Διαβάζοντας
το βιβλίο της αγαπητής φίλης Μαρίας Πασχαλίδου, ένιωσα ποικίλα συναισθήματα.
«Σκέφτηκα, να αφήσω
τεράστια κύματα στη ράχη ενός βιβλίου», γράφει σε κάποιο σημείο η
ποιήτρια.
Κύματα οι λέξεις της που φτάνουν στην
ακρογιαλιά (στον αψεγάδιαστο σκοπό της- υποθέτω εγώ), προερχόμενες από μια
θάλασσα («αναφαίρετο των παραλογισμών μου
προσόν και ώθηση των λεπτών αποχρώσεων», σταχυολογώντας από διαφορετικές
σελίδες του βιβλίου της).
Λέξεις που μεταφέρουν στην κορυφή τους την
αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης, μεγαλωμένες στα ερωτηματικά που υποβάλλει στον
εαυτό της κάθε ευαίσθητη ποιητική φύση. Κι ύστερα ακουμπούν
τον αλμυρό παλμό τους στους σιωπηρούς δέκτες -εμάς τους αναγνώστες-,
προσφέροντας νοήματα: απλά, καθαρά, λιτά, ευωδιαστά, θωπευτικά, προκαλώντας μας
ταυτόχρονα να κάνουμε την δική μας δεύτερη και προσωπική ανάγνωση.
Λέξεις επιλεγμένες σοφά («Εκπληρωμένες σιωπές,
οδηγημένες μόνο από ένστικτο»), έτσι
που να αφοπλίζουν με την δύναμη των αληθειών τις οποίες αποκαλύπτουν:
«Ξεχάστηκα
κι ακουμπώντας τα δάχτυλα στο μαχόμενο Φως
μουτζούρα δε βγήκε μα διάβασα,
το κενό της επιφανειακής των ανθρώπων γαλήνης».
Και πιο κάτω:
«Στις μύτες των αποριών ανασηκώνομαι
και πικραίνομαι
που στιγμιαία και απρόσμενα θραύσματα θριάμβου,
δίνουν τη θέση τους
σ’ αυτό που ποτέ δε θα γίνουμε».
Το φως είναι που κάνει το νου να αναβλύζει
τα θαύματα της ποίησης, με καρδιά και ψυχή όμως δεκτικές στον πόνο, ευλύγιστα
δέντρα που άνεμος ερωτικός ή σαρκικός τα χτυπάει, αλλά δεν διστάζουν να
πολεμήσουν συμμαχώντας για μια αιωνιότητα.
Αιωνιότητα εξιλεωτική και λυτρωτική ακόμη
και στις αιχμηρές στιγμές του πάθους, όπου καμία κόλαση δεν μπορεί να περικλείσει
την αυθεντικότητα της εκδήλωσής του:
«Στου τετελεσμένου πάθους το ένστικτο
ο υποψήφιος σπαραγμός έχασε έδαφος,
γιατί τον βάραινε η ευθύνη της διαμελισμένης ανάτασης».
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το χθόνιο
στοιχείο δεν μπορεί να οικειοποιηθεί το ουράνιο («Εγώ, τον ουρανό μου τον φτιάχνω με πτώσεις»), πολύ περισσότερο να
το αποβάλλει ως περιττό, αφού το ένα εμπεριέχει το άλλο όταν η ψυχή βασανίζεται
στα σκοτεινά υπόγεια της ύπαρξης, για να βρει την μοναδική διέξοδο προς το φως:
«Χείμαρροι ανύπαρκτων διεξόδων στις περιστροφές
του εαυτού μας
και διαγραφές βλεμμάτων στις βροχές των διαλείψεων
των στίχων...
Αν μη τι άλλο,
κόκκινο είναι το χρώμα των χειλιών μας
στης αγάπης τα χειρόγραφα.
Πώς αλλιώς θα πολεμούσαμε στην έρημο;».
Η Μαρία καταλήγει σε μια εύλογη, δυσάρεστη όμως
διαπίστωση λόγω των συμβάσεων και υποκριτικών σχέσεων που επικρατούν γενικά
στην κοινωνία:
«Γίναμε ανίεροι στα αισθήματα,
ανιαροί στον έρωτα
και πολύπλοκοι στ’ αποσιωπητικά των στίχων...».
Πιο άμεση και δυναμική άρνηση δεν θα
μπορούσε να εκφράσει η ποιήτρια, προσφέροντας στην ουσία το ελιξίριο της ζωής,
της «Έστω μιας ζωής», με την οποία
κάλλιστα θα συμπύκνωνε τον προσανατολισμό της ποίησης της στην εξής κατακλείδα:
«Ξεχειλίζω, δε χωρώ». Και
πώς θα μπορούσε άραγε να χωρέσει μια ποιητική φυσιογνωμία που ισχυροποιείται
αναπότρεπτα σε «έναν κόσμο που σκαλώνει
στο αμετάφραστό μου, το αυστηρώς ανώφελο για τους πολλούς κι αδιάβαστο...»;
Γιατί οι πολλοί τελικά να μην μπορούν να
μεταφράσουν; Μήπως δασκαλεύτηκαν από τα γεννοφάσκια τους να επιβιώνουν με
επίγειες και υλικές απολαύσεις; Στραμμένοι πάντα στο φθαρτό
και το πρόσκαιρο, τους ξεφεύγει το διαφορετικό από το νου που παραμένει
ανερμήνευτο και ως εκ τούτου, αποδιωγμένο και κατακριτέο.
