Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Κριτική παρουσίαση τριών ποιητικών συλλογών του Δημήτρη Α. Δημητριάδη.





   Με μεγάλη χαρά δέχτηκα τις τρεις ποιητικές συλλογές του φίλου ποιητή από τη Θεσσαλονίκη Δημήτρη Α. Δημητριάδη: «Απέναντι», «Τα μπλουζ είναι κόκκινα» και «Café Republic», ενώ τα προηγούμενα χρόνια βρίσκονται στο ενεργητικό της λογοτεχνικής του πορείας ακόμη δύο συλλογές.
   Η ποίηση του εξασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, αφού τα ολιγόστιχα και ολιγοσύλλαβα ποιήματά του απαιτούν από τον αναγνώστη προσήλωση ώστε να γίνει φανερό το νόημά τους. Δεν πρόκειται βέβαια για ένα είδος κρυπτικής γραφής, αλλά για μία γραφή που μπορεί να σου αποκαλυφθεί σιγά-σιγά εφόσον προσλάβεις ορισμένα σημάδια, τα οποία πηγάζουν από τον μικρόκοσμο του ποιητή. Κυρίως τα ιδανικά που ψηλαφίζονται ανάμεσα στους στίχους, αναμφισβήτητες προϋποθέσεις πίστης και ευγενών σκοπών μιας γενιάς -ηλικιακής κυρίως- που κοντεύει να αποτελέσει παρελθόν, αλλά όμως θα εξακολουθεί εμμέσως να επηρεάζει τα κοινωνικά και λογοτεχνικά δρώμενα της σημερινής αποπροσανατολισμένης εποχής.
   Στο ποίημα: «Ό,τι πιστεύω στα σπλάχνα μαθαίνεται» (ποιητική συλλογή: «Απέναντι») γράφει στην πρώτη στροφή:

Πιστεύω
στην αγρύπνια της σιωπής
και στο ρίγος του πάθους
στη ρωγμή του σπόρου μέσα στη γη
σ’ ό, τι είναι γραμμένο στον αέρα
στην ερημιά των δρόμων
και στα λαγούμια του πόνου.

Ασθματική γραφή, στίχοι ρηξικέλευθοι, που όμως η εκφορά τους έχει να κάνει με ιερή νομοτέλεια. Σαν να μην μπορεί να αμφισβητήσει κανείς το περιεχόμενό τους και τις αλήθειες τους:

Κομμάτια με τη μνήμη μου γίνομαι

Λογαριάζοντας
πώς χάθηκαν οι παλιοί άσειστοι φίλοι
αλλάζοντας τις μάσκες μία μία
ανάλογα με το βάθος της πολυθρόνας
το ύψος των οικοδομών
τις τιμές των αυτοκινήτων
τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ
κομμάτια με τη μνήμη μου γίνομαι.

Αν στα σπλάχνα αυτού του ποιήματος ανασαίνει η απογοήτευση, υπάρχει πάντα η κατανόηση της ανθρώπινης φύσης, που γενικά έχει τα ελαττώματά της κι είναι επιρρεπής στις ευκολίες της ζωής. Έτσι, η αποδοχή είναι μια φυσική συνέπεια της γνώσης ότι ακόμη και οι φίλοι που υπερασπίστηκαν με πάθος τις αξίες τους, τώρα σιωπούν στην εφησυχαστική θεσούλα τους, ορίζοντας τη ζωή τους με οικονομικούς και ποσοτικούς δείκτες.
   Από το ποίημα: «Οι φίλοι μου» παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα:

Μιλούν για τη μεγάλη ήττα
για την πνιχτή ήττα που τους ματώνει
κι άλλο μη θέλοντας πάντα
σπίθες μονάχα
άπτερες νίκες
παιδιά να παρελαύνουν στον ορίζοντα
σωπαίνουν
αφουγκράζονται
και δεν ακούνε τίποτα
παρά μονάχα τη σιωπή τους.

Πηγαία ποίηση, χωρίς λυρικές ωραιοποιήσεις, που κρίνει αυστηρά κάθε μικρόκοσμο, προσφέροντας απροκάλυπτα κοινωνικές προεκτάσεις:

Ούτε μια κραυγή

Πάει
πέρασε πια η εποχή των ιδεών
κυλά πλέον η εποχή των εκκρίσεων
ο πόνος απορρίχνεται ως ανεπιθύμητο νεογνό
ξεβράζεται
τραγουδά στην αφωνία του μουγκρητού
καρπούται ενέργεια απ’ το ζόφο

τόσος
μα τόσος πόνος
κι ούτε μια κραυγή.

Κι είναι η «εποχή των εκκρίσεων», το κυριότερο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής μας, μια ιδιότητα που αρμόζει σε «γυμνοσάλιαγκες», που ξοδεύουν άσκεφτα το σάλιο τους για να ανεβαίνουν τις κοινωνικές βαθμίδες και να εδραιώνουν το βουλιμικό τους ύφος, μακριά από επώδυνες καταστάσεις.
   Είναι φυσικό λοιπόν, ο ποιητής Δημήτρης Δ. Δημητριάδης να αναρωτιέται με πίκρα στη δεύτερη στροφή του ποιήματος: «Αυτός ο πόλεμος δεν έχει τέλος»:

Φίλε τι να σου γράψω
πώς να ταρακουνήσω το τεράστιο μαύρο τίποτα
τι να σου πω για τα πισώπλατα χτυπήματα
τα ξεπουλήματα
γι’ αυτούς που δεν ακούνε
ούτε βλέπουν.

   Κι είναι επίσης φυσικό, οι απόψεις του ποιητή για το σύνθετο φαινόμενο ή εκδήλωση «ποίηση» να μη συμπίπτουν με την ελίτ ή την μπουρζουαζία του πνεύματος, ούτε ακόμη με τη νοοτροπία των καταραμένων ποιητών. Η ιδιοσυγκρασία του τον οδηγεί στην υιοθέτηση μιας μαχόμενης ποίησης, μιας ποίησης που μπορεί να ανοίγει συνεχώς δρόμους, να γίνεται φωτεινό παράδειγμα για τους νεότερους, μια ποίηση που παλεύει για όλες τις σημαντικές και αδιαπραγμάτευτες αλήθειες της ζωής, όπως τα ιδανικά, τις αξίες και ασφαλώς την ελπίδα, που θα ήταν έγκλημα να πωλείται σε τιμή ευκαιρίας. Από το υπέροχο ποίημα: «Αν δεν το ξέρεις», που αποτελεί και το προσωπικό ποιητικό μανιφέστο του Δημήτρη Δημητριάδη:

Η ποίηση φίλε
γυμνή
θερμότατη
χαρακωμένη
στα σπλάχνα χορεύει
ουρλιάζοντας
μ’ ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι στα χέρια της.
Αν δεν το ξέρεις
δεν ξέρεις φίλε πού πατάς
και πού πηγαίνεις.

Σε αυτή τη γυμνότητά της, βασίζεται και όλη η αξία της ποίησης του Δημήτρη Α. Δημητριάδη. Αποφεύγει τα στιχουργικά στολίδια, γνωρίζοντας καλά τους στίχους που έγραψε κάποτε ο Σεφέρης: «Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη. Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζει. Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της. Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά».  
   Γίνεται επομένως αντιληπτό, ότι το χρυσάφι των στίχων δε βρίσκεται στην επιφάνεια, στη λάμψη, αλλά στο εσωτερικό, στο περιεχόμενο, στην ουσία, σε αυτό που θα καταλήξει να συμπεράνει ο αναγνώστης, έχοντας τα δικά του σημεία αναφοράς, σύμφωνα με τα οποία θα ερμηνεύσει τα νοήματα των ποιημάτων. Εδώ δεν πρέπει να γίνει λόγος για την  τεχνική, αφού το όλο ζήτημα έγκειται στον ενστερνισμό συγκεκριμένων σχολών, γεγονός που θα
έκανε τον δημιουργό να απολέσει την προσωπική εκφραστική του ελευθερία. Ο ποιητής, έχοντας πλήρη επίγνωση της αξίας του ποιητικού του λόγου, προειδοποιεί τον αναγνώστη:

Αυτός ο λόγος

Μην τον αγγίξεις
νομίζοντας πως γνωρίζεις την ψυχή του
νομίζοντας πως μπορείς να παίξεις μαζί του
αυτός ο λόγος σε κοιτά ερευνητικά
ζυγιάζεται

θα σου χιμήξει.

Για να αποκρυπτογραφήσουμε λοιπόν αυτόν τον λόγο, πρέπει αρχικά να αμυνθούμε και να αρπάξουμε την ευκαιρία να κατανοήσουμε τα μηνύματά του, αφού δεχόμενοι τις επιθέσεις του, θα μας αποκαλυφθούν τα συστατικά του στοιχεία και οι γενεσιουργές του αιτίες.
   Στην ποιητική συλλογή: «Τα μπλουζ είναι κόκκινα» και στα ποιήματα: «Αξονική τομογραφία» και «Στην αναπνοή του ανέμου», ο ποιητής μάς συστήνεται ευθαρσώς και απεριφράστως:

Ετών εξήντα
απόκληρος
εκ γενετής και διά βίου ανέστιος.

Μόνιμος ταξιδιώτης της φαντασίας
μονίμως ιχνηλάτης
ένθερμος εραστής της αμφισβήτησης
κι επιμελέστατα διαμελισμένος.

Κυρίες και κύριοι
χαίρετε.


Στην αναπνοή του ανέμου

Ναι λοιπόν
εδώ ζω

στην άκρη της πιο μικρής τελείας
με τη σιωπή κατάσαρκα
ανάμεσα σ’ αιωρούμενα χαρτιά και ποιήματα

ψηλαφίζοντας λέξεις
κοιτάσματα
χαιρετώντας όσους φεύγουν βιαστικοί
χλομοί
δίχως αίμα
εξόριστος στην αναπνοή του ανέμου

επιμένοντας να σηκώνω πλαγιασμένα σινιάλα.

   Στο τέλος του ποιήματος: «Για μια ανύπαρκτη Ιθάκη», μας λέει για τη γενιά που αποχωρεί, τη δική του γενιά:

Αναδεύοντας σπλάχνα και αίματα
υμνώντας στα σκοτεινά το αναστημένο γονάτισμα
τους καημούς και τα βάσανα των ποντοπόρων
για μια χούφτα φως
για μια ανύπαρκτη Ιθάκη
μαζί με τα ποτάμια
που δεν πρόλαβε να πιει νερό
μαζί με τα πλοία
που ποτέ δεν ταξίδεψε.

   Και πιο κάτω μιλάει για «Τα χρόνια της κάμψης» που ήρθαν:

Κομμάτια χρόνια
δαπανημένα

με τους σκυφτούς
τους σκυφτούληδες
να κάνουν παιχνίδι.

   Δεν έχει άδικο όταν καταφέρεται εναντίον των διανοουμένων στο ποίημα: «Τυραννία δεν άφησαν», όπου ο ειρωνικός τόνος κυματίζει στους στίχους του:

Αχ αυτοί οι διανοούμενοι
οι αρχάγγελοι
οι ανύσταχτοι υπερασπιστές του φωτός

τυραννία δεν άφησαν
να μην υπερασπιστούν με πάθος.

Στο ποίημα: «Της απόγνωσης», θαυμάζουμε πώς γίνεται ένας αγωνιστής ποιητής να νιώθει απόγνωση, χαράζοντας άπειρες στιγμές με τις λέξεις του. Μα αυτό το αίσθημα, λίγο πριν σε βυθίσει, σε ξυπνάει από τον λήθαργο και σε δυναμώνει. Αυτό εισπράττουμε ως τον κυριότερο σκοπό του ποιήματος:

Μονάχα η απόγνωση γνωρίζει καλά
πολύ καλά
πώς εξαντλείται το φως
πώς λιώνουν τ’ ανθρώπινα μέλη σαν λαμπάδες
πώς κυλούν σφυρίζοντας οι στιγμές άστρα που καίγονται.

   Άλλωστε, ο πόνος δίνει συνεχώς το παρόν στη ζωή, θαρρείς γίνεται το κέντρο του κόσμου κάθε ανθρώπου γιατί πάνω του αρθρώνεται κάθε προσωπική περιπέτεια, καθώς η ψυχή λαχταρά αυτές τις επώδυνες στιγμές για να κουλουριαστεί στον εαυτό της ή να κάνει με τόλμη το μεγάλο άλμα, στην πρώτη στροφή του ποιήματος: «Ο πόνος ποτέ δεν τελειώνει»:

Πόνος ίσον ξεγύμνωμα συνεχές
ορίων παρανάλωμα
μάθημα ήθους θανάτου.

   Η φωνή της αντίδρασης, η απέχθεια για το καθορισμένο και ύπουλο παιχνίδι που παίζεται από τους ταγούς της εξουσίας, τα όνειρα που γίνονται εφιάλτες στον ύπνο αν δεν τα κυνηγάς, είχαν την αιτία τους στο ό,τι: «Ενθουσιώδεις θητεύσαμε στην ίδια νεότητα / ερευνώντες και δύσπιστοι / ρισκάροντας / ξαναρισκάροντας», όπως περιγράφει ο ποιητής στο ποίημα «Πιστοί».
   Παρόλο τους δύσμοιρους καιρούς και το απονενοημένο του εγχειρήματος μπροστά στις συμπληγάδες των αριθμών, η φλόγα της ποίησης δε σβήνει μες τις καταιγίδες και το να γράφει κανείς πια αποτελεί ζήτημα επιβίωσης και όχι δονκιχωτική επιδίωξη, όπως διατυπώνεται ευθύβολα στο ποίημα: «Επείγον», στην πρώτη και δεύτερη στροφή του:

Σου γράφω
γιατί ελπίζω ακόμα.

Στέκομαι στην ακρότατη νησίδα
μ’ ένα πείσμα τρελού
που σκαλίζει την ψυχή του με τα νύχια
ακούγοντας καθαρά τα τσακισμένα τύμπανα
τον μέσα λυγμό να γκρεμίζει τους τοίχους
τους ποιητές καθώς φεύγουν τα μεσάνυχτα
ψιθυρίζοντας στην κόψη της σελήνης.

   Στην ποιητική συλλογή: «Café Republic», ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης αποτυπώνει με αδρές πινελιές την κατάντια της χώρας μας και μάλιστα με την οπτική κάθε λογικού και σκεπτόμενου ανθρώπου:

Ιδού

Ιδού η χώρα.

Ολοζώντανη
ως θέατρο σκιών.

Εδώ ο εκχυνόμενος πολτός
η ισχύς μιας άλλης πατριδογνωσίας.

Ο τόπος τρελαίνεται κατ’ εξακολούθηση
και με συνέπεια.


Μονίμως

Οι μάσκες
δε φοριούνται πλέον επισήμως
και κατά περίστασιν.

Φοριούνται μονίμως στη χώρα
όλο τον χρόνο.

   Στο ποίημα: «Αμύνεσθαι περί πάρτης», ο ποιητής παραμορφώνει σκόπιμα τη μισή φράση του γνωστού ομηρικού αποφθέγματος, κάνοντας ένα υπαινικτικό λογοπαίγνιο στον τίτλο του:

Δώσε
φέρε
ακούμπα

ο υπότιτλος του εθνικού μας θυρεού.

