Άνοιξε το παράθυρο και πήρε μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα του πλανήθηκε για λίγο στα ψηλά, εκεί όπου ένα θολό σύννεφο έπαιρνε διάφορους σχηματισμούς, πριν διαλυθεί και φανεί πλέον ο ουρανός στο γαλανό του χρώμα. Ο δροσερός αέρας άγγιζε τα θεόρατα κτίρια, αφαιρώντας απ’ την επιφάνειά τους ό,τι βρώμικο και φθαρμένο ασχήμιζε την ατμόσφαιρα· τη σκόνη και τα αιωρούμενα σωματίδια. Απέναντι ξεχώριζαν τα διαμερίσματα σαν μικρά φωτεινά κουτάκια με τις εγκλωβισμένες ανθρώπινες φιγούρες σε ακατάπαυστη κίνηση.
Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και του έπνιγε τη σκέψη. Κάτω στους δρόμους, η βουλιαγμένη Αθήνα, ταλαιπωρημένη και ανεξέλεγκτη δεν ησύχαζε ποτέ. Μια σιδερένια γροθιά το πηγαινέλα των περαστικών, μια μοχθηρή κλωτσιά στο στήθος του αυτό το μεγαθήριο, που στράγγιζε μέρα τη μέρα τα οράματά του.
Ο Κώστας Αθανασίου ήταν ψηλός και γυμνασμένος με πανέξυπνα μάτια και ευγενικά χαρακτηριστικά, αλλά η θλίψη σιγόκαιγε μέσα του· φλόγα τρεμουλιαστή που αντανακλούσε τον ταραγμένο κόσμο του σ’ ένα χαμόγελο σκοτεινό και πικραμένο, φανερώνοντας κάποιες αποκαρδιωτικές κινήσεις στο βάδισμά του.
Ο ζητιάνος στη γωνία, κάθε πρωί, λες και διάβαζε τις σκέψεις του, τον χαιρετούσε μ’ ένα ζωντανό και απροσποίητο χαμόγελο. Σαν να ξεχείλιζαν τα κέρματα στο μικρό τενεκεδένιο κουτί που κρατούσε, κι εκείνα άστραφταν στον ήλιο μαζί με τη γεμάτη ζωή. Δεν είχε καν το συνηθισμένο κακόμοιρο ύφος που προξενεί λύπηση. Έμοιαζε τόσο αξιοπρεπής μες τη δεινή του θέση. Τα λόγια, του έστηναν περίεργα παιχνίδια, του τριβέλιζαν το μυαλό:
«Τι θα μπορούσατε να στερηθείτε πραγματικά κ. Αθανασίου; Τι θα μπορούσε να σας προξενήσει τόσο μεγάλο πόνο για την απώλειά του;»
Ποιος άραγε βρισκόταν σε μειονεκτικότερη θέση; Μήπως ο πλούτος ανταλλάσσεται με τη φθορά και τη δυστυχία, ενώ η φτώχεια με την αιωνιότητα και την ευτυχία;
Έκλεισε το παράθυρο βιαστικά, σχηματίζοντας στο πρόσωπό του έναν πικρό μορφασμό. Κάθισε στο γραφείο, ακουμπώντας πάνω στα στοιβαγμένα έγγραφα που περίμεναν τις υπογραφές του. Έμεινε συγκεντρωμένος για ώρα στη φωτογραφία των παιδιών. Παρατηρούσε εκείνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελο που ανάβλυζε από τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια, τα παιδικά ματάκια με το αιώνιο γιατί μπροστά τους… Θα έπρεπε να τα αποχαιρετήσει μ’ ένα φιλί κι ύστερα να χαθεί στην αναζήτησή του, χωρίς να υποψιαστεί κανείς τίποτα. Στη γυναίκα του χρωστούσε μια τελευταία προσφορά, μια νύχτα εκστατική, γεμάτη ερωτισμό και ηδονή, μια νύχτα χωρίς αύριο.
«Αύριο θ’ αρχίσει. Όλα είναι έτοιμα, όλα θα γίνουν σαν μια συνηθισμένη μέρα», σκέφτηκε. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε πάνω στα ψυχρά έπιπλα, στη μακέτα του πρώτου εργοστασίου που κατάφερε να δημιουργήσει με την πολύτιμη συνδρομή του αλησμόνητου πατέρα του. Και αργότερα την αλυσίδα εργοστασίων κονσερβοποιίας: «Αθανασίου και Υιός». Οι καπνοί των φουγάρων είχαν γράψει την δική τους ιστορία στον Αττικό ουρανό. Πώς μπορούσε ν’ αφήσει μόνους τους εργάτες του χωρίς να τους αποχαιρετήσει, που σαν μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν σ’ ασταμάτητο ρυθμό; Τους φανταζόταν στο προαύλιο, ανασκουμπωμένους και ιδρωμένους κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων φορτοεκφορτώσεων, ειδικά τις μέρες που προγραμματίζονταν οι εξαγωγές.
Σαραντάρης πλέον, επιτυχημένος, μ’ ένα πέπλο ασφάλειας απλωμένο γύρω του δε θα μπορούσε κάτι άλλο να ποθήσει. Όλα προσφερμένα, όλα έτοιμα να του παραδοθούν μ’ ένα νεύμα, με μία εντολή.
«Τι θα μπορούσατε πραγματικά, κ. Αθανασίου, να στερηθείτε; Την οικογένειά σας, τα πλούτη σας, τα πανάκριβα αμάξια σας, τις κρουαζιέρες σας; Τι θα μπορούσατε να θυσιάσετε με στόχο την υστεροφημία σας;».
