Τι συμβαίνει όταν ένας πυρηνικός φυσικός
αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με την ποίηση; Νομοτελειακά, θα μπορούσαμε κάλλιστα να
διατυπώσουμε την άποψη πως το άτομο και το μόριο, στοιχεία της ύλης που
βρίσκονται στη φύση και δεν είναι ορατά, λειτουργούν με συγκεκριμένο τρόπο και
προσπορίζουν στον συγγραφέα του παρόντος βιβλίου έναν εξοπλισμό. Έτσι φαίνεται
ότι η ποίηση αντιγράφει τη δομή και τους κανόνες της φύσης∙ συμπέρασμα που
εξάγουμε όταν εντρυφήσουμε με προσοχή στην ποίηση του Δρ. Γεωργίου-Καρόλου Μ. Τσιλεδάκη.
Δεν στέκομαι μονάχα στα ενθαρρυντικά
μηνύματα που δίνουν οι μικρής έκτασης
στίχοι του για μια αξιόλογη ποιητική πορεία, αφού ο ποιητής ακολουθεί ένα
συλλαβικό σύστημα, διαχωρισμό των ποιημάτων σε στροφές και όπου δύναται πλέξιμο
ομοιοκαταληξίας, δημιουργώντας παράλληλα έναν αρραγή συμβολισμό που διοχετεύει
με νοηματικές προεκτάσεις τα ποιήματά του, παρόλο που επιλέγει χαρακτηριστικά τρομακτικά όντα (έχιδνες, πύθωνες,
όρνια, λάμιες, μέδουσες). Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν απ’ την λαϊκή παράδοση,
μέσω των παραμυθιών και των δημοτικών τραγουδιών, που επισύρουν το φόβο προς
εμάς ως τρομερά στοιχεία της φύσης.
Μας ενδιαφέρει πολύ λοιπόν, η προσέγγιση
ενός επιστήμονα και ερευνητή στην μαγική και εξωλογική πλευρά που
αντιπροσωπεύει το θυμικό, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο θεματικό και εκφραστικό
πυρήνα της ποίησης:
«Φίδι με
σώμα Πύθωνα
και Έχιδνας φαρμάκι
τυλίχτηκε στο στέρνο μου
κι άρχιζε να με σφίγγε».
Από το ποίημα «Εχιδνοπύθωνας» που δεν αποτελεί
παρά την ψυχική υπόκρουση ενός εξωτερικού κόσμου, μη αρεστού, σε σημείο να
γίνεται εφιαλτικός και να επηρεάζει αρνητικώς -διαμέσω της απειλής και της
αγωνίας- γόνιμα ανθρώπινα εσωτερικά χαρακτηριστικά, αναστέλλοντας δημιουργικές
προσπάθειες.
Η επίκληση του ποιητή εν πρώτης
όψεως μοιάζει υπερβολική, όμως δικαιολογείται από την αγανάκτηση όταν
συσσωρεύονται πολλά προσωπικά αδιέξοδα και η δικαιοσύνη απουσιάζει παντελώς από
την κοινωνική ζωή:
«Όρνια-Λάμιες
σας καλώ
νύχια της Νέμεσις ελάτε
ξεσκίστε με το ράμφος σας
τούτο το δέρμα τ’ όμορφο
κι αφήστε ν’ αγναντεύσω
Βλέπω
λουλούδια εκεί μακριά;
Όχι, σκουλήκια είναι
και νύμφες πεταλούδες
μέχρι κι αυτές ντυθήκανε
Μάη να θυμίζουν
Το γέλιο
τους το περιπαικτικό
που δεν μπορώ ν’ αντέξω
καθάριο γάργαρο νερό
ακούγεται απ’ έξω».
(Από το ποίημα που δανείζει τον τίτλο του σε ολόκληρη
τη συλλογή).
Ο Δρ. Γεώργιος-Κάρολος Μ. Τσιλεδάκης
χρησιμοποιεί τον εθνικό μας στίχο, όπως είχε γράψει κάποτε ο Σεφέρης γι’ αυτόν:
«το βαθύτερο κυμάτισμα της λαλιάς μας», δηλαδή τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και
μάλιστα όπως αποτυπώθηκε στο θρηνητικό είδος του δημοτικού τραγουδιού. Τον
χωρίζει όμως σε δύο ημιστίχια και ο λυρισμός και το γνήσιο πάθος που αποδίδει
στον δεκαπεντασύλλαβο γίνονται αποτελεσματικό όχημα για να μεταφέρει ο ποιητής στον
αναγνώστη υπαρξιακά ερωτήματα και συνισταμένες, όντας εικαστικός μιας πένθιμης
σύνθεσης, που όμως πριν απ’ όλα αντανακλά την ασφυκτική πραγματικότητα,
εμποτίζοντας την ψυχή με την αδυναμία, το ανικανοποίητο, τη διάψευση, την
έλλειψη προοπτικής στο μέλλον, καθώς το πεπρωμένο σφραγίζει ζωές και η απόδραση
πια μοιάζει με όνειρο. Εδώ θα διακινδυνεύσω μια παρατήρηση: ανεξάρτητα από την
διεισδυτικότητα της γραφής του ποιητή, δεν πρέπει να τον κατατάξουμε στους
απαισιόδοξους μιας γενιάς, για τον απλό λόγο ότι όλα αυτά τα αρνητικά αισθήματα
που ανέφερα προηγουμένως, είναι προϊόντα ανθρώπου που αγωνίστηκε θέτοντας
μεγάλα οράματα στη ζωή του και δεν αρκείται σε μια συμβατική και χωρίς ποιότητα
ζωή.