Την απάντηση -πιστεύω-, την δίνει η Μαρία
στην αρχή του επόμενου ποιήματος: «Το
όνειρο του Θεού, ελευθερώνεται με μάτια κλεισμένα...». Αλλά και με τα λόγια του εξαίρετου δασκάλου της
Σακελλάρη Καμπούρη δίνεται ένα ισχυρό πλήγμα στους τυχόν κατακριτές: «Η Μαρία Πασχαλίδου από το πρώτο της κιόλας
βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ήδη «φτασμένη» ποιήτρια και δεν υπερβάλλω..!».
Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής στα λεγόμενα του
ανθρώπου, που είχε την τύχη και την τιμή να παρακολουθήσει και να στηρίξει την
Μαρία στα πρώτα της ποιητικά βήματα. Με μια συμπλήρωση μόνο από εμένα, ότι δεν
αρκεί να είσαι αυθεντικός τεχνίτης για να διαπρέψεις στης ποίησης τα μονοπάτια.
Χρειάζεται το βλέμμα σου να συλλαμβάνει ανύποπτες στιγμές σε όλο το εύρος και
τη σημαντικότητά τους... Χρειάζεται να μιλάς εμφατικά με τις σιωπές, τις
παύσεις και τα κενά διαστήματα των στίχων σου: «Μακροζωία είναι οι λέξεις που ευδοκιμούν στη σιωπή».
Όλα αυτά που ανέφερα προηγουμένως, κατά την
άποψή μου, τα πραγματώνει με αρκετή επιτυχία η Μαρία Πασχαλίδου. Δουλεύει
αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, με μια εσώτερη μουσική που παρασέρνει -όντας
μέλος Φιλαρμονικής Ορχήστρας-, σε ειδυλλιακά τοπία ψυχής, όπου ρέουν τα ποτάμια
των βαθύσκιωτων ποιημάτων, και ό,τι παραλείπεται να ειπωθεί είναι ακόμη πιο
σπουδαίο από αυτό που λέγεται εμφανέστατα. Γιατί ο υπαινιγμός
απλώνει τα κλαδιά του παντού, αναμιγνύεται με τον υπερρεαλισμό, χωρίς να φτάνει
στο σημείο να πνίγει. Ταξιδεύει στις προεκτάσεις των στίχων της, οι οποίοι
γίνονται η αφόρμηση να σκεφτούν οι αναγνώστες δημιουργικά και ωφέλιμα:
«Ούτως ή άλλως
αυτά
που με παιδεύουν
γεννούν τις λέξεις μου
για
να πνίγομαι ελεύθερη
στον κατακλυσμό των ονείρων».
«Την ώρα που κλείνουν τα βλέφαρα,
μιλάμε δίχως αλφάβητο».
«Κι αν τυχόν ήτανε δίκαιη του πόθου η απαίτηση,
η μνήμη θα ντυνόταν λήθη
και το όνειρο θα νύχτωνε αδειανό και στερημένο
στα σαρκοβόρα προσχήματα...».
«Κάθυγρος γλώσσα αδάμαστη
των θριάμβων περιλείχουσα
την εισδοχή...
Εν τρόμου απόσυρση ρίγους
εξέρχεται κατ’ επανάληψη
τυλισσόμενο λαίμαργα
αναγεννημένο πυκνά,
εντός σώψυχων σκιρτημάτων».
«Ποτέ μου δε θα σταματήσω να παρασύρω στο Αίνιγμα
τους αξεδίψαστους».
Τελειώνοντας, θα αποτελούσε ακραία παράλειψη
να μην αναφέρω, ότι η κυριότερη αιτία που με ώθησε να επιχειρήσω αυτή την
κριτική προσέγγιση στο πρώτο πνευματικό παιδί της Μαρίας Πασχαλίδου ήταν η
πίστη, και όχι μόνο η επιβεβαιωμένη υποψία πως πίσω από το αξιόλογο έργο της κρύβεται
μια δημιουργός, η οποία ζει την καθημερινότητά της ως ποιήτρια, παρ’ όλες τις
δυσκολίες της οικογενειακής ζωής και των απαιτητικών ρόλων που συνδυάζει:
συζύγου και μητέρας.
Υπάρχει δηλαδή αντιστοιχία έργου και ζωής
και γι’ αυτό ελπίζω πως σύντομα θα δώσει και άλλα δείγματα του ταλέντου της,
εκτός απ’ όσα δημοσιεύει στο facebook και στο προσωπικό της ιστολόγιο.
Μια ακόμη διαφορά η οποία χαρακτηρίζει το έργο της έναντι των
περισσοτέρων σύγχρονων ποιητών είναι ότι, δεν τιτλοφορεί κανένα ποίημα του βιβλίου
της. Αυτό δεν συνιστά επ’ ουδενί αδυναμία έμπνευσης και επινόησης, αλλά σαφώς
υποδηλώνει την απουσία οποιασδήποτε πρόθεσης να κατευθύνει τον αναγνώστη στον
δικό της σκοπό, στην ουσία κάθε ποιήματος της, εφόσον δεχτούμε το επιχείρημα
ότι οι τίτλοι συμπυκνώνουν τις ιδέες των κειμένων και συνήθως αποτελούν τροχοπέδες
στην δεύτερη ανάγνωσή τους, στην ερμηνεία τους και την κατανόησή τους.
Λάσκαρης Π. Ζαράρης
Ποιητής-συγγραφέας-βιβλιοκριτικός