Το ίδιο αμείλιχτο όνειρο, πάντα αφόρητο μες τον νυχτερινό ίλιγγο του ύπνου, να του κόβει την αναπνοή! Η ίδια πικρή και αυστηρή φωνή να ελλοχεύει σε κάθε κίνησή του, να τον επιθεωρεί για κάθε άστοχη πράξη του, η τιμωρός φωνή μιας χαμένης ευτυχίας, μιας ζωής αφιερωμένης στη φθορά.
Ήπιε τον καθιερωμένο καφέ με τη σύζυγο του. Φόρεσε το συνηθισμένο επίσημο κουστούμι. Φίλησε τα παιδιά στον ύπνο τους και πήρε τη μεγάλη τσάντα με τα απαραίτητα και κατευθύνθηκε στο εργοστάσιο, αλλά δεν πέρασε την πύλη του μαντρότοιχου. Έριξε μια τελευταία ματιά στη φωτεινή επιγραφή και πάτησε γκάζι απότομα. Η πανάκριβη Αudi TT γουργούρισε σαν να αποχαιρετούσε το γκρίζο κτίριο, τους καπνούς, τα λερωμένα χέρια και τις μονότονες μηχανές, τον μόχθο του εργάτη. Έτσι απαλλαγμένη από βάρη τάχυνε πιο αποφασιστική, παίρνοντας την εθνική οδό, μια μικρή ασημένια κουκίδα και πάνω της ο Κώστας Αθανασίου αφιερωμένος στην ιερή έκσταση της ταχύτητας, να προσπερνάει μια πρόσκαιρη ζωή μες τις ανέσεις για κάτι πιο αληθινό. Αύριο, οι εφημερίδες θα γράψουν με μεγάλους εντυπωσιακούς τίτλους: «Μυστηριώδης εξαφάνιση εργοστασιάρχη».
Η ευτυχία υπήρχε παντού γύρω του, όμως δεν την έβλεπε, ούτε την ένιωθε. Ο ψυχολόγος του είχε πει ξεκάθαρα πως έπρεπε να κάνει μια νέα αρχή, για να μην βουλιάξει σε μια ανυπόφορη κατάθλιψη. Τον προέτρεπε να γράφει αυτά που αισθάνεται και σκέφτεται για να ξεφεύγει από το άγχος της κορυφής. Τώρα τελευταία πίστευε πως είχε κατακτήσει τα πάντα, εκτός του εαυτού του, που τον πρόδιδε συνεχώς μ’ αντιφατικά συναισθήματα και επιζήμιες σκέψεις. Μολονότι δεχόταν την απεριόριστη αγάπη της γυναίκας του και των παιδιών του, τα γέλια και τις αταξίες τους, αυτή η οικογενειακή γαλήνη από μόνη της δεν ήταν αρκετή να γαληνέψει τον πόνο μέσα του. Σαν να έγινε η ανταρσία της ψυχής πάνω στην καρδιά κι όλα του φαινόταν αξεδιάλυτα. Δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς πήγαινε να κάνει. Να αυτοκτονήσει; Όχι, σίγουρα όχι.
Μια πράξη δειλίας δεν ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή του· ήταν μακριά από κάθε ανήθικη αφαίρεση της ζωής. Ήθελε πρωτίστως να εξαφανιστεί για λίγο καιρό, χωρίς να δώσει καθόλου σημεία ζωής, ν’ απομονωθεί μακριά από κάθε παρουσία γνωστών και αγνώστων, προκειμένου να πάρει ανεπηρέαστος τις αποφάσεις του. Μια εσώτερη ανάγκη τον καθοδηγούσε εδώ και χρόνια, με αυξανόμενη ένταση πως έπρεπε ν’ ανακαλύψει απ’ την αρχή το άτομό του, ν’ ακροαστεί τις επιθυμίες του ξανά, να δει τι ήταν αναγκασμένος να κάνει χωρίς τη θέλησή του και με γενναιότητα να δημιουργήσει καινούργιες σταθερές· έναν ωφέλιμο κώδικα προτεραιοτήτων και αξιών που να προσδιορίζουν μελλοντικά την προσωπικότητα του.
«Υπάρχουν στιγμές που λαχταράς να βρεθείς κοντά σ’ ένα ποτάμι, κάτω απ’ τον ίσκιο των γέρικων πλατάνων, ν’ ακούσεις τη μουσική των πιο λεπτών, δυσδιάκριτων συναισθημάτων. Μες τη φύση μπορούν κάποιες κρυφές λεπτομέρειες, που σου διαφεύγουν, να φανούν αποκαλυπτικές. Το φως, η ηρεμία, η δροσιά του αέρα και το κελάηδημα των πουλιών, λες και πλέκουν μια όμορφη ιστορία για κάθε ταλαιπωρημένη ζωή! Παίρνεις βαθιές ανάσες και διώχνεις το σκοτάδι από μέσα σου, την κούραση, την ταραχή, τις πιο μικρές μέχρι τις πιο μεγάλες έγνοιες και τότε καταλαβαίνεις πως ο Θεός δημιούργησε τους ανθρώπους για να ζούνε μόνο στην εξοχή, μακριά από τις περιπέτειες και τα άγχη της μεγαλούπολης.