Στο ποίημα «Δυο κουστούμια κι ένας
παπαγάλος», το μαύρο χιούμορ διαχέεται στην ατμόσφαιρα προκαλώντας
ανατριχίλα, καθώς συνταιριάζεται με μια τάση λογικής εκτίμησης και τελικού απολογισμού:
«Κουστούμια
μην μαλώνετε
δίκιο δεν θα ζητήσω
πανώριος που στεκότανε
λευκοντυμένος ως γαμπρός
τι πένθιμα τώρα ξεπροβάλλει
μαυροντυμένος ως νεκρός
πότε ήταν πιο κομψός;
Δύσκολα ν’ απαντήσω».
«Η Λήθη και η Μνημοσύνη» γίνονται ένα αντιθετικό ζεύγος που παλεύει αδιάκοπα:
«Σβήνει η
μια στους τάφους
τα μαρμάρινα γραμμένα
μα τα κοράκια της άλλης
πάλι τα σμιλεύουν
Κι η μάχη
λήγει πάντοτε
με τροπαιούχο την Λησμοσύνη
«Συνείδηση» δεν βαφτίσαν κάποτε
την νοσταλγούσα Μνημοσύνη;».
(Από τη δεύτερη και την τελευταία στροφή του
ποιήματος).
Στο ποίημα «Σαν άχρηστοι στρατιώτες»
εκστομίζονται μεγάλες αλήθειες που είναι σε θέση να προβάλλει ο ευαίσθητος
άνθρωπος και ποιητής, αφού η διαδρομή του στη ζωή δείχνει ότι δαπάνησε
ατέλειωτες ώρες μες στη μοναξιά του, αναλύοντας ένα καλά στημένο παιχνίδι το
οποίο φροντίζουν πάντα να σκεπάζουν έντεχνα οι ταγοί της εξουσίας με τα
δαφνόφυλλα του ηρωισμού, μοιράζοντας τη δόξα σε όποιους τους ανήκει και
κρατώντας για τον εαυτό τους τα οικονομικά προνόμια, ενώ διασπείρουν σκόπιμα το
φόβο στους πολίτες για να τους χαλιναγωγούν:
«Δήθεν ήρωες
γενναίοι
των μεγάλων σκοπών σταυροφόροι
οι ηγέτες μας πυγμαίοι
κι εμείς νεκροί λαμπαδηφόροι
Μαριονέτες
των εκμεταλλευτών
που μιλούν για ελευθερία
υψώνουν τοίχους μεταξύ μας
που ονομάζουν δυσπιστία
ανταγωνιστικότητα και φθόνο
μαχητικότητα και υποψία
φτιάχνουν φαντάσματα εχθρούς
για την δική τους ευημερία».
Και από δίλημμα της στροφής του ίδιου ποιήματος, εύλογο ερώτημα όταν
κανείς δεν ξέρει στη σύγχρονη εποχή ποιος είναι ο εχθρός του, αφού
ομολογουμένως τα πρόσωπα δεν είναι τόσο επικίνδυνα όσο οι συνθήκες που
επικρατούν ως αιμοβόρα φαντάσματα, δηλώνοντας την ασώματη παρουσία τους και την
εξολοθρευτική τους ικανότητα:
«Του όπλου
μου πια την κάννη
δεν ξέρω που να στρέψω
φαντάσματα ή καταπιεστές;
Που να σημαδέψω;».
Να γιατί επιβάλλεται μια
καθαρή ματιά, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις:
«Φεγγάρι
ετερόφωτο
η δανεική σου λάμψη
στην πλάνη οδηγεί
αυτούς που σε πιστέψανε
στα όνειρα τους
κάνοντας σε πλοηγό».
