Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

"ΑΦΙΕΡΩΣΕΙΣ" ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

Όροι αιώνιας σιωπής.




Λέξεις χαμένες
μ' ένα περιτύλιγμα ίσως σκληρό,
δύσκολα να καταφέρουν
να φτάσουν στο δώρο:
το γλυκό της ζωής.
Αισθήματα μπαίνουν σαν κορδέλες
για να ομορφαίνουν κάποιες περιστάσεις,
περαστικοί ληστές μιας ύπαρξης γεμάτης,
αδειάζουν λίγο λίγο το νερό απ' την πηγή.
Κι αν χρόνια μέθυσα με το άρωμα της γνώσης
κοιτάξτε πώς πληγώθηκα με τ' όνειρο μιας πτώσης,
κοιτάξτε πως λαχτάρισα τα έρημα τα σπίτια
που τα έπιπλα μοιράζουν ελπίδες
με όρους αιώνιας σιωπής.

24/08/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Νύχτες καλοκαιρινές.




Οι νύχτες έρχονται βιαστικά,
φέρνουν αλήθειες από το παρελθόν,
ένα φωτεινό σημάδι μες το σκοτάδι
πάντα σημαίνει πολλά ή ίσως τίποτα,
μονάχα ένα άγγιγμα ή φύσημα,
στιγμή ξεγνοιασιάς ή φυγής,
ανάσα δροσιάς που τοξεύει
στην καρδιά το καλοκαίρι
και κάθε κίνηση
φέρνει την παρουσία
μέσα στην απουσία των ονείρων.

24/08/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Ερημιά.




Μια ερημιά που πίνει λίγο λίγο την ψυχή σου,  
ένα τοπίο που ψηλαφείς μόνο με τις αισθήσεις,  
άγνωστα δέντρα που ισκιώνουν στα μέρη της σιωπής,  
ένας ορίζοντας που χάνεται στο τούνελ της υπομονής,  
μια θάλασσα που σβήνει τα μαύρα κύματα μες τις τρικυμίες,  
γομολάστιχα της μοίρας που παιχνίδια επιθυμεί,  
άνθρωποι που υψώνουν χέρια, ικεσία ή οδύνη  
ή επιστροφή των παθών στην άνυδρη γη.
 
24/08/2014
 
Λάσκαρης Π. Ζαράρης

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΑΚΗ.



ΓΙΑΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

«Πάνω του, κάθε άνθρωπος έκαστος, δύο σακούλια φέρει,
ένα στην πλάτη, κι ένα εμπρός, χειμώνα - καλοκαίρι ...»
Κι είν’ το σακούλι αόρατο, αυτό καθεαυτό του,
μα είναι σ’ όλους ορατό, το περιεχόμενό του ...

Κουσούρια κι ελαττώματα πάντα είναι γεμάτα
τα μπροστινά και πισινά σακούλια - ανάθεμά τα.
Των άλλων τ’ ελαττώματα έχει το μπροστινό μας
και τα δικά μας τα κακά, έχει το πισινό μας.
Κι αφού κανείς δεν βρέθηκε, νά ’χει στο σβέρκο μάτια
μόνο των άλλων τα στραβά θωρούν τα δυο μας μάτια ...
Και τα δικά μας τα στραβά, τα πίσω απ’ το κεφάλι,
μπορούνε και τα βλέπουνε και μας γελούν οι άλλοι ...



Η  ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Πέθανε ένας πρόεδρος και η θέση του χηρεύει ...
Κι η θέση ήταν κομματική και πάει και τη γυρεύει,
ένας πού ’ταν «ακάλυπτος» κομματικών προσόντων,
μα και φαφούτης εντελώς ... κομματικών οδόντων ...
Ο έχων την προκήρυξη, τον βλέπει και γελάει
και σκέπτεται..., ο δυστυχής, ξυπόλυτος πού πάει
στ’ αγκάθια της πολιτικής ..., στα κοφτερά γρανάζια ...
που θα τόνε συνθλίψουνε σαν νταμαριών τα μπάζια ;...
-           Είσαι τρελός; τον ερωτά με κάποια απορία ...
-           Γιατί; είναι προϋπόθεση της θέσης η μωρία ; ...
            αντερωτά ο ... «ακάλυπτος» και φεύγει, γιατί μπήκε...
            αμέσως εις το νόημα ... και ειρωνικά τους βγήκε ...



ΕΣΥ


Καλή μου, Εσύ που μου ‘δωσες ανείπωτη χαρά
και μου ‘κανες τα χέρια μου του αετού φτερά.
Που πεθαμένος ήμουνα και μ’ έχεις αναστήσει
με την γλυκιά αγάπη σου, την πιο όμορφη στην κτίση.
Που στη ζωή μου, φάνηκες, Γενάρη πρωινό
με γέλιο και με ανέβασες στον έβδομο ουρανό.
Που τις πληγές μου γιάτρεψες με τα γλυκά σου λόγια
κι από το κρύο, με έβαλες μες τα ζεστά σου ανώγεια.
Που όνειρα δεν έβλεπα μα εφιάλτες μόνο
και τώρα ένα όνειρο γλυκό με σε βιώνω.
Που έγινες αυτόκλητα, φύλακας άγγελός μου,
μάνα, πατέρας κι αδελφή κι ο φίλος ο καλός μου.
Που, «Η αγάπη, ευτυχώς», μου ‘πες, πως «δεν εχάθη»,
γιατί την ανακάλυψες στης λεμονιάς τα άνθη.
Που μου ‘δωσες απλόχερα αυτό που μου ‘χε λείψει
και ευτυχία έκανες την μόνιμη μου θλίψη.
Που στην καρδιά μου σ’ έβαλα μ’ ένα μικρό τραγούδι
και της ζωής μου γίνηκες το πιο όμορφο λουλούδι.
Που σε ονόμασα «Ζωή!» γιατί ζωή μου δίνεις
και κάθε πόνο και καημό μ’ ένα σου χάδι σβήνεις.

ΕΙΣΑΙ το «Δώρο του Θεού!», γλυκιά, χαριτωμένη,
η ευτυχία ζωντανή! και τρισευλογημένη!

Παύλος Πολυχρονάκης 

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

"Ο θάνατος του ποιητή", άρθρο του Ποιητή Κυριάκου Κυτούδη.




Ποιος μπορεί να πει ότι είδε τον ποιητή και να πει, ότι τον είδε να πεθαίνει και να γεννιέται χίλιες φορές έως τα τώρα, κι ας είναι ο κανένας ψάχνοντας την Ιθάκη του.

Κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο, οι άλλοι ζεσταίνονται κι αυτή η φλόγα, να τρώει του τα σωθικά· κάτω απ’ την ίδια άνοιξη άλλοι να παίζουν με τις Ευμενίδες κι αυτός, να δίνει λόγο στις Ερινύες για τα καμώματα του κόσμου, λες και τον έφτιαξε αυτός ως συναϊδιος, γιατί έτσι νιώθει και προσπαθεί να τον αλλάξει.

Πάντα γελαστός και γελασμένος. Γελαστός, κάθε φορά που βλέπει την Ιθάκη του μα γελασμένος, κάθε φορά που κάμει λάθος, μα συνεχίζει.

Η αγάπη του είναι πάνω σ’ όλα τα πλάσματα του θεού, έναν εχθρό μονάχα έχει, τον εαυτό του. Κάθε του ποίημα κι ένα του θεριό που πρέπει να δαμάσει, ώσπου κι ο ίδιος να γίνει θεριό, γιατί ξέρει ότι το θεριό, με το θεριό το πιάνεις και μετά, να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο Νί και το Σίγμα.

Πόσες φορές σε άσπαρτο αγρό δίχως λουλούδια, δεν έγινε γύρη για την μέλισσα και μέλισσα για την γύρη.
Με δίχως θάλασσα, δεν έγινε ρότα για τον άνεμο κι άνεμος για την ρότα.
Δίχως βουνά, έγινε κορφή για τον αητό κι αετός για την κορφή.
Και δίχως χρόνο, πόσες του φορές κι αν έγινε χελιδόνι για την άνοιξη, κι άνοιξη για το χελιδόνι.

Τι κι αν προσπάθησε φορές μέσα από ψέματα να λέει την αλήθεια γνωρίζοντας πως η ποίηση, είναι ένα ψέμα απ’ τον ιδεατό κόσμο που όμως, λέει πάντοτε την αλήθεια και προσπαθεί στον πηγαιμό για την Ιθάκη του, να γράψει εκείνο το ποίημα, εκείνο το ψέμα, που όμως να βγει αληθινό.

Πόσες φορές δεν είδε την ζωή θαλασσογκάστρωτη, και πώς γεννά την αλισάχνη με λευκό μαγνάδι, πως φτιάχνει της ροδόχτιστες του πηγαιμού τις ρότες, και πώς κεντάει ξημέρωμα στων ναυτικών το βράδυ, τις τελευταίες ώρες τους, και πως τις κάμει πρώτες.

Κι αν είδε την ζωή κυρά και τρυφερή βυζάστρα, και δεν πια στήνει ξόβεργες για μια σταλιά από γάλα, δεν έχει αδειανές και τρύπιες του φαρέτρες, έμαθε το να τρυγάει απ’ όνειρα μεγάλα, και πως του κτίζει σύμπαντα από πεταμένες πέτρες.

Φορές κι αν την εβλέπει αητό κι όχι μικρό σπουργίτι, και τα φτερά του σ’ απλωσιά χαϊδεύοντας τον ήλιο, να ‘ναι κορφή για τον θεό, θεός για τις κορφάδες, να κόβει απ’ του φεγγαριού για την φωλιά του τίλιο, και να βλογάει το λευκό για τις ζεστές νιφάδες.

Και την εβλέπει μάνα, αιώνια γεννήτρα, και παίρνει το πρωτόγαλα για να το φτιάχνει μέλι, παίρνει τους τρίκορφους καρπούς και φτιάχνει παραδείσους, και ξέρει, ότι με μία κούπα αγάπη φτιάχνεται τ’ αμπέλι, και για την αθρεψιά, φτάνει μονάχα, μια σταγόνα μίσους.

Κρατάει τα πάντα, απ’ το λίγο γαλάζιο που θα πέσει απ’ τα σύννεφα, μέχρι και το ξεχασμένο ψίχουλο ενός μυρμηγκιού. Για έναν ποιητή, δεν περισσεύει τίποτα. Γι’ αυτό φορές και νιώθει άχθος της αρούρας. Πολύ το βάρος, ασήκωτο. Πόσες φορές δεν ξενύχτησε παρέα με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, προσπαθώντας να κατανοήσει παντού την ηθική, πως και για κάθε ποίημα, χρειάζεται κι ένας ηθικός λόγος.
Πόσες φορές δεν έσκαψε στα ριζωτά της γης για να ‘βρει απαντήσεις, αφού τ’ αστέρια ήταν βουβά και τα φεγγάρια αδιάφορα, μέχρις, που είδε ότι η ποίηση, δεν ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται, όπως κι ο θεός.

Πόσες φορές δεν ξενύχτησε μ’ ένα μονάχα ερωτηματικό, εάν τελικά αυτός διάλεξε την ποίηση, ή η ποίηση αυτόν κι αν στο τέλος, θα τον εσώσει, ή θα τον καταστρέψει.