Εντελώς ξαφνικά και απροσδόκητα ανακαλύπτεις ότι έτρεφες στα πρώτα χρόνια της νεότητάς σου μια αδικαιολόγητη αγάπη για τον συνωστισμό και πότιζες μ’ αυτόν τα όνειρά σου. Μια πολύ καλά κρυμμένη απάτη που σε ξεγελούσε διαρκώς με τα πρόσκαιρα οφέλη της. Η πόλη, που ζωντάνευε τις επιθυμίες σου, έγινε τελικά το αιμοβόρο τέρας, παίρνοντας πίσω εκδικητικά ένα-ένα αυτά που είχες αποκτήσει, τις βάσεις της ζωής σου, ανταμείβοντάς σε με αρνητικά ή απειλητικά συναισθήματα. Αυτό ακριβώς ήταν και το τεράστιο φράγμα, που δεν αφήνει τη φιλία να περάσει στην απέναντι όχθη, στον άλλο άνθρωπο και νιώθεις προδομένος και διαψευσμένος απ’ τον ίδιο τον εαυτό σου. Έτσι επιπλέει στις σχέσεις πάντοτε μια αδιαφορία, μένει ασυγκίνητη η ψυχή, η οποία βλέπει μόνο αυτό που φαίνεται και όχι εκείνο που τη γεμίζει φόβο, μα αρνείται να το δεχτεί.
Η γυναίκα μου, η Άλκηστη, με κοιτούσε αποσβολωμένη. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει από καιρό ότι «κάτι έτρεχε», αλλά δεν μπορούσε να το αξιολογήσει με βάση τη σοβαρότητά του. Μολονότι η οικονομική μας κατάσταση ήταν πολύ καλή, είχαμε συμφωνήσει από κοινού να μην προσλάβουμε οικιακή βοηθό και παιδαγωγό για τα παιδιά μας. Θέλαμε να τους δώσουμε με τον πιο κατάλληλο τρόπο αγωγής τις αρχές μας, διότι και οι δυο μας τύχαμε φιλόστοργων γονιών, με ειλικρινή αγάπη και ενδιαφέρον για τα πραγματικά προβλήματά μας. Έτσι, η γυναίκα μου ανέλαβε το νοικοκυριό του σπιτιού και τη διαχείριση των εξόδων του, πράγμα που την ευχαριστούσε πολύ.
Προ πολλού είχε αρχίσει να μου ανοίγει συζητήσεις πως η δέσμευση και η αφοσίωση στη δουλειά μου είχε ανοίξει πολλές πληγές: έλλειψη χρόνου για διασκέδαση και ταξίδια, ελάχιστη διάθεση για παιχνίδι με τα παιδιά. Παρόλη την αλληλοκατανόηση και την αγάπη, δεν αποφεύχθηκαν τελευταία κάποιες μικροεντάσεις και συγκρούσεις για ασήμαντους λόγους. Τότε μου πρότεινε ν’ αναθέσω για λίγο καιρό την όλη διοίκηση της επιχείρησης στον διευθυντή μου και να φύγουμε για διακοπές σ’ εξωτικά μέρη. Το «στήριγμά» μου έψαχνε τρόπους ν’ αποτρέψει τα χειρότερα, αντιμετωπίζοντας τις εκρήξεις του θυμού μου, που γινόταν από μέρα σε μέρα όλο πιο συχνές και μεγάλες σε διάρκεια. Τότε, ανέσυρε πάλι εκείνη την ιστορία με το πατρικό μου σπίτι, πως έπρεπε να το συμμορφώσουμε λιγάκι, να τακτοποιήσουμε τον κήπο του, ν’ αντικαταστήσουμε ό,τι ο χρόνος έφθειρε, για να λάμψει και πάλι όπως παλιά.
Ξέρω στο βάθος πως επιθυμούσε κι εκείνη ένα πιο ανθρώπινο περιβάλλον, μα δεν τολμούσε να το πει καθαρά, γιατί το τίμημα θα ήταν μεγάλο, κυρίως όσον αφορά τη μόρφωση των παιδιών και τις επαγγελματικές τους ευκαιρίες. Αυτή ήταν η παγίδα που μας κρατούσε χρόνια δεμένους στην Αθήνα… χωρίς να παίρνουμε την μεγάλη απόφαση της φυγής. Βλέπαμε πως το καράβι είχε ναυαγήσει, πιστεύαμε όμως πως μπορούσαμε να σωθούμε και να βγούμε στην απέναντι στεριά, χωρίς απώλειες. Τα πρώτα συμπτώματα είχαν φανεί, ήταν ο συναγερμός που μας προειδοποιούσε: συχνές αϋπνίες και φριχτά όνειρα. Έβλεπα πως έχανα συνεχώς από μπροστά μου ό,τι αγαπούσα, πως ό,τι άγγιζα έλιωνε στα χέρια μου, πως όλοι οι φίλοι μου με περίμεναν μ’ ένα μαχαίρι, κρυμμένοι σε μια γωνιά. Οι πάντες ήταν πρόθυμοι να με λασπολογήσουν, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, και τότε ξεκίνησε να βγαίνει στην επιφάνεια ένας πολύ απειλητικός και καταπιεστικός κόσμος… Ο «ευτυχισμένος» ζητιάνος, κάθε πρωί στη γωνία, με σιγόκαιγε με τα λόγια του: «Τι είσαστε διατεθειμένος να χάσετε, να θυσιάσετε αληθινά, κ. Αθανασίου, για κάποιες ξέγνοιαστες στιγμές;». Ερχόταν και τα βράδια μες τον ύπνο μου να ταράξει τη φαινομενική γαλήνη μου με την εικόνα της φτώχιας που ακολουθεί μια ανέμελη ζωή».
