Δυό στίχοι αδέσποτοι αναδιπλώνουν στην απουσία του φεγγαριού κύματα,
πεντοβολώντας μια σημαδούρα, που αναπολεί κι ανακαλεί παλιές σκέψεις.
Τα γέλια του κόσμου ξεχειλίζουν μπρός από ένα κοπάδι γλάρων
και διασκορπίζονται σ’ ένα ανελέητο κυνηγητό από λίκνισμα κυμάτων.
Ως κι ο ιδρώτας στέγνωσε απ’ τη μανία τ’ αγέρα, που σαν φυσά μ’ ορμή
ανατριχιάζει όλη η γη, σείεται του ουρανού το βλέμμα.
Κατά που θα κάνουμε τώρα, που ο ουρανός μας ξέμεινε από φεγγάρια
και η θάλασσα η πλατύγιαλη βαρέθηκε μες τα βαθιά μεσάνυχτα τ’ αστέρια να μετρά;
Για να’ χει η ζωή μας νόημα και ο αγέρας έμφυτη χάρη
να μας φυσάει τα όνειρα ελπίδες σαν φρέσκος ξεπροβάλει.
Κυματόθρεφτοι γλάροι καιροφυλαχτούν εκεί τα κρόσια σμίγουν
με τα φύκια στην προσπάθειά τους με κάθετη μακροβουτιά
στη θαλασσολίθια αλμύρα τη δίψα να στερέψουν.
Σαν ριπή οφθαλμού, εφορμώντας στη ράχη του αμφίδρομου κύματος.
Την ανάσα της κρατάει η σελήνη μόλις το κύμα αρχίσει να ξελασκάρει από θυμό,
πιάνοντας στο κατόπι του αγέρα το λίγειο χορό.
Λίγο πριν νυχτώσει το καλοκαιρινό ψιλόβροχο σαν αστραπή
περνά απ’ τις ριπές των οματιών για να χαθεί το αύριο μες τις δασόφυτες πλαγιές.
Σέρνει μαζί του μιαν ευχή στ’ αστέρι , που μετάνιωσε στην πτώση να υποκύψει.
Σαν να ’κουσα την άχνα του, που κουβαλούσε ο αγέρας μ’ ένα του χέρι στιβαρό
και στ’ άλλο το ζερβό κρατούσε κάνθαρο ερυθρωπό
τον κόσμο να πιεί ποθούσε απ’ το βαρέλι όλο σαν ένα παλιό
μελίρρυτο κρασί τόση και η ουγγιά σε κέφι. Πού να το βγάλει απ’ το μυαλό;
Όλα τ’ αστέρια ξαγρυπνούν σαν το φεγγάρι δε φανεί
για να χαράξει στον έρωτα τη ρότα.
Η ελπίδα όμως αδημονεί σαν θα χαράξει στης αυγής φώτα.
Άργησε απόψε να φανεί, μα η νύχτα επαγρυπνά και το προσμένει.
Στα φεγγάρια διηθίζονται οι θύμησες, σαν το κατώφλι της απογραφής φρεσκοδιαβούν.
Στα υγροκέλευθα φεγγάρια υπνοβατούν τα εύχροα και χροιανθή όνειρα,
πριν χαράξει να πρωτοστατήσει το πρώτο αστέρι της αυγής.
Οι ελπίδες πετούν ψηλά φορώντας του έρωτα τα κόκκινα πέπλα σε ήπτια πτήση
πάνω απ’ του νου τα χρώματα και της αιματοσταλιάς τη χαραξιά.
Επινέφελο διήθημα μιας εφιδρωμένης ελπίδας η αγάπη ακατανίκητη βαίνει εις το διηνεκές.
Της ηλικίας η σκόνη, όταν δεν μπορεί πια ν’ αγγίξει τ’ αγέραστα χρόνια,
περισκεπάζει τον ίσκιο του φεγγαριού με σκιάδια φιλιών κι αποζητά μια χάρη να της κάνει.
Το χέρι ολημερίς να της κρατά σαν το δείλι αποσταμένη καταλήγει
να ξαπλώσει σε σεντόνια ερωτικά.
Κι αυτή απ’ τ’ αποφάγια της ψυχής της στρώνει τραπέζι, προσκαλώντας την
να μοιραστεί και να γευτεί, τι έχει απομείνει στο σαλόνι.
Βιάζεται, ως και η γη είναι φευγάτη και τρέχει δαιμονισμένα κάτω απ’ τα πόδια μας.
Κι έτρεχα κι εγώ μαζί σαν τα τρένα, που σφυρίζουν στα χαμένα και θαρρείς
πως αργοβαίνουν κολλημένα στη γραμμή.
Πνίγεται η χαρά του ποιητή στα γέλια και στο κλάμα.
Φλόγα από ένα τρεμάσβεστο καντήλι με λιγοστό λιόλαδο,
ένα αναφιλητό του κύματος για το μειδίαμα στου στίχου την αντιλαβή
και την εκατοβοδιά της ευόδιας Εκάτης.
Επιμύθιον
I made up my mind to collect the waves.
I said to myself that I’ m gonna go there
to get some feelings, mussels, winkles,
cockles and samphire together.
Vicky Kostenas Lagdos, Dichterin
Zürich, 30. August 2011
PS Η Καλλιστώ ήταν μιά μικρή ορεινή Αρκάδια Θεά φίλη της Άρτεμης