Ο ποιητής, Δεν θέλει να είναι απλά ένα κομμάτι της ποίησης, αλλά η ποίηση να είναι ένα κομμάτι του. Έμαθε νωρίς πως δεν είναι το μέσον για ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά πρώτα τον εαυτό του. Λατρεύει τα μεγάλα κι ωραία ποιήματα, δεν του αρέσουν ποτέ τα δικά του παρά μονάχα εκείνα, που δεν κατάφερε ακόμα να γράψει. Δεν κάνει πίσω, κι ας είναι στα μάτια των άλλων ο κανένας, δεν τον πειράζει, αυτό που τον πειράζει είναι η άγνοια γι’ αυτό διψά για γνώση, γνώση της ποίησης γιατί ξέρει καλά πως απαιτεί ηθικούς κανόνες και οτιδήποτε αντίθετο, απλά είναι άγνοια.

Ο ποιητής, αυτός ο άγνωστος στρατιώτης, προσπαθεί στην αχνοκεριά να μάθει μέσα απ’ τ’ άχραντα και τ’ απόκρυφα σωστά την αλφαβήτα. Να κοιτάει πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα γράμματα, πίσω απ’ τις απλές γραμμές και σε απόλυτο σταβέντο, πίσω κι απ’ το αίτιο. Πολλά γιατί, γιατί ΩΜΕΓΑ, γιατί ΑΛΦΑ, γιατί ΑΙΜΑ ΠΡΑΣΙΝΟ που γράψανε μεγάλοι ποιητές; Καλός ο ήλιος, αλλά γιατί ήλιος, γιατί πρώτα ΗΤΑ; Και μετά, γραμμή - γραμμή, χωρίς γραμμή στο τέλος, να βρίσκει την πρωταρχική ιδέα, την επιθυμία και μετά, να την βάζει σε ζύγι με το σήμερα και να βιώνει γι’ακόμη μια φορά  τον θάνατο. Είναι άδικο.

Ξέρει πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, αυτός όμως μπορεί να είναι.

Αυτός ο άγνωστος περαστικός, ο μοναχικός διαβάτης, ο κανένας, αν είναι να γράψει, θέλει να γράψει κάτι καλό, γιατί δεν θέλει να τον θαυμάζουν, απλά να τον αγαπούν, κι ας μην γίνεται ποτέ, μονάχα τον πετροβολούνε αλλά τις μαζεύει, να κάμει κάποτε το ίδιο που έκαμε κι ένας μεγάλος ποιητής, ο Πεσσόα. Μια μέρα, να κτίσει ένα κάστρο.

Σέβεται αυτήν την τέχνη, την τέχνη των τεχνών, και δεν τον συγκινεί τίποτα λιγότερο, τίποτα μικρότερο, τίποτα ευτελές γιατί γνωρίζει πως στον κόσμο των ιδεών, θα τον συλλαμβάνανε για προσβολή της δημοσίας αιδούς.

Ξέρει πολλούς που νοιάζονται για την γνώμη του περαστικού, να πάψει να ‘ναι ο κανένας, και είναι μ’ όσους δεν μπoρούνε να πετάξουν με τους αετούς, και στήνουν ξόβεργες στα σπουργίτια. Δεν μάθανε να πετάνε ούτε με την ποίηση γιατί η ποίηση, δεν είναι αυτό που σου μαθαίνει να πετάξεις αλλά είναι αυτό, που σου μαθαίνει ότι για να πετάξεις, δεν χρειάζεσαι φτερά.

Αυτός ο ποιητής, θέλει αγγέλους στη ζωή του αλλά ξέρει καλά, πως για να υπάρχουνε άγγελοι στη ζωή του, θα πρέπει πρώτα να φτιάξει στην ψυχή του έναν παράδεισο, για να έχουνε κάπου να μείνουν.

Έτσι, έμαθε ν’ αγαπάει το χελιδόνι ξέροντας ότι θα βρει στην ψυχή του την άνοιξη. Γι’ αυτό, έμαθε ν’ αγαπάει και το φεγγάρι, και να σέβεται τον ήλιο.

Έτσι πείστηκε για την ηθική από τον Σωκράτη, και από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για την μίμηση.  Γι’ αυτό φορές του μοιάζει θαύμα, κι άλλοτε η ζωή του κόλαση.

Ποίηση, η τέχνη να παίρνεις απ’ το τίποτα και να φτιάχνεις κάτι, να κάνεις το μικρό μεγάλο, το ανέφικτο εφικτό, το ιδεατό φυσικό, και δυνατό το αδύνατο και όλ’ αυτά, χρειάζονται τέχνη, και τέχνη, είναι η ποίηση. Η τέχνη των τεχνών, και ξέρει ο ποιητής γιατί; Γιατί απλά, δεν έχει πρώτες ύλες. Κι αυτό είναι που τον κάνει μια μικρό θεό, και μια τον πιο φτωχό θνητό, που χίλιες φορές γεννιέται και πεθαίνει, κι ας μοιάζει ένας απλός περαστικός, δεν το πειράζει, αυτός προσέχει, τους κοιτάει κρυφά, γλυκά και απ’ αυτούς μαθαίνει. Τους βλέπει να κοιτούν ψηλά, μα δεν τους έδειξε κανείς ακόμα τον τρόπο να ονειρεύονται, να ταξιδεύουν, και να χαϊδεύουν τα φεγγάρια στο ξημέρωμα.

Κι αυτό όμως ακόμα, τον πεθαίνει πιο πολύ, γιατί βιώνει την δίψα των ανθρώπων, γνωρίζοντας καλά πως ο κόσμος, πάντοτε ήταν έτοιμος για την ποίηση, οι ποιητές δεν είναι. Κι αυτό, είναι για τον ποιητή μια κόλαση ακόμα.
Κάθε μέρα η ζωή του ένα ζύγι και το κέρδος του… Το κέρδος του ποιητή, είναι ο συνεχής θάνατος, χωρίς να υπάρχει αμάρτημα, δίχως κόλαση, και χωρίς να υπάρχει Χάρος. Έτσι προσπαθεί ν’ ανακαλύψει τον παράδεισο, βρίσκοντας αγγέλους στο πυρ το εξώτερον, ψάχνοντας διοσμαρίνες στις καιόμενες γωνιές της κολάσεως, και λίγες σταγόνες βροχής, απ’ την αέναη φωτιά που τρώει τα σωθικά του.

Έτσι προσπαθεί να ισορροπεί, ανάμεσα στην ευλογία της ζωής, και την κατάρα της ποίησης. Πάντα γελαστός, και γελασμένος.


Κυριάκος Κυτούδης, Kαθηγητής ποίησης της International Art Academy

Οι λέξεις που ποθώ.





Οι λέξεις που ποθώ,
στο περιθώριο ξεφεύγουν,
αρνήσεις επιφυλάσσουν,
δυσβάστακτες έννοιες φορτώνονται.
Και ιδού το ερώτημα
που έπλασε η μνήμη:
"Μήπως είσαι τυφλός στα αλήθεια
και βλέπεις με τις λέξεις;"
ή "Μήπως με σκέψεις
ομορφαίνεις το τοπίο;".
Ό,τι και αν συμβαίνει
συναίσθημα λάμπει στον ήλιο,
κραυγή διακόπτει τον ύπνο
και τ' όνειρο πόθησε τον στίχο.

13/08/2014

Λάσκαρης Π. Ζαράρης

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Δύο ποιήματα από τον Παύλο Πολυχρονάκη.

ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ

Ο ΣΑΜΑΡΑΣ και Ο ΣΑΜΑΡΑΣ

Το Μούντιαλ σαν παίζονταν στη χώρα του καφέ
και η Εθνική μας πούλαγε πρώτη φορά εφέ!
ομάδα νέων κραύγαζε: Ζήτω ο Σαμαράς!
Και  εγώ που για χατήρι του έγινα φουκαράς
φώναξα μ΄αγανάκτηση: Κάτω ο μασκαράς!
Αμέσως με λιντσάρανε και όταν με βαρούσαν
τον μπαλαδόρο Σαμαρά μού'παν επευφημούσαν!!!
 

ΓΡΑΔΙΣΤΙΚΕΣ ΖΗΛΙΕΣ

Δύο γράδες εμαλώνανε εις την Αετοράχη
κι ελέγαν, με το άντρα της, η μια τσ’ αλλλής, πως … «τα’χει…»,
παρόλο που οι άντρες τους ήτανε γερασμένοι
κι από τσιλιμπουρδιές και ΣΕΞ , χρόνια παραιτημένοι.
Κι έλεγ’ η μία που’ταν κουτσή: - Μωρή φωτιοκαμένη,
εσέ ποτίζ’ ο άντρας μου κι’ γω ‘μαι διψασμένη…
-          Τι’δες και λες ο άντρας σου, εμένα πως ποτίζει;
κι έχει νερό ο καψερός… και άλλες να δροσίζει;
-          Απ’ τσ’ αμασκάλες μου’πανε, σε κράτιε κι απ’ τη χέρα…
-          Απ’ το πηγάδι μ’ έβγαλε, που έπεσα μία μέρα.
-          Στο στόμα δεν σε φίλουνε κι εσύ’σουν ξαπλωμένη;
-          Μου ‘δωσε «το φιλί ζωής», που θα’μουν ποθαμένη.
-       Ένα αρνί δε σου’δωσε στον Άγιο το Μύρω;
-       Στη λοταρία το’βαλε κι είχ’αγοράσει κλήρο.
-          Δεν σ’έβαλε στ’αγροτικό μέχρι την Κρύα Βρύση;
-          Το γάιδαρό μου θάψαμε εκειά, που’χε ψοφήσει.
-       Μία κουνέλα σου’δωσε, χωρίς λεφτά να πάρει
-       Του ‘δωσα έναν κούνελο. Δε μου’κανε και χάρη!..
-       Εις τα τρυγοπατήματα δεν σου ‘κλεινε το μάτι;
-       Το μάτι του τ’ αλλήθωρο το κλείνει από ινάτι.
Κι έλα και συ στα πίκλια* σου και στο Θεό ορκίσου
Πώς βρέθηκε στου άντρα μου τα χέρια το βρακί σου;
-          Στο σόχωρό του το’χενε αέρας πεταμένο
μια μέρα, απ’ το σύρμα μου, που το’χα απλωμένο.
-          Ο τράγος του, σου πήδηξε στο τζάμπα…. την κατσίκα
-          Όχι και τζάμπα, του’δωσα δυό πιτακίδες σύκα.
-       Σου’πε, «να σε χαιρόμαστε», μια μέρα στη γιορτή σου;
-       Αν είν’ και τούτο ενοχή, να σπάσ’ η αορτή σου!
-          Σου λίχνισε ένα λαμνί** κριθάρι στο αλώνι.
-          Ναι μα επήρε τ’άχυρα! Κουβέντα δεν σηκώνει!
-       Δεν είπε, το πιο νόστιμο είναι το φαγητό σου;
-       Μα δεν το πήγαινε εκειά που πάει τ’άρρωστό σου…
-       Εβγήκετε απ’το Χάντακα και σ’είχε ξεσκισμένη.
-       Τσι αβρονιές εμάζωνα μωρή ξετσιπωμένη
        κι βάτοι με ξεσκίσανε χιλιοξεφτιλισμένη.
        Κι ετσι’δα θα με ξέσκιζε η εξαφανισμένη
        «η απαυτή» του άντρα σου η σκοροφαγωμένη
        που παίρνει βιάγκρα να τη βρει να πά να κατουρήσει
        και πάλι κάνει ώρες δυο για να την εντοπίσει
-          Ελεεινή και πρόστυχη πού’χεις κι αναισθησία
σταμάτα, με τον άντρα μου να κάνεις «σκυλουσία»!
-          Και συ σταμάτα, «κούτσαυλη» να κάνεις την «οσία…».

* πίκλια = αίσχη
** λαμνί = σωρός αλωνισμένου κριθαριού πριν το λίχνισμα