Και σίγουρα οι αστροναύτες δε θα είχαν την ίδια αίσθηση τη στιγμή που
πλησίαζαν το φεγγάρι, με τους ερωτευμένους που τυφλωμένοι, θαυμάζουν τις
ασημένιες αχτίνες του που σχηματίζουν ένα γαλατένιο διάδρομο στη θάλασσα. Η
συγκεκριμένη πλάνη δουλεύει καλά στο νου και στην ψυχή, υποσκάπτει και αλλοιώνει
τον άνθρωπο, τον κάνει ανίκανο να δει «πέρα απ’ τη μύτη του», ενώ ο
εγωκεντρισμός του τον οδηγεί στην αεροβασία και στην αγνόηση των πραγματικών
του δυνατοτήτων, όπως περιγράφει παραστατικά ο ποιητής στο ποίημα «Πλαστός
Τιτάνας» το οποίο καταχωρώ εδώ ολόκληρο:
«Γιαλιά φορούσα για καιρό
με τους φακούς αγκίστρια
τα μάτια μου ορθάνοιχτα
στην όψη σου στραμμένα
Με ομορφιά ημίθεου
παράστημα τιτάνα
με πανοπλία χρυσαφιά
σμαράγδια στην ασπίδα
Κι όταν μια μύγα πέταξε
και έφτυσε μια πέτρα
χολής πικρής το έκτρωμα
μου ράγισε τις κόγχες
Τα χέρια σήκωσα ψηλά
πέταξα τα γυαλιά μου
μαγεία ήταν κι έφυγε
τα πάντα καθαρίσαν
Ας είναι η μύγα αυτή καλά
που μ’ άνοιξε τα μάτια
κι ο θαυμασμός μου έδωσε
την θέση του στον οίκτο
Νάνος ήσουν πάντοτε
που σέρνονταν σαν φίδι
σκιάχτρο γεμάτο με σπυριά
ανθρώπινο σκουπίδι».
Εδώ παρατηρούμε τη
νοοτροπία μιας ευρείας πληθυσμιακής ομάδας ατόμων που ορίζονται ως μάζες και
ενεργούν με κανόνες συμπεριφοράς και όρους που υποβάλλονται από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης.
Συμπερασματικά, ο Γεώργιος-Κάρολος Μ. Τσιλεδάκης
με την ποιητική συλλογή του «Όρνια-Λάμιες» αποτυπώνει με
κατάλληλο τρόπο βαθιές έννοιες και σύγχρονες κοινωνικές παραμέτρους, που
γίνονται άμεσα αντιληπτές από τον μέσο αναγνώστη, ενώ η μετακύλιση του νοήματος
συνιστά δυναμική δημιουργική εργασία, όπου ο καθένας προσλαμβάνει αναλόγως του
ψυχοπνευματικού του εξοπλισμού. Με απλό κατανοητό λόγο και χωρίς χρήση
περίτεχνων λέξεων, ρίχνει το πέπλο του μυστηρίου σε μερικά οφθαλμοφανή ψέματα
που κυριαρχούν στη ζωή μας, με μια εικονοπλαστική δύναμη, ανασυρμένη απ’ τη
γνήσια ελληνική ποιητική παράδοση, και ως εκ τούτου η προσφορά του πρέπει να
εκτιμηθεί θετικά.
Συγκεκριμένα, συμβολοποιεί τα διάφορα μυθικά
και υπερφυσικά τέρατα, ώστε να εκφράσει τις αγωνίες και τις ανάγκες του
καθημερινού ανθρώπου, που απομονωμένος στη γωνιά του, του αφαιρείται συνεχώς η
δυνατότητα να ενεργήσει και να υλοποιήσει τα οράματά του μέσα από μια
συμπιεστική κοινωνική δομή που θέτει όρους τραγωδίας και υπογράφει ένα
αμείλικτο πεπρωμένο. Όμως, η φύση μάς έχει διδάξει πολλές φορές ότι λειτουργεί
με την δική της ελευθερία, η αυθαιρεσία και η επιβολή κάποια στιγμή θα τιμωρηθούν γιατί
αποτελούν εξαίρεση στο νόμο της φυσικής εξέλιξης της ζωής και της διατήρησης
της κανονικότητάς της.
21/06/2015
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
** Ο ∆ρ.
Γεώργιος-Κάρολος Μ. Τσιλεδάκης γεννήθηκε στην Μπολόνια Ιταλίας.
Σπούδασε στο Τµήµα Φυσικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήµιου Θεσσαλονίκης.
Απέκτησε διδακτορικό τίτλο στην Πυρηνική Φυσική από το Πολυτεχνείο του Ντάρµσταντ
στη Γερµανία και συνέχισε µε µεταδιδακτορικά σε Χαϊδελβέργη και Παρίσι, όπου
σήµερα ζει και εργάζεται ως ερευνητής. Έχει εκπληρώσει το στρατιωτικό του
καθήκον ως Εύζωνας στην Προεδρική Φρουρά. Η ποιητική του συλλογή «Όρνια-Λάµιες» ζωγραφίζει τραγικά και µε
µελανά χρώµατα την αδυναµία ενός προδοµένου από Εφιάλτες αξιοπρεπή ανθρώπου να
υπερβεί µόνος του τα σηµερινά υπαρξιακά αδιέξοδα, όντας θύµα ενός αναπόφευκτου
πεπρωµένου.