ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΤΟ ΝΕΡΟ
Τα βράδια
στο γαλάζιο φως,
χορεύει στων κυμάτων
τις διάφανες, λεπτές,
καμπυλωτές γραμμές
-εκεί που ακουμπούν θάλασσα κι ουρανός-
γέρνει στο κόκκινο βελούδο,
βυθίζεται στον κόσμο των ονείρων
κι ο έρωτας ακροβατεί σ’ ένα φιλί.
Μα κάθε αυγή,
στους κτύπους της καρδιάς,
ο πόνος αντηχεί
-Δε θα ξανάρθει, μην πονάς-
-Πώς να ξεχάσω, δεν μπορώ-
Φύγε σε τόπους μακρινούς
ψάξε για της λήθης το νερό
κι αν κουραστείς,
ρώτα τον ήλιο να σου πει,
κι αν απάντηση δε βρεις στον ουρανό,
τρέξε με του ανέμου τα φτερά,
και κει, από ψηλά,
θα βρεις της λήθης το νερό,
σκύψε, πιες
και θα δεις,
όνειρο ήταν
ο έρωτας αυτός.
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ
Λόγια
που δεν πρέπει να ειπωθούν ποτέ.
Κι όμως, οι αλήθειες κρύβουν μέσα τους
τον πειρασμό του Μεμφιστοτελή.
Στήνεις ανάποδο χορό,
πάνω σ’ όσα ήθελες να νοιώσεις.
Κι όλο επιστρέφεις εκεί,
στο εφηβικό σου δωμάτιο.
Αναρωτιέσαι αν τα βρεις όπως τ’ άφησες
όταν μια νύχτα σου ζήτησαν
να δώσεις την ψυχή σου.
Γύρεψες λάθος ευτυχία,
κάτω από κουβέρτα παρελθόντος που ήταν τραγικό.
Οι εξουσίες, σου ζήτησαν να υποκύψεις,
κι εκείνοι, οι χαϊδεμένοι εραστές.
Μια σκλάβα Αφροδίτη και οι επιθυμίες -εντολές-
ανάμεσα σε διαταραγμένα σκέλη.
Πριν το παράπονο σε πνίγει
πάρε μια ανάσα,
μη μένεις στου έρωτα μιας λησμονιάς
τις ύπουλες παγίδες.
Ένα παλιό χρεόγραφο ήταν
που εξαργύρωσες...
Μια υπογραφή, που αυτοαναιρέθηκε
Και, πάνω σου πια δεν έχει
«Πνευματικά δικαιώματα».
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Ούτε σήμερα φύσηξε στεριανός αέρας. Μια μολυβένια ομίχλη σκεπάζει τα βουνά κι ένας πύρινος ήλιος πίσω από τα μαύρα κάστρα.
Κι εμείς, γίναμε λαθρεπιβάτες μιας κιβωτού και ρίξαμε άγκυρα στ’ ακρωτήρι των δακρύων. Χίλια άψυχα σώματα στο σύνορο της θάλασσας αφήσαμε. Και κάποιος θέρισε τα στάχυα πέρα στην άγονη γη. Μέχρι, που σκιές της νύχτας να γίνουν, μιας άγριας νύχτας, πίσω από κρυστάλλινους τοίχους καραδοκώντας.
Και κείνο το σκυλί να κλαίει κάθε βράδυ έξω απ’ την κλειστή μου πόρτα.
Δε βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν αγγίζουμε.
Σ’ ένα φυλάκιο, ο σκοπός με αναμμένο τσιγάρο, δείχνει στον εχθρό τον στρατώνα.
Προδώσαμε, υποταχτήκαμε και στις πέντε το πρωί, μετρούσαμε της προδοσίας τα τριάκοντα αργύρια.
ΟΔΥΝΗ
Στενοί διάδρομοι οδηγούν σε δωμάτια υγρά,
με βρώμικα πατώματα,
άχρωμους ανθρώπους και λευκές νύχτες,
αποτυπωμένες στα άδεια βλέμματα,
οδυνηρών ονείρων.
Ζωγραφισμένος τρόμος και αλυσοδεμένα βήματα,
φυλακισμένων νέων, σε κίτρινους απόρρητους φακέλους.
Ζωές εγκλωβισμένες, σαν κομμένα στάχυα
και σώματα που έμειναν εκεί,
πίσω από κλειστά παράθυρα.
Άλλες ζωές, είχαν κλαπεί και άλλες εξαγοραστεί,
γιατί έτσι έπρεπε.
Όλα στην υπηρεσία, ενός τρίτου ματιού,
ενός αποκαλυπτικού θηρίου.
Ψυχές ξεχασμένες στον χρόνο... κι απ’ τον χρόνο.
Η δυστυχία απέχει δευτερόλεπτα από το μηδέν.
Θρηνούν πάνω απ’ τους τάφους των σχισμένων αναμνήσεων,
γιατί δεν έχουνε παρόν.
Μόνο μια θάλασσα, απαλαίνει τον πόνο,
παίζοντας της ηρεμίας τη μουσική.
Κάποτε ζούσαν, κάποτε οι πατρίδες ήταν πραγματικές.
Τώρα όλα, χάσανε τη γαλήνη τους.
Στη λήθη τα όνειρα τους.
Ψυχές μοναχικές, δε θα συναντηθούν ποτέ
σε καταπράσινους λειμώνες.
Το μόνο που μένει,
είναι μια ψυχρή οδύνη
στο άδειο ψυγείο της ιστορίας.
ΨΥΧΗ
Ψυχή μου,
πώς να ’σαι ευτυχισμένη
σε δυστυχισμένο κορμί;
Ποια χαρά;
ποια ελπίδα;
Σώμα κλεμμένο
μιας στιγμής ηδονής,
πώς μέσα σου
ψυχή να λυτρωθεί;
Κάποτε σε καταπράσινα
περπάταγες δρομάκια
κι απ’ τις ραχούλες
τον δροσερό ανάσαινες αέρα.
Τώρα;
Πού θα βρεις ροδόσταμο,
γάργαρο νερό, πηγής
να ξεδιψάσεις;
Ψυχή μου,
στη γη των παλιών αμαρτημάτων
ανασκαφή μην κάνεις.
Ρίξε τα δάκρυα στη γη
μιας άνοιξης,
δρομάκια καταπράσινα
και πάλι να διαβείς.
Πριν απολογισμό κάνεις
και πριν παραδοθείς
σ’ ένα τέλος.