Ο πιο επικίνδυνος εχθρός του ανθρώπου είναι η στάχτη των παλιών αναμνήσεων, που όσο την ανακατεύεις, βρίσκεις από κάτω μια φωτιά έτοιμη να ξανανάψει. Σπάνια μετάνιωνε για κάτι ή λυπόταν για μια ενέργεια που δεν έφερνε τ’ αναμενόμενα αποτελέσματα. Το αρπακτικό γεράκι που πετούσε πάνω απ’ τις σκέψεις του, ήταν το ενοχλητικό πουλί της δόξας που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
«Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, όταν έχεις να κάνεις με το εργατικό προσωπικό, να προσπαθείς και να καταφέρνεις να μένουν όλοι τους ικανοποιημένοι!», έλεγε συχνά με μία δόση απογοήτευσης.
Μετά από πέντε ώρες διαδρομή αντικρίζει τον Λευκό Πύργο. Ίσως να μην ήταν ο μοναδικός προορισμός του η Θεσσαλονίκη· υπήρχε ταυτόχρονα και η δυνατή επιθυμία να φτάσει στην αυτογνωσία. Στα λικνιζόμενα νερά του Θερμαϊκού μια απλόχερη γαλήνη του προσφέρεται, μια αίσθηση μοναδική που τώρα μόλις παίρνει μέρος σε μια παλιά ζωή. Τόσο παλιά και απλή, μια καθαρή ανάμνηση που το απαλό της χέρι αφαιρεί το επώδυνο άλγος της κορυφής. Από εκεί ψηλά δεν τολμάς να κοιτάξεις κάτω, γιατί στη βάση βρίσκεται το παρελθόν με όλες τις ανησυχίες και τις απογοητεύσεις. Εκείνος κρατάει σφιχτά το σκουριασμένο κλειδί, που έκρυβε για χρόνια, τον μόνο αληθινό θησαυρό μέσα στο χρηματοκιβώτιο του.
«Το πρώτο βήμα της ζωής είναι αυτό που ποτέ δε θα ξεχάσω. Ποτέ δε θα προδώσω το πρώτο μου πέταγμα, ποτέ το πρώτο κελάηδημα. Το ζωντανό μου κύτταρο είναι εδώ. Η γιορτή της παιδικότητας με προσκαλεί με τ’ αρώματά της στο πατρικό μου σπίτι, στην Άνω Πόλη. Ο κήπος, ο θαυμάσιος κήπος που γδέρναμε τα γόνατά μας, τώρα είναι γεμάτος αγριόχορτα, όπως και η ψυχή του κήπου· η μουριά με τον παχύ της ίσκιο. Η αυτοσχέδια κούνια με το χοντρό σχοινί και τη σανίδα στέκει ανέγγιχτη στο χρόνο. Δεν ξέρω, αν θα μ’ αντέξει πια, δεν ξέρω αν μπορεί να νιώσει κάτι γνώριμο απ’ το δικό μου σώμα και απ’ τα αισθήματα που χάθηκαν στη ξενιτιά, παλεύοντας με τα θηρία της ένοχης μνήμης.
Το σπίτι, αιώνια παρόν, φαντάζει μες την αίγλη των ωραιότερων στιγμών μου. Ο πατέρας να τρέχει ξοπίσω μου να με πιάσει κι εγώ να του ξεφεύγω, ενώ η μάνα να φωνάζει: «πρόσεχε, το παιδί μην τσακιστεί!». Η βεράντα ξεφλουδισμένη απ’ τον ήλιο και τη βροχή. Η εγκατάλειψη μιλάει με χίλιες λέξεις στην καρδιά. Χάθηκαν οι νοικοκύρηδες. Χάθηκαν νεκροί και ζωντανοί σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι. Τα κεραμίδια τσακισμένα, η πέτρα ρημαγμένη, γράμματα έγραψε στους τοίχους η σιωπή με τη μελάνη των περασμένων χρόνων. Πού πήγαν τα παιδιά που μεγάλωσαν, σε ποιο αδιέξοδο ερημονήσι; Πού πήγαν τα παιδιά και δεν γύρισαν τόσα χρόνια, ν’ αγγίξουν τα σημάδια της μικρής τους της ψυχής;».
Τι κακό είχε διαπράξει για να βασανίζεται τόσο; Γιατί ο άνθρωπος αν έχει το θάρρος να κοιτάξει βαθιά μέσα του, θα βρει εκκρεμή ζητήματα, αβύσσους που θέλουν να καταποντίσουν την αξιοπρέπεια και την τιμιότητα του. Κι αν δεν είχε ακούσει όσο έπρεπε την καρδιά του, αν είχε εθιστεί στο ψέμα και δεν μπορούσε να διαβάσει στα πρόσωπα που τον αγαπούσαν τα αγνότερα αισθήματα; Το «ερπετό» του χρήματος είχε χωθεί μες την ψυχή του και μόλυνε τις πιο όμορφες στιγμές.
Τα αδέλφια στην αρχή σκόπευαν να κάνουν κάτι οικογενειακό. Μα ήταν τόσο διαφορετικοί σε χαρακτήρα, που ήταν αδύνατο να προχωρήσουν σε κάποια συνεταιρική δουλειά. Το λαχείο ήταν η καταστροφή τους και η αυταπάτη τους. Γέμισε ο τόπος ξαφνικά εκατομμύρια και δεν ήξεραν τι να τα κάνουν. Σκορπούσαν ασυλλόγιστα παντού και δεν στερεύανε εκείνα. Άλλος απ’ τα αδέλφια στέριωσε στη Γερμανία, ζήτησε το μερίδιό του και έφυγε να επενδύσει εκεί. Ο μεγαλύτερος, που πάντοτε έτρεφε απέχθεια για το χρήμα, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έγινε μοναχός. Έκανε οτιδήποτε για να σώσει την ψυχή του. Μοίρασε το μερίδιό του σε ορφανοτροφεία, ιδρύματα, φιλόπτωχα ταμεία κι έδωσε μια κλωτσιά στη συνηθισμένη μοίρα των αστών.
