Με
τον πατέρα ξεκινάμε χαράματα, πριν τα πρωινά γυαλιά, με πορεία προς την
Καραβοστασιά. Το παραγάδι πρέπει να μαζευτεί μέσα σε είκοσι λεπτά, αν μας πάνε
όλα πρίμα. Βιαζόμαστε μη μας βρει η Ανατολή. Σαν φυσά ο Γαρμπής, παίρνει το
καπέλο του πατέρα, παρασέρνοντας τη μεγάλη του φράντζα. Τότε βγαίνει από μέσα
του το θηρίο, με μια αγκωνιά στο πρόσωπο ματώνω. Τον κοιτώ λυπημένος. Σκυλιάζει
περισσότερο και με κλωτσά.
- Μη ρε πατέρα! Τι σου έκανα;
Λαχανιάζει προσπαθώντας να με αρπάξει. Κοιτώντας με, σκουπίζει τους αφρούς απ' το στόμα.
- Άντε και θα τα πούμε στο σπίτι! με προειδοποιεί...
Μαζεύοντας το παραγάδι απ' τη κουπαστή μού φωνάζει
- Άνοιξε! Κλείσε!
Με τα κουπιά προσπαθώ, μα ήδη τα έχω μπήξει. Μου φεύγει δεξιότερα ο Αι Γιάννης και ο πατέρας ξαναφρίζει. Ξάφνου ένας γλάρος κάθεται πάνω στη γυμνή φαλάκρα του και τον τσιμπά αλύπητα, φτερουγίζοντας σαν τρελός. Κλαίω και γελώ μαζί. Το βλέμμα μου χάνεται στα γλυκά χρώματα της νεογέννητης Ανατολής....
- Μη ρε πατέρα! Τι σου έκανα;
Λαχανιάζει προσπαθώντας να με αρπάξει. Κοιτώντας με, σκουπίζει τους αφρούς απ' το στόμα.
- Άντε και θα τα πούμε στο σπίτι! με προειδοποιεί...
Μαζεύοντας το παραγάδι απ' τη κουπαστή μού φωνάζει
- Άνοιξε! Κλείσε!
Με τα κουπιά προσπαθώ, μα ήδη τα έχω μπήξει. Μου φεύγει δεξιότερα ο Αι Γιάννης και ο πατέρας ξαναφρίζει. Ξάφνου ένας γλάρος κάθεται πάνω στη γυμνή φαλάκρα του και τον τσιμπά αλύπητα, φτερουγίζοντας σαν τρελός. Κλαίω και γελώ μαζί. Το βλέμμα μου χάνεται στα γλυκά χρώματα της νεογέννητης Ανατολής....
Εύα Λόλιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου