Απόβροχο, μουσκεμένοι οι δρόμοι, σε κάθε
βήμα της κι ένας υπόκωφος ήχος. Σκαλώνουν τα τακούνια στ’ ανοίγματα του
πεζοδρομίου, το τσιγάρο της βουτηγμένο μέσα στην ομίχλη. Καράβια με τα περήφανα
φουγάρα τους, τρυπούν τον ουρανό και τις ψυχές των περαστικών που τα κοιτούν
μαγεμένοι.
Η ανάσα της πνιγμένη απ’ τον καπνό κι αυτή
στέκεται τώρα κάτω από ένα φανάρι μετρώντας στο λιγοστό φως τα τελευταία της
χρήματα. Το μαλλί της ξεχύνεται λαμπερό μέσα απ’ την κουκούλα του αδιάβροχου
και μια σκληρή ανάμνηση την χαρακώνει στο πρόσωπο. Εμφανίζεται ένα παράξενο
χαμόγελο τη στιγμή που φτύνει συνεχώς ώρες, ελπίδες, κανείς δεν ξέρει…
Μιλάει στον εαυτό της ειρωνικά: «Και να
σκεφτείς πως αυτός ο δρόμος έδειχνε πως είναι όλο νόημα!».
Οι περισσότερες μπουκαπόρτες των πλοίων
είναι ανοιχτές, σαν ξεχειλωμένα στομάχια από νύχτες κραιπάλης και την καλούν μ’
ένα κούνημα της θάλασσας, ν’ ανακαλύψει τι κρύβουν μες στο εσωτερικό τους.
Οι παλάμες της τρέμουν καθώς πριν λίγη ώρα
είχε κρατήσει σφιχτά ένα ξένο κορμί κι ο άλλος ένα ερείπιο των χρόνων, όλο τ’
όνομά της φώναζε μουσκεμένος στα υγρά της ηδονής: «Πολύμνια». Ζαρωμένο το δέρμα
του και η ανάσα του βαριά, άσχημη ανάμεσα απ’ τα αραιά του δόντια, ενώ εκείνη
πλήκτρο της στιγμής, άνθος παραπεταμένο για να κορώσει την πείνα και την
απελπισία της.
Συνέχιζε το μεθυσμένο παραμιλητό της: «Αυτός
ο δρόμος μυρίζει κάπνα και δυσωδία. Τόσα και τόσα καράβια δεμένα στο λιμάνι,
αύριο φεύγουν γεμάτα ανθρώπινες ελπίδες κι εγώ κάθομαι εδώ μόνη, βουλιαγμένη
στη λάσπη!».
Την πήρε το παράπονο και έκλαψε. Η συγκίνηση
την έκανε να τρέμει. Αναζητούσε καταφύγιο, να κουλουριαστεί σε μια γωνιά μαζί
με τον ένοχο εαυτό της. Κατέβασε το φερμουάρ του αδιάβροχου και πρόβαλλε από
μέσα η νεανική ορμή της. Το μάτι της έτσι δακρυσμένο, είχε μια παράξενη
μελαγχολία και γοητεία. Άνοιξε βιαστικά την τσάντα της κι άρπαξε το κραγιόν της.
Τα κατάφερε και χωρίς καθρεφτάκι να το απλώσει όμορφα στις άκρες των χειλιών.
Το βλέμμα της όπου έπεφτε, μαγνήτιζε.
Διάλεξε ένα καράβι με τ’ όνομα «Αφροδίτη»,
δεν καλοφαινόταν, ήθελε μπογιάντισμα.
«Κι η ομορφιά σκουριάζει κάποιες φορές αν
δεν την προσέξεις!» την προειδοποίησε ο ένοχος εαυτός της.
Περπάτησε προς την ανοιγμένη μπουκαπόρτα κι
έφτασε στον χώρο όπου σταθμεύουν τ’ αυτοκίνητα.
Ρώτησε έναν ξένο εργάτη: «Πότε φεύγει το
πλοίο; Μπορώ να μείνω εδώ μέχρι το πρωί;».
Εκείνος δεν της άφησε κανένα περιθώριο για
διαπραγμάτευση και της απάντησε ορθά κοφτά: «Αύριο, στις οχτώ το πρωί! Καλύτερα
να πάτε στην καφετέρια του λιμανιού. Εδώ απαγορεύεται!».
Το γνώριζε, γι’ αυτό ήθελε ν’ αποφύγει τη
συνάντηση με πολύ κόσμο, δε θα ένιωθε όμορφα αν κάποιος ή κάποια την κοιτούσε
έστω για λίγο. Φοβόταν μήπως και μαντέψουν τις δυσάρεστες σκέψεις της.
Μισούσε τα καλοκαίρια, γιατί ενώ πολλές
φορές ήταν έτοιμη να πατήσει το πόδι της σε καράβι, την τελευταία στιγμή το
μετάνιωνε, για χάρη ενός καινούργιου έρωτα, ίσως λόγω μιας ιδιοτροπίας της
μοίρας που την απέτρεπε απ’ τα μεγάλα ταξίδια.
Μα τώρα, τι έκανε τώρα; Βρώμιζε στα χέρια
των γέρων και των πλούσιων, άνεργη, ρημαγμένη ψυχή που η φτώχεια είχε πνίξει τη
ζωντάνια της. Βαλσαμωμένη ύπαρξη, φύλλο που το παίρνει ο άνεμος.
Όταν η Πολύμνια πήγε ν’ ανοίξει τα φτερά
της, ο πατέρας της κι η μάνα της την εμπόδισαν και τα χρόνια περνούσαν εις
βάρος της. Όμως το είχε πάρει πια απόφαση να κάνει τη μεγάλη αλλαγή στη ζωή
της. Μόνο που ξέχασε να ρωτήσει πού θα πήγαινε το καράβι. Δεν πειράζει, δεν
χρειαζόταν να ξέρει, μακριά κι οπουδήποτε! Άκουγε κιόλας το σφύριγμα του
καραβιού που αναχωρούσε.
Την κυνηγούσε ακόμα η εικόνα του
Γέρου-Εφιάλτη που λίγδιαζε το τρυφερό σώμα της, που μόλυνε με το σάλιο του το
στήθος της, κι έκανε τα πόδια της να μαζεύονται στο άγγιγμα των κοκαλιάρικων
χεριών του. Εκείνος ήταν ένα κούτσουρο που το παράσερνε το ποτάμι των νιάτων
της.
Είδε και τον Γέρο-Καπετάνιο με το πηλίκιό
του, περήφανο, γεμάτο θέληση, αυτοπεποίθηση, πείσμα και δύναμη. Άραγε, θα τα
έφερνε η μοίρα έτσι ώστε εκείνη να φορέσει κάποτε στον λαιμό της ένα κολιέ από
κεχριμπάρι; Μέχρι τώρα μόνο πίκρες και διαψεύσεις τής είχε φορέσει, κόμπους που
μέστωναν, γίνονταν δηλητήριο και της πλήγωναν την καρδιά.
Μύρισε ξαφνικά
πεύκο κοντά σε ακρογιάλι κι ένιωθε σαν να βαφτιζόταν ξανά με όνειρα. Άκουγε στ’
αλήθεια ν’ ανακοινώνουν στο μεγάφωνο: «Σε λίγα λεπτά το πλοίο αναχωρεί. Ο
καπετάνιος και το πλήρωμα σάς εύχονται καλό ταξίδι!».
Λάσκαρης Π. Ζαράρης