Ο μεσαίος έστελνε συχνά επιστολές στον μικρότερο με το εξής περιεχόμενο: «Σε ζηλεύω αδελφέ που έμεινες στην Πατρίδα. Θέλω κάποια στιγμή να επιστρέψω. Μου λείπει ακόμη το ζεστό κλίμα της ελληνικής καρδιάς, ο ήλιος του καθαρού τοπίου. Θυμάσαι τη γειτονοπούλα μας, τη Νίκη; Δεν σε κατηγορώ βέβαια για την απόφασή σου, ν’ αποχωρήσεις απ’ αυτή τη σχέση, αλλά πρόσφατα τη συνάντησα τυχαία κι έδειχνε πως δεν της είχε περάσει ακόμη ο καημός, η πίκρα του αποχωρισμού. Σου στέλνω χαιρετίσματα από μέρους της. Τι τρέλα κι αυτή να εγκαταλείπουμε τα πατρώα χώματα, για να φτιάξουμε τη ζωή μας σε τόπους, όπου ο ήλιος είναι χλομός; Όλες οι ελπίδες μου, αδελφέ μου, εναποτίθενται σε σένα. Προσπάθησε ν’ αναστυλώσεις το ρημαγμένο μας πατρικό και ίσως, σύντομα βρεθούμε όλοι μαζί να τα πούμε από κοντά. Οι συνθήκες αλλάζουν γρήγορα και ποιος ξέρει αν στο μέλλον η παραμονή μας σε μια ξένη χώρα δεν εγκυμονεί κάποιους κινδύνους; Να μου φιλήσεις την Άλκηστη και τα ανίψια μου».
Ο Κώστας σκέφτηκε για άλλη μια φορά, πως οι άνθρωποι όσους τόπους κι αν αλλάξουν, όσα κι αν περάσουν, παραμένουν οι ίδιοι πάντοτε. Όπου κι αν εγκατασταθούν, βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν και τίποτα δεν μετακινεί τις παγιωμένες ιδέες τους. Ο αδελφός του, πολλές φορές επιθύμησε να γυρίσει πίσω, αλλά τελευταία στιγμή το μετάνιωνε, του αρκούσε να ζει μέσα στις κατακτήσεις και την ασφάλεια του δικού του κόσμου. Το μόνο που έκανε ήταν να μεταθέτει την ευθύνη σ’ εκείνον, να του υπενθυμίζει το χρέος του, ν’ ανοικοδομήσει το υλικό μέρος του σπιτιού -λες και μόνο οι επιδιορθώσεις θα το γυρνούσαν από την ερήμωση στη ζωή. Πώς να ξαναχτυπήσει η καρδιά του πεθαμένου σπιτιού, καθώς η ανάσα του, η ανθρώπινη παρουσία έλειπε τόσα χρόνια; Πώς ν’ αναβιώσουν τα παλιά, αγνά συναισθήματα; Πώς γίνεται όλοι να ονειρεύονται τις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά να μην εγκαταλείπουν τη θέση τους; Είναι δέσμιοι, αλλά τι τους εμποδίζει να «πετάξουν»;
Το σκουριασμένο κλειδί ανοίγει τις κρυφές πόρτες, τις πύλες ενός κόσμου απομονωμένου, που μες τη μοναξιά του αναπνέει τη σκόνη, τις αράχνες, το σκοτάδι μιας περασμένης ευτυχίας, μιας πληγής. Κάποτε παράτησε τη φόρμα του εργάτη και έγινε το κουστουμαρισμένο αφεντικό. Βρέθηκε σ’ άλλες πολιτείες, όπου παντού βασίλευε η αφθονία με τα χειροπιαστά όνειρα.
Η Άλκηστη γνώριζε καλά την παλιά ιστορία του Κώστα με τη Νίκη· τον μεγάλο έρωτά τους, που διακόπηκε λίγο καιρό πριν γνωριστούν οι δυο τους και προχωρήσουν στο γάμο. Αν τυχόν μάθαινε πως εκείνος επιθυμούσε να εγκατασταθούνε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη, θα εξοργιζόταν. Θα το λάμβανε ως μία αναδρομή και αναθέρμανση των συναισθημάτων εκείνης της εποχής. Μήπως μέσα του σιγόκαιε ένας κρυφός πόθος για τη νόστιμη γειτονοπούλα; Ήλπιζε πως κάποτε θα τη συναντούσε, για να δικαιολογήσει την παράξενη συμπεριφορά του. Οι παιδικές αγάπες έχουν τη μοίρα του ανολοκλήρωτου. Είναι πολύ δυνατές, όμως δε μπορούν να γευτούν την αιωνιότητα, γιατί σκοντάφτουν σε κάτι πέρα απ’ τις καρδιές, στα εξωτερικά εμπόδια. Ποτέ δε ξεθωριάζουν, μα αν θελήσεις να τις ξαναζεστάνεις, μπορεί να τσακιστείς.
«Θυμάμαι τότε, που μάζευα τα πράγματά μου σε μια βαλίτσα -όσα θεωρούσα πιο σημαντικά- γεμάτος πόθο και ελπίδα, προσδοκία για μια λαμπερή ζωή. Ασυγκράτητος νέος έκοψα τις ρίζες του παιδιού, που πάντα κόσμους ευαίσθητους αναστάτωνε, κόσμους που σε κάποιες ώρες ηρεμίας ακούγονταν με τόση ένταση, με τόση αγωνία. Στο δωμάτιο κυριαρχεί ο νόμος της φθοράς. Αγγίζω το ανέγγιχτο· τη θύμηση της ευτυχίας. Γονατιστός αντικρίζω τη θλιμμένη οροφή, εκεί που μέτραγα παιδί αγγέλους κι άστρα, εκεί που έπλαθα τα όνειρα της έφηβης ζωής και μούσκευα τα σεντόνια απ’ το κλάμα για τις προδοσίες και τις άδικες συμπεριφορές. Αυτή η παλιά φλόγα με ζώνει, η φλόγα που επαναφέρει τους γεμάτους ορίζοντες. Το χώμα, το τσιμέντο, τα κρεμασμένα παραθυρόφυλλα με τους ήχους της γκρεμισμένης ζωής, καλούν μες την ανάμνηση τα πρώτα σκιρτήματα του γνωστού, παλιού τοπίου. Μικρά αντικείμενα από το παρελθόν εδώ φωτίζουν! Να η μεγάλη αποκάλυψη! Το πρώτο διάβασμα: «Έγκλημα και τιμωρία», σε μια μαύρη, δερματόδετη έκδοση. Πέρα από το εδώ και το εκεί υπάρχει το μεγάλο φως, η δίνη της σιωπής, το ιδρωμένο μαξιλάρι, αρματωμένη και φυλακισμένη ενοχή για τα περασμένα, με όπλα πολυμήχανα, με ρούχα σκοτεινά σε πολεμά στις αφόρητες στιγμές. Κι όμως μέσα απ’ τα μεγάλα λάθη ξετρυπώνει η αλήθεια, πριν τσακίσει ολότελα την ενοχή με την τιμωρία της ψυχής.
Το χρυσό κύπελλο τώρα στέκεται ξεθωριασμένο, έχασε τη λάμψη του, σαν τα βιώματα που ξέφυγαν από την επιφάνεια του χρόνου, μα μέσα τους η κίνηση και ο αναβρασμός είναι μεγάλος, γιατί τα τρέφει η ψυχή για πάντα. Μεγάλη απογοήτευση για τον αθλητή του στίβου, που νίκησε κάποτε σ’ ένα σημαντικό σχολικό αγώνα. Το έπαθλο κυρίως ήταν το επινίκιο φιλί, η μεγαλύτερη επιβεβαίωση απ’ τα γλυκά χείλη του πρώτου έρωτα, απ’ τα εξαίσια χείλη της όμορφης γειτονοπούλας, της ποθητής καρδιάς! Αυτή η αξέχαστη, ασπρόμαυρη φωτογραφία· το κοριτσάκι με τις μπούκλες, το λουλουδάτο φουστανάκι και τις μακριές καλτσούλες, όλο νάζι να γέρνει στον ώμο μου. Που να ’σαι τώρα, μακρινέ μου έρωτα, σε ποια πόλη να οδεύεις με τις ρίζες σου βαθιά στο παρελθόν; Αχ και να σ’ έβλεπα στο φωτισμένο απέναντι μπαλκόνι ν’ απλώνεις τη μπουγάδα σου. Για κάποιο λόγο να ξεμύτιζες, ίσως από προαίσθημα, τώρα που γύρισε ο χαμένος σου έρωτας! Για λίγο να διασταυρωθούν τα βλέμματα, να πέσει το φράγμα το παλιό και συμφιλιωμένη να γυρίσεις στο παρόν σου.
Η πίκρα σου ήταν, που μας χώρισε το χρήμα. Εσύ έκλαψες τόσο πολύ ώσπου τσακίστηκες συθέμελα για το χωρισμό μας. Εσύ πίστεψες σε μένα, τα όνειρά σου πάνω μου κατεύθυνες, αλλά δεν το χώνεψες ποτέ πως τόσες μελωδίες, τόσες αληθινές στιγμές, χαρές και λύπες θα πνίγονταν σ’ ένα στραβοπάτημα της μοίρας. Στο καταραμένο λεπτό που φαινομενικά μου άνοιγε όλους τους δρόμους μέσα απ’ τον πλούτο και η τύχη μου έκλεινε τα μάτια σ’ όποιον παράδεισο είχα ζηλευτό. Ποθούσα να σε δω, έστω για μια στιγμή, μια δική σου χειρονομία να νιώσω, τη ζεστή φωνή σου πάλι ν’ ακούσω και στην ακτινοβολία των ματιών σου να χαθώ. Εσύ όμως θα βρίσκεσαι σ’ ένα σπίτι ζωντανό, χωρίς να σε απασχολούν οι αναταράξεις της πικραμένης μου ζωής. Ο πανύψηλος πύργος της ακλόνητης ψυχής γκρεμίστηκε με μια γλυκιά ανάσα, με τη μυρωδιά των νόστιμων φαγητών της μητέρας σου, της κυρά Ελένης, με το άρωμα του γιασεμιού, του βασιλικού και της γαρδένιας, με τ’ αγριόχορτα του βουνού και το αγκαλιασμένο κύλισμα μας στα μουσκεμένα χόρτα απ’ την πρωινή δροσιά.
