονείρων και οραμάτων: «Δεν ξέρω γιατί συνεχίζω να γράφω, μάλλον χρειάζομαι την
ψευδαίσθηση ότι υπάρχει κάποιος για μένα, ότι με ακούει, με διαβάζει ότι τέλος
πάντων έχει κάποιο νόημα η ζωή μου».
Εν κατακλείδι, η Νίκη Ταγκάλου
ξεσκεπάζοντας την πλάνη του έρωτα μέσω της Νεφέλης και της γλαφυρής γραφής της,
δεν κάνει τίποτε άλλο από να αποκαλύπτει αυτή τη δύναμη, ατέλειωτη σπορά
ελπίδας που αναδύεται ακόμη και από τις
βαθιές πληγές κι ας «Βλέπει τη λέξη
αγάπη πάνω στις σελίδες να μαραίνεται και τη λέξη μοναξιά να ανθίζει…». Όλη η ουσία
είναι, να δημιουργήσουμε μια νέα πραγματικότητα για εμάς αφού πρώτα αποδεχτούμε
την προηγούμενη πραγματικότητα και την καταστρέψουμε για να μπορέσουμε να
προχωρήσουμε μπροστά….
11/03/2016
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής, συγγραφέας,
βιβλιοκριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου