Ποιος μπορεί να πει ότι είδε τον
ποιητή και να πει, ότι τον είδε να πεθαίνει και να γεννιέται χίλιες φορές έως
τα τώρα, κι ας είναι ο κανένας ψάχνοντας την Ιθάκη του.
Κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο, οι άλλοι ζεσταίνονται κι αυτή η
φλόγα, να τρώει του τα σωθικά· κάτω απ’ την ίδια άνοιξη άλλοι να παίζουν με τις
Ευμενίδες κι αυτός, να δίνει λόγο στις Ερινύες για τα καμώματα του κόσμου, λες
και τον έφτιαξε αυτός ως συναϊδιος, γιατί έτσι νιώθει και προσπαθεί να τον
αλλάξει.
Πάντα γελαστός και γελασμένος. Γελαστός, κάθε φορά που
βλέπει την Ιθάκη του μα γελασμένος, κάθε φορά που κάμει λάθος, μα συνεχίζει.
Η αγάπη του είναι πάνω σ’ όλα τα πλάσματα του θεού, έναν
εχθρό μονάχα έχει, τον εαυτό του. Κάθε του ποίημα κι ένα του θεριό που πρέπει
να δαμάσει, ώσπου κι ο ίδιος να γίνει θεριό, γιατί ξέρει ότι το θεριό, με το
θεριό το πιάνεις και μετά, να βρει την ισορροπία ανάμεσα στο Νί και το Σίγμα.
Πόσες φορές σε άσπαρτο αγρό δίχως λουλούδια, δεν έγινε
γύρη για την μέλισσα και μέλισσα για την γύρη.
Με δίχως θάλασσα, δεν έγινε ρότα για τον άνεμο κι άνεμος
για την ρότα.
Δίχως βουνά, έγινε κορφή για τον αητό κι αετός για την
κορφή.
Και δίχως χρόνο, πόσες του φορές κι αν έγινε χελιδόνι για
την άνοιξη, κι άνοιξη για το χελιδόνι.
Τι κι αν προσπάθησε φορές μέσα από ψέματα να λέει την
αλήθεια γνωρίζοντας πως η ποίηση, είναι ένα ψέμα απ’ τον ιδεατό κόσμο που όμως,
λέει πάντοτε την αλήθεια και προσπαθεί στον πηγαιμό για την Ιθάκη του, να
γράψει εκείνο το ποίημα, εκείνο το ψέμα, που όμως να βγει αληθινό.
Πόσες φορές δεν είδε
την ζωή θαλασσογκάστρωτη, και πώς γεννά την αλισάχνη με λευκό μαγνάδι, πως
φτιάχνει της ροδόχτιστες του πηγαιμού τις ρότες, και πώς κεντάει ξημέρωμα στων
ναυτικών το βράδυ, τις τελευταίες ώρες τους, και πως τις κάμει πρώτες.
Κι αν είδε την ζωή
κυρά και τρυφερή βυζάστρα, και δεν πια στήνει ξόβεργες για μια σταλιά από γάλα,
δεν έχει αδειανές και τρύπιες του φαρέτρες, έμαθε το να τρυγάει απ’ όνειρα
μεγάλα, και πως του κτίζει σύμπαντα από πεταμένες πέτρες.
Φορές κι αν την
εβλέπει αητό κι όχι μικρό σπουργίτι, και τα φτερά του σ’ απλωσιά χαϊδεύοντας
τον ήλιο, να ‘ναι κορφή για τον θεό, θεός για τις κορφάδες, να κόβει απ’ του
φεγγαριού για την φωλιά του τίλιο, και να βλογάει το λευκό για τις ζεστές
νιφάδες.
Και την εβλέπει
μάνα, αιώνια γεννήτρα, και παίρνει το πρωτόγαλα για να το φτιάχνει μέλι,
παίρνει τους τρίκορφους καρπούς και φτιάχνει παραδείσους, και ξέρει, ότι με μία
κούπα αγάπη φτιάχνεται τ’ αμπέλι, και για την αθρεψιά, φτάνει μονάχα, μια
σταγόνα μίσους.
Κρατάει τα πάντα, απ’ το λίγο γαλάζιο που θα πέσει απ’ τα
σύννεφα, μέχρι και το ξεχασμένο ψίχουλο ενός μυρμηγκιού. Για έναν ποιητή, δεν
περισσεύει τίποτα. Γι’ αυτό φορές και νιώθει άχθος της αρούρας. Πολύ το βάρος,
ασήκωτο. Πόσες φορές δεν ξενύχτησε παρέα με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα,
προσπαθώντας να κατανοήσει παντού την ηθική, πως και για κάθε ποίημα,
χρειάζεται κι ένας ηθικός λόγος.
Πόσες φορές δεν έσκαψε στα ριζωτά της γης για να ‘βρει
απαντήσεις, αφού τ’ αστέρια ήταν βουβά και τα φεγγάρια αδιάφορα, μέχρις, που
είδε ότι η ποίηση, δεν ανακαλύπτεται, αποκαλύπτεται, όπως κι ο θεός.
Πόσες φορές δεν ξενύχτησε μ’ ένα μονάχα ερωτηματικό, εάν
τελικά αυτός διάλεξε την ποίηση, ή η ποίηση αυτόν κι αν στο τέλος, θα τον
εσώσει, ή θα τον καταστρέψει.
Ο ποιητής, Δεν θέλει να είναι απλά ένα κομμάτι της ποίησης,
αλλά η ποίηση να είναι ένα κομμάτι του. Έμαθε νωρίς πως δεν είναι το μέσον για
ν’ αλλάξει τον κόσμο, αλλά πρώτα τον εαυτό του. Λατρεύει τα μεγάλα κι ωραία
ποιήματα, δεν του αρέσουν ποτέ τα δικά του παρά μονάχα εκείνα, που δεν κατάφερε
ακόμα να γράψει. Δεν κάνει πίσω, κι ας είναι στα μάτια των άλλων ο κανένας, δεν
τον πειράζει, αυτό που τον πειράζει είναι η άγνοια γι’ αυτό διψά για γνώση,
γνώση της ποίησης γιατί ξέρει καλά πως απαιτεί ηθικούς κανόνες και οτιδήποτε
αντίθετο, απλά είναι άγνοια.
Ο ποιητής, αυτός ο άγνωστος στρατιώτης, προσπαθεί στην
αχνοκεριά να μάθει μέσα απ’ τ’ άχραντα και τ’ απόκρυφα σωστά την αλφαβήτα. Να
κοιτάει πίσω από τις λέξεις, πίσω από τα γράμματα, πίσω απ’ τις απλές γραμμές
και σε απόλυτο σταβέντο, πίσω κι απ’ το αίτιο. Πολλά γιατί, γιατί ΩΜΕΓΑ, γιατί
ΑΛΦΑ, γιατί ΑΙΜΑ ΠΡΑΣΙΝΟ που γράψανε μεγάλοι ποιητές; Καλός ο ήλιος, αλλά γιατί
ήλιος, γιατί πρώτα ΗΤΑ; Και μετά, γραμμή - γραμμή, χωρίς γραμμή στο τέλος, να
βρίσκει την πρωταρχική ιδέα, την επιθυμία και μετά, να την βάζει σε ζύγι με το
σήμερα και να βιώνει γι’ακόμη μια φορά τον θάνατο. Είναι άδικο.
Ξέρει πως η ζωή δεν είναι δίκαιη, αυτός όμως μπορεί να
είναι.
Αυτός ο άγνωστος περαστικός, ο μοναχικός διαβάτης, ο
κανένας, αν είναι να γράψει, θέλει να γράψει κάτι καλό, γιατί δεν θέλει να τον
θαυμάζουν, απλά να τον αγαπούν, κι ας μην γίνεται ποτέ, μονάχα τον πετροβολούνε
αλλά τις μαζεύει, να κάμει κάποτε το ίδιο που έκαμε κι ένας μεγάλος ποιητής, ο
Πεσσόα. Μια μέρα, να κτίσει ένα κάστρο.
Σέβεται αυτήν την τέχνη, την τέχνη των τεχνών, και δεν τον συγκινεί τίποτα λιγότερο, τίποτα
μικρότερο, τίποτα ευτελές γιατί γνωρίζει πως στον κόσμο των ιδεών, θα τον συλλαμβάνανε
για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Ξέρει πολλούς που νοιάζονται για την γνώμη του περαστικού,
να πάψει να ‘ναι ο κανένας, και είναι μ’ όσους δεν μπoρούνε να πετάξουν με τους αετούς, και
στήνουν ξόβεργες στα σπουργίτια. Δεν μάθανε να πετάνε ούτε με την ποίηση γιατί
η ποίηση, δεν είναι αυτό που σου μαθαίνει να πετάξεις αλλά είναι αυτό, που σου
μαθαίνει ότι για να πετάξεις, δεν χρειάζεσαι φτερά.
Αυτός ο ποιητής, θέλει αγγέλους στη ζωή του αλλά ξέρει
καλά, πως για να υπάρχουνε άγγελοι στη ζωή του, θα πρέπει πρώτα να φτιάξει στην
ψυχή του έναν παράδεισο, για να έχουνε κάπου να μείνουν.
Έτσι, έμαθε ν’ αγαπάει το χελιδόνι ξέροντας ότι θα
βρει στην ψυχή του την άνοιξη. Γι’ αυτό, έμαθε ν’ αγαπάει και το φεγγάρι, και
να σέβεται τον ήλιο.
Έτσι πείστηκε για την ηθική από τον Σωκράτη, και
από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για την μίμηση. Γι’ αυτό φορές του μοιάζει θαύμα, κι άλλοτε η ζωή του
κόλαση.
Ποίηση, η τέχνη να παίρνεις απ’ το τίποτα και να φτιάχνεις
κάτι, να κάνεις το μικρό μεγάλο, το ανέφικτο εφικτό, το ιδεατό φυσικό, και
δυνατό το αδύνατο και όλ’ αυτά, χρειάζονται τέχνη, και τέχνη, είναι η ποίηση. Η
τέχνη των τεχνών, και ξέρει ο ποιητής γιατί; Γιατί απλά, δεν έχει πρώτες ύλες.
Κι αυτό είναι που τον κάνει μια μικρό θεό, και μια τον πιο φτωχό θνητό, που
χίλιες φορές γεννιέται και πεθαίνει, κι ας μοιάζει ένας απλός περαστικός, δεν
το πειράζει, αυτός προσέχει, τους κοιτάει κρυφά, γλυκά και απ’ αυτούς μαθαίνει.
Τους βλέπει να κοιτούν ψηλά, μα δεν τους έδειξε κανείς ακόμα τον τρόπο να
ονειρεύονται, να ταξιδεύουν, και να χαϊδεύουν τα φεγγάρια στο ξημέρωμα.
Κι αυτό όμως ακόμα, τον πεθαίνει πιο πολύ, γιατί βιώνει
την δίψα των ανθρώπων, γνωρίζοντας καλά πως ο κόσμος, πάντοτε ήταν έτοιμος για την
ποίηση, οι ποιητές δεν είναι. Κι αυτό, είναι για τον ποιητή μια κόλαση ακόμα.
Κάθε μέρα η ζωή του ένα ζύγι και το κέρδος του… Το κέρδος
του ποιητή, είναι ο συνεχής θάνατος, χωρίς να
υπάρχει αμάρτημα, δίχως κόλαση, και χωρίς να υπάρχει Χάρος. Έτσι προσπαθεί ν’
ανακαλύψει τον παράδεισο, βρίσκοντας αγγέλους στο πυρ το εξώτερον, ψάχνοντας διοσμαρίνες
στις καιόμενες γωνιές της κολάσεως, και λίγες σταγόνες βροχής, απ’ την αέναη
φωτιά που τρώει τα σωθικά του.
Έτσι προσπαθεί να ισορροπεί, ανάμεσα στην ευλογία της
ζωής, και την κατάρα της ποίησης. Πάντα γελαστός, και γελασμένος.
Κυριάκος Κυτούδης, Kαθηγητής ποίησης της International Art Academy