Τόσο πολύ τον ζήλεψα αυτόν τον κόσμο, την αφθαρσία του κι ήταν για μένα το ανεξάντλητο υλικό μιας απέραντης συμφωνίας με τη ζωή, που έδινε οξυγόνο στα όνειρα. Ήταν το άγγιγμα της αλήθειας που αν το παραμελείς, σε πνίγει και στερεύει τις πηγές σου. Είχε κρυφτεί μες τις πληγές μου το πιο ταπεινό στοιχείο, η αίσθηση του γνήσιου ανθρώπου, το πέλαγος που έλειπε στο ερημονήσι της ψυχής μου. Το όρος το ψηλό μόλις λησμονήθηκε. Ο πόθος του ουρανού με τη φιλία των αστεριών γιατρεύτηκε. Τα όνειρα μετασχηματίστηκαν σε απλά και αναγνωρίσιμα, οι επιθυμίες του ανθρώπου που είχαν κρυφτεί πίσω απ’ τη λάμψη της φιλοδοξίας, αποκαλύφθηκαν εντελώς γυμνές. Το χάδι της γυναίκας, το κλάμα του παιδιού, μια αγκαλιά ολάνθιστη, το στήριγμα, όλα έμεναν παραμελημένα πίσω απ’ το πεπρωμένο της κορυφής και της κουρασμένης ψυχής».
Μάζεψε στην τσάντα του τη φωτογραφία της κοπέλας, το κύπελλο, τη μουντζουρωμένη φόρμα του εργάτη· αναμνήσεις μιας χρυσής εποχής που έφερναν όψιμα την αύρα της ευτυχίας και την προσμονή ενός νέου ταξιδιού.
«Τι είσαστε διατεθειμένος να χάσετε, κ. Αθανασίου, να θυσιάσετε αληθινά για κάποιες ξέγνοιαστες στιγμές;».
Τα λόγια του ζητιάνου, που του απευθύνονταν καθημερινά, είχαν αλλάξει πλέον βαρύτητα και σημασία. Δεν ήταν εκείνα τα καρφιά που πονούσαν άλλοτε και επανέρχονταν στον ύπνο του σαν ταραχώδεις εφιάλτες. Το σχέδιο της εξαφάνισής του μόλις είχε καταρριφθεί απ’ το αντίκρισμα της ανεκτίμητης παιδικότητας!
Μία απρόσμενη παρουσία έκανε τον Κώστα να ξεφύγει απ’ τις επίπονες σκέψεις του. Η φυσιογνωμία του γέρου με τα φθαρμένα ρούχα και την αφρόντιστη γενειάδα, του τάραξε την ηρεμία.
«Εσύ, πάλι εσύ μπροστά μου… Με ακολούθησες; Πως το ήξερες;».
«Πες από ένστικτο, πες από διαίσθηση, ήξερα πως θα βρισκόσουν εδώ».
«Τι θέλεις λοιπόν από μένα;».
«Ήρθα να σου πω μια πολύ παλιά ιστορία… Ήταν κάποτε ο πλούτος, ένας χοντρός κύριος με μεγάλη κοιλιά και η φτώχεια, μια ξερακιανή γεροντοκόρη που κανείς δεν ήθελε να παντρευτεί. Κανείς όμως δεν ήξερε τι έχανε, τι χαρές έκρυβε αυτή η ταλαιπωρημένη σάρκα. Αυτή η έλλειψη την έκανε να προχωράει μόνη της στη ζωή, πολλοί να την αγνοούν και να υποτιμούν τις ικανότητές της. Μα η φτώχεια συσσώρευε με τα χρόνια πνευματικά αγαθά, που δεν φαίνονταν με την πρώτη ματιά απ’ τον καθένα. Έπρεπε να χτυπήσει προηγουμένως το καμπανάκι της ευαισθησίας και να καταδεχτεί κάποιος να σμίξει τα χνώτα του μ’ έναν βρώμικο, κουρελή επαίτη. Βέβαια, δεν έκανα τόσο κόπο να έρθω μέχρι εδώ, για να σου πω ένα παραμύθι, παρόλο που θα μπορούσα να σου μιλήσω με τη γλυκιά φωνή της μάνας σου και μέσα απ’ τα λόγια μου ν’ ακούσεις το τραγούδι της φύσης και της παιδικής ψυχής.
Θυμάμαι τον πατέρα σου σαν τον πιο γενναιόδωρο άνθρωπο που γνώρισα ποτέ. Ξεχείλιζε από ειλικρίνεια, διέκρινες μια αθωότητα στο βλέμμα του και μια εκτίμηση στη συμπεριφορά του προς όλους. Ποτέ του δεν άφηνε ζητήματα ανοιχτά και έδινε τις πιο κατάλληλες λύσεις. Δεν μ’ αναγνώρισες ακόμη; Αλλά πώς να θυμηθείς τον Στάθη, τον κηπουρό που πρόσφερε τόσα πολλά στο σπίτι σας! Ήσουν τότε πολύ μικρός, όταν εγκαταλείψατε αυτό το φιλόξενο, χαριτωμένο «παράδεισο». Μέσα στην αγκαλιά της άνοιξης ανέπνεες, όταν ήσουν παιδί. Φέρνω εκείνη την παλιά εικόνα στο μυαλό μου… τις ατέλειωτες μυρωδιές του καλοκαιριού, τον ίσκιο και τη δροσιά των δέντρων. Με δυνάμωνε ο αγώνας· το κλάδεμα και η φροντίδα των φυτών ήταν για μένα μια ιερή αποστολή, παρόμοια με την αγωγή που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους. Η αδιαφορία μπορούσε να τα μαράνει, να τα ξεράνει, να κάνει τ’ άνθη τους να πέσουν στο χώμα και τους καρπούς τους άγευστους και πικρούς. Η πληγή που προκαλεί η αδιαφορία είναι μεγαλύτερη από το μίσος. Το τίναγμα της ανθισμένης αμυγδαλιάς, το γδύσιμο της ομορφιάς, το αυθαίρετο κόψιμο του κισσού, της περικοκλάδας μοιάζει με το παράτημα στην τύχη κάθε δημιουργικής προσπάθειας του παιδιού. Δεν είναι οι υλικοί πόροι που αυξάνουν τις προϋποθέσεις μιας ευτυχισμένης ζωής.
Βλέπω στα πρόσωπα των ανθρώπων το βάσανο του φορτίου, την πίεση να κάνουν διάφορα πράγματα για να μείνουν στην ιστορία αξιομνημόνευτοι. Παραμονεύει παντού ένα ανοιχτό στόμα να τους καταπιεί. Τα παιδιά μας βέβαια είναι όπως τα λουλούδια που θέλουν περιποίηση στην εξοχή για ν’ αναπτυχθούν. Μην τ’ αφήσεις έρμαια στο καμίνι της ερήμου, να σιγοκαίγονται στην τρομερή μεγαλούπολη. Δώσε στο σκοτεινό ουρανό τους μια διέξοδο, φέρε κοντά τους τον ήλιο των ονείρων. Θέλουν ν’ ανοίγουν το παράθυρο και να βλέπουν αισιόδοξα το μέλλον, να ξεκλειδώνουν τις πόρτες της ζωής και να εντυπωσιάζονται απ’ τα δημιουργήματα της αγάπης. Το γέλιο τους θ’ ακούγεται παντού σαν το βουητό της μέλισσας, έχουν να πάρουν και να δώσουν πολλά με το πέρασμα του χρόνου. Ξερίζωσε απ’ τις ψυχές τους την τιποτένια χώρα του πλούτου, συμβούλεψέ τα ν’ αποφεύγουν τις οάσεις της καλοπέρασης και να μάθουν για τις αξίες που πολεμήσαμε εμείς οι παλιοί.
Θα μου πεις, ότι είναι παράλογο ένας ζητιάνος να σου κάνει κήρυγμα αγάπης, αλλά το δίδαγμα μου το πήρα εδώ και χρόνια απ’ το τενεκεδένιο κουτάκι που γεμίζει με την ανθρωπιά των περαστικών. Σου τα λέω όλ’ αυτά, για να σε στηρίξω στον καινούργιο δρόμο της ζωής σου. Το «κλειδί της χαμένης ευτυχίας» βρίσκεται σ’ αυτούς τους ξεφλουδισμένους τοίχους και στα ραγισμένα σκαλοπάτια. Θ’ ανοίξεις διάπλατα τις γερασμένες πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού, για να επιστρέψει πάλι το φως, να καθαρίσει τις θολές αναμνήσεις. Θα πάρεις τη γυναίκα σου τηλέφωνο και θα της πεις: «Εγκαταλείπουμε επιτέλους το υδροκέφαλο τέρας». Ύστερα, θα μου δώσεις λίγο καιρό ν’ αναπλάσω τον θαυμάσιο κήπο του παρελθόντος και θάψε βαθιά τις μέχρι τώρα αγωνίες σου, ρίξε αυτές στον γκρεμό της ύπαρξής σου! Κλείσε για πάντα την κουρτίνα της παλιάς σκοτεινής εποχής, με τα απάνθρωπα φουγάρα και τις ρυθμισμένες μηχανές. Κι έτσι με κλειστά αυτιά στις «σειρήνες» που παραπλανούν το δρόμο του ανθρώπου, θα είσαι δίπλα στο ποτάμι της ψυχής και στον ήχο της καρδιάς. Θα γίνεις ο αληθινός εαυτός σου, ο γνήσιος, ο ανόθευτος και θα έχεις βρει τη συνταγή να κάνεις τους πάντες γύρω σου ευτυχισμένους».
Όταν επέστρεψε, τελικά στην Αθήνα, αποφάσισε να πουλήσει όλες τις μετοχές του, το εργοστάσιο του και πρώτα-πρώτα να στεγάσει το πολύτιμο χαμόγελο του ζητιάνου, να του χαρίσει ένα σπίτι, γιατί ήταν πραγματικά ο μόνος που τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει τη μοίρα του και να πάρει τις αποφάσεις που επιβαλλόταν. Ύστερα θα εγκατέλειπε μόνιμα την πνιγηρή πόλη, παίρνοντας μαζί την οικογένειά του. Θα αναπαλαίωνε το πατρικό του σπίτι, εξασφαλίζοντας ποιοτικότερη ζωή για όλους, συμφιλιωμένος πια με τα φαντάσματατηςενηλικίωσης.
Πρέπει κάπου-κάπου ν’ ανοίγουμε αυτόν τον μακρινό μας κόσμο με το σκουριασμένο κλειδί της καρδιάς μας και να κοιτάμε μέσα με θαυμασμό τι ακριβώς χάσαμε για χάρη της επαγγελματικής μας καταξίωσης. Αυτό το κλειδί είναι ο μοναδικός μας πλούτος, ο ήλιος της ημέρας μας και η θάλασσα της ευτυχίας μας.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Νέα Αγχίαλος Βόλου