   Και μην παραξενευτεί κανείς, που γίναμε ολοσχερώς «Café Republic»:

Απέραντη καφετέρια.

Με εξειδίκευση
περί του καφέ που της πρέπει.

Η ευκλεής χώρα μετονομάστηκε
σε Café Republic.

   Φτάσαμε λοιπόν να ζούμε σε μια «Δεινοκρατία», όπου βασιλεύει η παντελής αταξία:

Το δαιμόνιο της φυλής
εκφύλισε το πολίτευμα.

Δεινοκρατία πλέον.

   Στο ποίημα: «Συνεχίστε με απλές δικαιολογίες» και κυρίως στις δύο τελευταίες στροφές του, παρουσιάζεται η πικρή αλήθεια με έκδηλη ειρωνεία και αγανάκτηση για τη συμπεριφορά και τη νοοτροπία των πολιτικών στην Ελλάδα:

Κρατήστε τις μεγαλόστομες
και φανταχτερές σας φράσεις
«με τον λαό»
«για τον λαό»
«απ’ τον λαό»
«προς τον λαό»
το ήθος και το ύφος
τα παρασκήνια
και τις υποκλίσεις σας.

Την προσφιλή σας ιλαρότητα κρατήστε
της διαρκούς εξαπάτησης
και συνεχίστε χωρίς δικαιολογίες.

   Ο ποιητής φτάνει στο σημείο να ευχηθεί εναγωνίως να κάνει την εμφάνισή του κάποιο φως που έχει τόσο ανάγκη ο τόπος, στο ποίημα: «Ένα φως τέλος πάντων»:

Ένα φως
ορχηστικό
ασπαίρων

ένα φως τέλος πάντων
εμπύρετο
να πλησιάσει
ν’ απλωθεί στους μυχούς

να μας ανοίξει τα μάτια.

Ίσως όμως, οι ποιητές να είναι από τους λίγους προνομιούχους που τους δόθηκε το φως, ώστε να βλέπουν μονάχα μπροστά και να μη θαμπώνονται. Αν μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτό το προσόν τους για να προσελκύσουν και άλλους ανθρώπους προς μία καινούργια «Άνοιξη των Ιδεών», τότε τα δακρυσμένα μάτια και τα ανοιγμένα στόματα από την πείνα, θα τρεφόντουσαν μόνο με τα όνειρα τους.
   Ένας βαθιά κοινωνικά και πολιτικά προβληματιζόμενος ποιητής, όπως είναι ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης, θα ευχόταν αυτό ακριβώς. Όμως, μας αποδεικνύει ότι δε μένει απλώς στις ευχές, οι στίχοι του έχουν το πάθος και τη δυναμική να εγείρουν, γιατί δικαιολογημένα αισθάνεται ότι δεν της αξίζει της Ελλάδας τέτοια μοίρα, σαν τη σημερινή. Δεν είναι αυτό το μέλλον που θα αφήσουμε στα παιδιά μας, άμοιροι ευθυνών. Όλοι πρέπει να βάλουμε το λιθαράκι μας για να ανατρέψουμε τις δυσβάσταχτες καταστάσεις και η αρχή μπορεί να γίνει αν επικροτούμε το δίκαιο και διαμαρτυρόμαστε στο άδικο. Φωνή λοιπόν η ποίηση του φίλου λογοτέχνη Δημητριάδη, όχι στόλισμα καλλωπισμένων κυριών ή ενασχόληση που εξασφαλίζει τιμή και δόξα.
   Γιατί το αίμα που χύθηκε στο παρελθόν, δε χύθηκε για να ζούμε τη σύγχρονη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα.

12/03/2016

Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής, συγγραφέας, βιβλιοκριτικός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου