Ο νυχτοφύλακας περπατούσε πέρα δώθε
στην πόλη των λαμπερών χρυσαφικών. Παρατηρούσε το κτίριο που ορθωνόταν μπροστά
του σαν τεράστιο χέρι απλωμένο στον ουρανό. Κάθε δάχτυλο ήταν και ένα κατάστημα
γεμάτο με χριστουγεννιάτικα δώρα. Φαινόταν νυσταγμένος και το μόνο που
σκεφτόταν ήταν ένα μεγάλο ψητό μπούτι γουρουνιού. Του έτρεχαν τα σάλια...
Ώσπου ο μικρός που
τον παρατηρούσε τόση ώρα κρύφτηκε πίσω από τη σκιά της πλάτης του. Χασκογέλασε
και είπε από μέσα του:
«Τώρα πρέπει να
διαλέξω σε τι είναι καλύτερο να μεταμορφωθώ. Να γίνω λύκος και να του τραβήξω
μια δαγκωνιά στο πόδι ή να γίνω τσιμπούρι και να τρέφομαι από το λίπος και το
αίμα του».
«Μμμ, δεν σκέφτηκα
κάτι πιο αποδοτικό...», έξυσε το κεφάλι του και τα μάτια του λάμψανε.
«Θα φέρω ένα
μπουκάλι κρασί και θα προσπαθήσω να του πιάσω κουβέντα... Ε, λοιπόν, ακούστε να
σας πω κύριε τι έγινε τα προηγούμενα Χριστούγεννα... Καθόμασταν κάτω από το
δέντρο όλοι μας: ο μπαμπάς, η μαμά και ο αδελφός μου. Κοιτούσαμε τα λαμπάκια
που αναβόσβηναν και ξεχνιόμασταν. Μύριζε έλατο και παραξενευτήκαμε. Ξαφνικά το
αστέρι στην κορυφή του δέντρου έγειρε και έπεσε κάτω σπάζοντας αρκετές μπάλες.
Ο αδελφός μου ούρλιαξε:
«Τρελό αστέρι, τι
έπαθες;», πήγε να του πιάσει κουβέντα.
Λες και τα αστέρια
μιλάνε... Αν και έχω μια απορία, ίσως τα χριστουγεννιάτικα αστέρια να μιλάνε
τελικά...
Ο πατέρας
εκνευρισμένος που έχασε αρκετές μπάλες για την παραξενιά του αστεριού, έτρεξε
γρήγορα γρήγορα να πάρει από την αποθήκη ένα μικρότερο αστέρι και όταν επέστρεψε,
το έβαλε στην κορυφή του δέντρου.
«Κατέβα από εκεί
πάνω», φώναξε παρεξηγημένο το μεγαλύτερο αστέρι.
«Και γιατί παρακαλώ; Νομίζεις ότι εσύ αξίζεις
περισσότερο από μένα;».
«Και βέβαια, αξίζω
περισσότερο! Πάμε να διαγωνιστούμε;».
«Πάμε», τον
προκάλεσε ο μικρότερος.
«Αν είσαι μάγκας, κατέβα από το δέντρο κι έλα
να παλέψουμε με τις χρυσαφένιες άκρες μας».
«Δεν περίμενα τέτοια θρασύτητα και αλαζονεία
από τον λαμπερότερο», διέκοψε τον μικρό παραμυθά ο νυχτοφύλακας.
«Και πού είστε να
δείτε ακόμη... Πιείτε όμως κανένα ποτηράκι για να τα ακούτε και να μην
καταλαβαίνετε πολλά...».
Ο νυχτοφύλακας
άρχισε να ζαλίζεται και σιγά σιγά τον πήρε ο ύπνος. Ο μικρός τότε, έριξε ένα
σάλτο πάνω του και πηδώντας από κουμπί σε κουμπί της στολής του έφτασε στην
δεξιά τσέπη του και τράβηξε από μέσα ένα μεγάλο χρυσαφένιο κλειδί.
«Πω πω, θα το
αδειάζω το κτίριο του Αρπακτικάξ απόψε!», είπε ενθουσιασμένος.
Με δυσκολία
κατάφερε να κρατήσει στην μικρή του παλάμη το κλειδί και μετά από μεγάλη
προσπάθεια άνοιξε την κεντρική πόρτα του πολυκαταστήματος. Μια πινακίδα με
μεγάλα γράμματα προειδοποιούσε: «Στο κτίριο του Αρπακτικάξ απαγορεύεται η
είσοδος στους κλέφτες-πολίτες, εκτός αν αποτελούν πολιτικά πρόσωπα που
βρίσκονται σε υψηλές θέσεις!».
Ο μικρός κλέφτης
έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γίνεται η κλοπή σε
άλλους να απαγορεύεται και σε άλλους να επιτρέπεται;
Πριν χτυπήσει ο
συναγερμός και καταφθάσουν οι αστυνομικοί, ένα τρελό αστέρι τον ανέβασε πάνω
στη ράχη του βγάζοντας φτερά για να πετάξει. Όταν ο μικρός γύρισε να κοιτάξει
πίσω του, του φάνηκε ότι από το κτίριο του Αρπακτικάξ έλειπε ένα δάκτυλο... Με
ένα δάκτυλο λιγότερο, ο γύπας του εμπορίου δεν θα μπορούσε να κλέψει τόσα
πολλά.
15/12/2016
Λάσκαρης Π. Ζαράρης