Χαράματα
κινήσαμε για την καραβοστασιά πριν ακόμη ανατείλει ο ήλιος. Άυπνοι, απ' τα χθες
νετέρναμε το παραγάδι, τριακόσια αγκίστρια, να δολώσουμε κεχριμπάρι γαριδούλα,
ολόφρεσκια. Πίσω απ' τα σίδερα του λιμανιού ωρυόταν η θάλασσα, χτυπώντας αλύπητα τους κυματοθραύστες. Εγώ να παίζω με
την οργή της, μου φέρνει γέλια ο θυμός.
- Έλα και θα σε φάει σαν Λερναία Ύδρα, μην την περιγελάς, φώναζε ο κυρ Αντώνης.
- Έμπα και μεγαλώνει το ρεστίο!
Πηδώ στη βάρκα και πιάνω κουπί έως ότου τυλίξει το κορδόνι στη τροχαλία το αφεντικό. Πιάνομαι απ' το σχοινί στην πλώρη σαν παίρνει μπρος η μηχανή. Μα δεν τη φοβάμαι τούτη την αγριάδα της, χαϊδεύουν τα μουγκρητά τ' αυτί μου. Την αγαπώ την άτιμη πιότερο, την ερωτεύομαι παράφορα που χτυπά η καρδιά μου σαν τρελή. Παίζουμε σαν παιδιά, με μπουγελώνει, ανατριχιάζει η ψυχή μου απ' τη δροσιά της.
Την παραμελώ μια στάλα, κάτασπρες γοργόνες με καλούν, άλαλοι σμιλεμένοι βράχοι σαν σειρήνες σαγηνεύουν τον ιππόκαμπο του μυαλού μου.
- Όρτσα τα πανιά τ' ονείρου! φωνάζω στη θάλασσα. Σαλεύει περισσότερο από ζήλια, να με κάνει να κυλιστώ χάμω απ' τα γέλια.
Το αφεντικό νευριάζει που τη θύμωσα τόσο. Με βρίζει παίρνοντας το πηδάλιο του γυρισμού προς το λιμάνι του Αι Γιάννη. Αποτρελάθηκε ο Γραίγος, σηκώνει βουνά να μας βυθίσει. Απαγκιάζουμε στη Νταμούχαρη, μα καταπίνω τα νευρικά χαχανητά μου μπρος το άγριο βλέμμα τ' αφεντικού. Σίγουρα θα με διώξει απ' τη δούλεψη του.
- Αλαφροΐσκιωτε! μου φωνάζει φτύνοντας τον ιδρώτα τ' αυτιού του, μα το βλέμμα μου χάνεται στα ασημένια ξίφη του ήλιου που την αγγίζουν...
- Έλα και θα σε φάει σαν Λερναία Ύδρα, μην την περιγελάς, φώναζε ο κυρ Αντώνης.
- Έμπα και μεγαλώνει το ρεστίο!
Πηδώ στη βάρκα και πιάνω κουπί έως ότου τυλίξει το κορδόνι στη τροχαλία το αφεντικό. Πιάνομαι απ' το σχοινί στην πλώρη σαν παίρνει μπρος η μηχανή. Μα δεν τη φοβάμαι τούτη την αγριάδα της, χαϊδεύουν τα μουγκρητά τ' αυτί μου. Την αγαπώ την άτιμη πιότερο, την ερωτεύομαι παράφορα που χτυπά η καρδιά μου σαν τρελή. Παίζουμε σαν παιδιά, με μπουγελώνει, ανατριχιάζει η ψυχή μου απ' τη δροσιά της.
Την παραμελώ μια στάλα, κάτασπρες γοργόνες με καλούν, άλαλοι σμιλεμένοι βράχοι σαν σειρήνες σαγηνεύουν τον ιππόκαμπο του μυαλού μου.
- Όρτσα τα πανιά τ' ονείρου! φωνάζω στη θάλασσα. Σαλεύει περισσότερο από ζήλια, να με κάνει να κυλιστώ χάμω απ' τα γέλια.
Το αφεντικό νευριάζει που τη θύμωσα τόσο. Με βρίζει παίρνοντας το πηδάλιο του γυρισμού προς το λιμάνι του Αι Γιάννη. Αποτρελάθηκε ο Γραίγος, σηκώνει βουνά να μας βυθίσει. Απαγκιάζουμε στη Νταμούχαρη, μα καταπίνω τα νευρικά χαχανητά μου μπρος το άγριο βλέμμα τ' αφεντικού. Σίγουρα θα με διώξει απ' τη δούλεψη του.
- Αλαφροΐσκιωτε! μου φωνάζει φτύνοντας τον ιδρώτα τ' αυτιού του, μα το βλέμμα μου χάνεται στα ασημένια ξίφη του ήλιου που την αγγίζουν...
5/6/2016
Εύα Λόλιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου