Βιογραφικό
Σημείωμα Νότας Μαντά
Γεννήθηκα σ’ ένα πανέμορφο χωριό κοντά
στην Αθήνα, τον Κάλαμο. Σπούδασα κλασική κιθάρα, ανώτερα θεωρητικά και
αντίστιξη.
Μένω σ’ ένα αγρόκτημα, στο πατρικό μου σπίτι, με τη λατρεμένη μου κόρη Μάνια,
τους 3 Ελληνικούς ποιμενικούς μας και τις 11 γάτες μας.
Καταλυτική ήταν η επιρροή του πατέρα
μου, στη διάπλαση του χαρακτήρα μου και στη διαμόρφωση της φαντασίας μου. Ζώντας
ο ίδιος με αγάπη για τη φύση, τα ζώα, τους ανθρώπους και τον Θεό, μας διηγούταν
–σ’ εμένα και στις δύο αδελφές μου-, διάφορες ιστορίες με υπερφυσικά πλάσματα,
που τις νύχτες γιγάντωναν τον φόβο μας αλλά και την περιέργεια μας για άλλους
κόσμους, μυστηριακούς και μακρινούς!
Με αυτό το πρότυπο, άρχισε στην ηλικία
των 12 ετών, να με ελκύει η ποίηση και να λατρεύω το έργο των Ελλήνων ποιητών.
Τότε συνάντησα στο νου
και στην ψυχή μου τη μούσα μου, ν’ απαγγέλει σε μια πλούσια γλώσσα που οι Θεοί μάς χάρισαν γεμάτη λυρισμό, εικόνες
και συναισθήματα!
Η ποίηση μπορεί να ειδωθεί ως ένα διηνεκές ταξίδι, αλλά και ως μία επανάσταση
με το αποτύπωμα των εμπειριών του καθενός μας.
Ο ποιητής σαν τον λύκο βαδίζει μόνος του στην ερημιά, κραυγάζοντας.
Εύχομαι η κραυγή μου να ενωθεί με τις κραυγές των
αναγνωστών μου, που άφησαν ανομολόγητες τις μύχιες σκέψεις τους και ανέκφραστους τους πόθους τους.
Νότα Μαντά
Ποιήτρια
Πρόλογος για την ποιητική συλλογή «Πύρρειος
Νίκη» της Νότας Μαντά
Υπάρχουν έρωτες που σε οδηγούν σε ταξίδια πρωτόγνωρα, έρωτες που με τα
αγγελικά φτερά τους σε κάνουν να νιώθεις, συναισθηματικά και ψυχικά
παντοδύναμος, κι ας είσαι στην πραγματικότητα ένα απειροελάχιστο μόριο ύλης
μέσα στην ολότητα του σύμπαντος. Υπάρχουν όμως και έρωτες, λιγότερο φωτεινοί,
αν και μεστωμένοι με την αψάδα του πάθους, παραφυλάνε σε μία γωνία σαν αγρίμια,
για να σε κατασπαράξουν και να γυμνώσουν την ψυχή σου από τα προστατευτικά της
οχυρά. Έτσι, απομένεις ανασφαλής, μόνος και αιωρούμενος σε μία επικίνδυνη
διαπάλη, όπου το φως και το σκοτάδι συμπλέκονται και το απαύγασμά τους είναι η
σιωπή, ο πόνος, οι αιμάσουσες πληγές και ο τεμαχισμός της προσωπικότητάς σου σε
ό,τι προστάζει η εμμονή ή η φυγή.
Την άλλη πλευρά του έρωτα, την αρνητική ή σκοτεινή, όπου οι σχέσεις των
δύο προσώπων -αντρός και γυναικός-, δεν είναι αμφίδρομες και επικρατεί η λογική
της επικράτησης και της επιβολής του ενός στον άλλον, έρχεται να μας
υπενθυμίσει η Νότα Μαντά με την ποιητική της συλλογή «Πύρρειος Νίκη». Με αυτή
την ιστορική αναδρομή στην Αρχαία Ελλάδα, η ποιήτρια επιθυμεί να μας
προσανατολίσει στο σημείο, όπου ο νικητής και ο ηττημένος είναι αμφίβολο αν στο
τέλος της «μάχης του έρωτα» δεν καταμετράνε και οι δυο τους σημαντικές και
βαθιές απώλειες...
Η πολυγραφότατη σύγχρονη Ελληνίδα ποιήτρια Νότα Μαντά, μας προσφέρει με
την παρούσα έκδοση ένα δείγμα της ποιητικής της γραφής -απαλλαγμένο από τις
μετρικές φόρμες των κλασικών ποιητών οι οποίες ανέκαθεν βασίζονταν στον
διαχωρισμό ομοιοκατάληκτων στροφών-, χρησιμοποιώντας με ώριμο τρόπο την
ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, δεν απομακρύνεται σημαντικά από τις καταβολές των παλιών
αξιόλογων Ελλήνων ποιητών οι οποίοι «δούλεψαν» τον ελεύθερο στίχο, καθώς η
επίδρασή τους φαίνεται να γονιμοποιεί με πλούσιους σπόρους το ποιητικό της
έργο. Βαραίνει πάνω της -θαρρείς-, η παράδοση των ρομαντικών και μελαγχολικών
ποιητών, αλλά η μελαγχολία εξισορροπείται με μία θαυμαστή εικονοποιΐα,
προερχόμενη από τις παρακαταθήκες των «μεγάλων» Ελλήνων σουρεαλιστών ποιητών. Η
φαντασία της Νότας Μαντά όμως, δεν αποτελεί μία επιπόλαιη προσπάθεια
εντυπωσιασμού, αλλά συνταιριασμένη με την ελεγχόμενη «αυτόματη γραφή» της,
δημιουργεί λογικές αλληλουχίες, οι οποίες μεταφέρουν καίρια τα νοήματα των
στίχων και μετουσιώνουν το προσωπικό όραμα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό όραμα.
Ομολογουμένως, η αληθινή, γνήσια ποίηση δεν έχει ανάγκη τόσο από
στιχουργικούς πειραματισμούς και ακροβατισμούς, όσο από μεταπλάσεις της
πραγματικότητας, συμβατές με το προσωπικά βιωμένο και ποιητικά εκπεφρασμένο
περιεχόμενο. Επομένως, ο χαρακτήρας του κάθε ποιητή παίζει καθοριστικό ρόλο στην
εξέλιξή του και στο κατά πόσο θα τον αποδεχτούν οι αναγνώστες του. Το ίδιο
ακριβώς ισχύει και για τη Νότα Μαντά, η οποία ναι μεν αφομοιώνει διάφορα
σύμβολα για να δομήσει την πλοκή του ενιαίου ποιήματός της (πρωταγωνιστές το «εγώ»
και το «εσύ», μα και τα θετικά και τα αρνητικά συναισθήματά της), αφετέρου δε «άνοιξε
τα φώτα του νου της» και συνέθεσε ένα τόσο συμπαγές και πυκνό ποιητικό κείμενο,
με κινητήριος δύναμη τον πόνο, τη λύπη και την απογοήτευση, αλλά κυρίως με
επίκεντρο το πάθος της στη βίωση αγνών συναισθημάτων, που απέναντί τους η άδικη
μοίρα αρκετές φορές λιποψυχεί.
Ίσως λοιπόν, κάποιοι από τους αναγνώστες αναρωτηθούν, πώς μπόρεσε εκείνη
να «χωνέψει» τόσο πόνο και καημό, πώς μπόρεσε τελικά να αναστηθεί, ενώ έφτασε
δίπλα της να «ανασαίνει» ο θάνατος, ο μέγας ακυρωτής των έργων του ανθρώπου και
ο ακατάπαυστος γκρεμιστής της ψυχής; Η απάντηση είναι απλή και βρίσκεται στη
λέξη «τόλμη». Ο έρωτας χρειάζεται απαραιτήτως τόλμη, ώστε να τον βιώσεις
ουσιαστικά και αληθινά και να σε τραβήξει πέρα από τα όριά σου, ανακαλύπτοντας
ακόμη και άγνωστες πτυχές του εαυτού σου. Αυτό συνιστά αναμφιβόλως την ποιητική
persona της Νότας Μαντά, μαζί με τα πάθη, που -όπως είχε επισημάνει ο
αείμνηστος φιλόσοφος Δημήτρης Λιαντίνης-, «μας ξεσηκώνουν το μεγάλο βούρλισμα
της δημιουργίας και κάνουν την κούκλα γυναίκα, και το γεφύρι πέρασμα, και τον
καλόγερο Παπαφλέσσα».
Τα προηγούμενα λόγια φαίνεται να ερμηνεύουν κατάλληλα την ποίηση της
Νότας Μαντά, και να εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την κινητοποίηση όλων των
ευαίσθητων κεραιών της στη βίωση του μοναδικού και πανανθρώπινου ερωτικού
συναισθήματος. Οι λέξεις και οι στίχοι της κυλάνε αβίαστα σαν το νερό του
ποταμού ή εντυπώνονται σαν ζωηρές χρωματιστές πινελιές στον πίνακα του
εσωτερικού υπαρξιακού της τοπίου. Καταλήγει σε μία ανηλεή ψυχική μάχη μέσα από
έναν λαβύρινθο ευμετάβλητων και αντιθετικών συναισθημάτων. Το ελληνικό τοπίο,
γενικά διαυγές και μεταφυσικό, αντανακλά με την εμφάνιση συχνά στους στίχους
της συμβόλων της χριστιανοσύνης (ο Χριστός, οι σταυροί, τα ξωκλήσια, τα
κυπαρίσσια και οι άγιοι), μία οδό σύγχρονου προσωπικού μαρτυρίου και ένα
πλήρες, ενδοσκοπικό ψυχογράφημα, προκειμένου να βεβαιώσει την πίστη της στο
λατρεμένο της πρόσωπο. Παρόλη την επαναλαμβανόμενη προσταγή της «Βιάσου» και
την ελπίδα της επιστροφής του προσώπου που τρέφει μέσα στην ψυχή, στην καρδιά,
στο νου και στο σώμα όλους τους πόθους της, η ποιήτρια γνωρίζει καλά ότι ο
φόβος της να αργήσει εκείνος να επιστρέψει, είναι ταυτόσημος με τον φόβο να
επιστρέψει, αλλά τότε να τον έχει ήδη θρηνήσει και ενταφιάσει ολοκληρωτικά.
Δηλαδή, σταδιακά να έχει θεραπεύσει τις ανοικτές πληγές της και να έχει
δημιουργήσει μία ανθεκτική ασπίδα για τον εαυτό της, ώστε η ανάκληση της μνήμης
να λειτουργεί εξιλεωτικά ή μία τυχαία συνάντηση με το αγαπημένο της πρόσωπο να μην
προκαλεί πλέον αρνητικά και επώδυνα συναισθήματα. Εντούτοις, η μνήμη δεν «ξεθωριάζει»
εύκολα και η διαδρομή της έντονης διαπάλης δεν μπορεί να υποβιβάσει έναν
ιδανικό και ουράνιο έρωτα σε γονυπετή και χθόνιο. Εκείνο που μένει να εντυπωθεί
δυναμικά τις ώρες της μοναξιάς, είναι η προσωπική νίκη της ποιήτριας εναντίον
όλων εκείνων των νυχτερινών δύσμορφων θεριών, με τη συνδρομή μάλιστα του
προσωπικού της αγγέλου-προστάτη.
Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το ποιητικό βιβλίο της Νότας Μαντά
μπορεί να αναγνωστεί είτε ως ενιαίο ποίημα είτε ως ποιητική συλλογή την οποία
συνέχει ένα κοινό θέμα και τα επιμέρους ποιήματα δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ
τους τόσο από πλευράς τεχνοτροπίας όσο και από πλευράς περιεχομένου. Αν δεχτούμε
την δεύτερη άποψη, τότε είναι απαραίτητο να εντοπίσουμε μία χαρακτηριστική
διαφοροποίηση έναντι των υπολοίπων σύγχρονων Ελλήνων ποιητών: δεν τιτλοφορεί
κανένα ποίημα του βιβλίου της. Αυτό δεν συνιστά επ’ ουδενί αδυναμία έμπνευσης
και επινόησης, αλλά σαφώς υποδηλώνει την απουσία οποιασδήποτε πρόθεσης της
ποιήτριας να κατευθύνει τον αναγνώστη στην ουσία κάθε ποιήματός της, εφόσον
δεχτούμε το επιχείρημα ότι οι τίτλοι συμπυκνώνουν τις ιδέες των ποιημάτων και
συνήθως αποτελούν τροχοπέδες στην δεύτερη ανάγνωσή τους, στην ερμηνεία τους και
την κατανόησή τους.
Κατά τα άλλα, εξάγουμε το εύλογο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με
ένα άβατο και δυσεξήγητο ποιητικό σύμπαν, αλλά με ποίηση αληθινή, καθόλου
ανώδυνη και απροβλημάτιστη, η οποία εκπέμπει ευρέα και βαθιά νοήματα, ενώ στο
κέντρο της τοποθετεί τον άνθρωπο που υποφέρει. Αν και η αίσθηση που θα αφήσει
στους περισσότερους αναγνώστες, θα είναι ένα βάρος στο στήθος, άλλωστε ένα
δράμα παίχτηκε μπροστά στα μάτια μας, που όμως στο τέλος του κάνει την εμφάνισή
του ο «από μηχανής θεός», με την εκδοχή όχι ενός εξωτερικού γεγονότος το οποίο
οδηγεί στην «αριστοτέλεια κάθαρση», αλλά μίας «εσωτερικής» συνειδητοποίησης της
απώλειας του αυθεντικού εαυτού. Ηχεί η προτροπή στο άπειρο του χρόνου, με τους
εξής καθάριους στίχους:
«Σήκω ψυχή μου, αρκετά ορφάνεψες,
η θλίψη σού σκέπασε τα μάτια με βουνά,
σήκω ψυχή μου και μεγάλωσε,
ξύσε με τις οπλές σου τη γη, χλιμίντριζε!».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής-συγγραφέας-βιβλιοκριτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου