Στο χωριό επικρατούσε μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Οι μασκαράδες είχαν την τιμητική τους. Περνούσαν πρώτα από το καφενείο και κοιτούσαν τις μουτσούνες τους σκάγοντας στα γέλια. Ο μπάρμπα Αλέκος, έτσι για το καλό, τους κερνούσε από κανένα ποτηράκι, το πιο δυνατό κρασί που φύλαγε στο κελάρι του για τις ανάλογες περιπτώσεις. Ο Γιάννης ο Τσιγκέλης βρήκε την ευκαιρία να πειράξει τον Γιαβρή που βοηθούσε στα θελήματα τον μπάρμπα Αλέκο:
- Πού τη βρήκες βρε Γιαβρή αυτή την
κουρελού;
Πράγματι, ο Γιαβρής είχε μεταμφιεστεί
μεξικανός πολίτης, φορώντας το σομπρέρο του με μια μουστάκα πλούσια, που θα τη
ζήλευε κι ο κοινοτάρχης του χωριού. Η κουρελού πήγαινε τέλεια με την όψη του,
συνέτεινε στην κωμικότητά του, αφού του έλειπαν δύο από τα μπροστινά του δόντια
και το βλέμμα κάθε ματιού ταξίδευε μακριά το ένα από το άλλο.
Βρήκε την ευκαιρία να πάει στο κελάρι και να
γεμίσει την κανάτα με το πιο παλιό και καλό ρετσινάτο κρασί. Έκανε ειδική και
γενναιόδωρη προσφορά στον Γιάννη τον Τσιγκέλη που σούφρωνε το πρόσωπό του και
με το ζόρι προσπαθούσε να κρύψει πίσω από την παλάμη του τα δακρυσμένα μάτια
του από το γέλιο. Καταλάβαινε και ο Γιαβρής, παρόλη την αθωότητά του, πως ο
Γιάννης τού είχε γίνει μεγάλη «κολλιτσίδα» με τα πειράγματα που του έκανε. Μόλις
τσούγκρισαν τα ποτήρια κι ευχήθηκαν για τον καθένα τα ποθούμενα, κοίταξαν τον
Γιαβρή με πρόσωπα απαστράπτοντα, θαρρείς πως έβλεπαν ένα μυρμήγκι να τραβάει
έναν ελέφαντα ή κάτι αντίστοιχο και υπερβολικό σε αστειότητα, κι αμέσως
καταλάβαινες τι είχαν σχεδιάσει μέσα στο ύπουλο μυαλό τους για τον καημένο τον
Γιαβρή. Τι φάρσα θα του κάνανε λοιπόν;
Ο Γιαβρής γέμισε τα ποτήρια τους και με το
πρώτο «άσπρο πάτο» που ακούστηκε, ο Τσιγκέλης γούρλωσε τα μάτια λες και του
έσφιγγε ένα φίδι τον λαιμό. Έφτυσε όσο κρασί δεν πρόλαβε να κατεβάσει κάτω και
στράφηκε προς το μέρος του Γιαβρή λέγοντας:
- Α ρε μπαγάσα Γιαβρή, ξύδι με κέρασες
πολύ!!!
Οι υπόλοιποι κοίταξαν παραξενεμένοι τα
ποτήρια τους, τη στιγμή που τα είχαν ακουμπήσει στα χείλη τους κι ετοιμάζονταν να
ρουφήξουν αχόρταγα το υγρό, αλλά τα κατέβασαν ακουμπώντας τα στο τραπέζι αφού
έλαβαν την προειδοποίηση από τον βιαστικό και ασυγκράτητο φίλο τους. Ο Γιαβρής
φούσκωνε από καμάρι που τους την είχε «φέρει» κανονικά, σαν στρατηγός που μόλις
του απονεμήθηκε το παράσημο για μία νικηφόρα μάχη!
07/03/2016
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου