Ο Μάκης, κουτσαβάκης, περπατά όλο καμάρι στρίβοντας
το μουστάκι του με μια περίσσια αλαζονεία στ’ αγρίμια των ματιών του. Μεθυσμένος
Δον Κιχώτης πολεμά τα φαντάσματα των νεκρών
Πακιστανών. Ακόμη τούς ψάχνει στου Ψυρή. Οι άλλοι κάθονταν στο καφενείο
στήνοντας του καρτέρι. Με μισοφορεμένα τα σακάκια, μεγάλα κομπολόγια, σέρνονται
στο διάβα του, για να τον πνίξουν. Κι αυτός ο καψερός ξεδιψά με κρασί βλέποντας
την πλατεία Ηρώων ως αρένα μάχης. Γιατί οι αλλοδαποί είχαν φτιάξει τζαμί στο
σκοτεινό υπόγειο μιας εγκαταλειμμένης διπλοκατοικίας και το έχουν σαν θησαυρό,
για να φιλούν με ευλάβεια, τον θεό του σκότους.
Στο χθες, ο Γιαννάκος ο μπουγατσάς, του κάρφωσε την κρυψώνα με τις θεϊκές σκόνες. Ντουγρού για τα πρόβατα της επαρχίας. Φουντωμένος ο μάγκας, σβέλτα μ’ ένα μπιτόνι βενζίνης, πυρπολεί το καταγώγι. Μετά χάνεται στα τρελάδικα, ρουφώντας τον Βόσπορο. Στα χαράματα, τον γύρισε μια εταίρα στον σιωπηρό του τάφο, ασελγώντας στα ηρωικά του μέζεα.
Μαζεύοντας τη λιγδωμένη ρεπούμπλικα απ’ τα τσιμπλιασμένα μάτια του ύπνου, ορμάει στους δρόμους, μ’ ένα σύμμαχο, την αδικημένη καλή του καρδιά. Στ’ όνομα του χαμού του επίγειου αγγέλου του, εκδικείται την υπαιτιότητα. Τα άσπρα, τα μαύρα, τα δαιμόνια. Στο στέκι των Κουτσαβάκηδων, πληγμένο φιλότιμο, καραδοκεί τον προδότη.
Με τον ασημένιο φύλακα του, στέκεται μπροστά στο ρολόι της Παλιάς αγοράς. Ιλουστρασιόν περιτύλιγμα οι μαρμάρινες κολόνες του υψώματος, τυφλώνουν τον μάγκα κι αφήνουν πίσω τους δολοφονικές σκιές.
Στο χθες, ο Γιαννάκος ο μπουγατσάς, του κάρφωσε την κρυψώνα με τις θεϊκές σκόνες. Ντουγρού για τα πρόβατα της επαρχίας. Φουντωμένος ο μάγκας, σβέλτα μ’ ένα μπιτόνι βενζίνης, πυρπολεί το καταγώγι. Μετά χάνεται στα τρελάδικα, ρουφώντας τον Βόσπορο. Στα χαράματα, τον γύρισε μια εταίρα στον σιωπηρό του τάφο, ασελγώντας στα ηρωικά του μέζεα.
Μαζεύοντας τη λιγδωμένη ρεπούμπλικα απ’ τα τσιμπλιασμένα μάτια του ύπνου, ορμάει στους δρόμους, μ’ ένα σύμμαχο, την αδικημένη καλή του καρδιά. Στ’ όνομα του χαμού του επίγειου αγγέλου του, εκδικείται την υπαιτιότητα. Τα άσπρα, τα μαύρα, τα δαιμόνια. Στο στέκι των Κουτσαβάκηδων, πληγμένο φιλότιμο, καραδοκεί τον προδότη.
Με τον ασημένιο φύλακα του, στέκεται μπροστά στο ρολόι της Παλιάς αγοράς. Ιλουστρασιόν περιτύλιγμα οι μαρμάρινες κολόνες του υψώματος, τυφλώνουν τον μάγκα κι αφήνουν πίσω τους δολοφονικές σκιές.
Για όσους χάθηκαν άδικα από το πάθος.
Εύα Λόλιου