ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΣΑΤΙΡΑ
Ο ΣΑΜΑΡΑΣ και Ο ΣΑΜΑΡΑΣ
Το Μούντιαλ σαν παίζονταν στη χώρα του καφέ
και η Εθνική μας πούλαγε πρώτη φορά εφέ!
ομάδα νέων κραύγαζε: Ζήτω ο Σαμαράς!
Και  εγώ που για χατήρι του έγινα φουκαράς
φώναξα μ΄αγανάκτηση: Κάτω ο μασκαράς!
Αμέσως με λιντσάρανε και όταν με βαρούσαν
τον μπαλαδόρο Σαμαρά μού'παν επευφημούσαν!!!
ΓΡΑΔΙΣΤΙΚΕΣ ΖΗΛΙΕΣ
Δύο γράδες εμαλώνανε εις την
Αετοράχη 
κι ελέγαν, με το άντρα της, η
μια τσ’ αλλλής, πως … «τα’χει…», 
παρόλο που οι άντρες τους
ήτανε γερασμένοι
κι από τσιλιμπουρδιές και ΣΕΞ
, χρόνια παραιτημένοι. 
Κι έλεγ’ η μία που’ταν
κουτσή: - Μωρή φωτιοκαμένη, 
εσέ ποτίζ’ ο άντρας μου κι’
γω ‘μαι διψασμένη…
-         
Τι’δες και λες ο
άντρας σου, εμένα πως ποτίζει;
κι
έχει νερό ο καψερός… και άλλες να δροσίζει; 
-         
Απ’ τσ’ αμασκάλες
μου’πανε, σε κράτιε κι απ’ τη χέρα…
-         
Απ’ το πηγάδι μ’
έβγαλε, που έπεσα μία μέρα. 
-         
Στο στόμα δεν σε
φίλουνε κι εσύ’σουν ξαπλωμένη;
-         
Μου ‘δωσε «το
φιλί ζωής», που θα’μουν ποθαμένη. 
-       Ένα αρνί δε σου’δωσε στον Άγιο το Μύρω; 
-       Στη λοταρία το’βαλε κι είχ’αγοράσει
κλήρο. 
-         
Δεν σ’έβαλε
στ’αγροτικό μέχρι την Κρύα Βρύση;
-         
Το γάιδαρό μου
θάψαμε εκειά, που’χε ψοφήσει.
-       Μία κουνέλα σου’δωσε, χωρίς λεφτά να
πάρει
-       Του ‘δωσα έναν κούνελο. Δε μου’κανε και
χάρη!..
-       Εις τα τρυγοπατήματα δεν
σου ‘κλεινε το μάτι;
-       Το μάτι του τ’ αλλήθωρο το κλείνει από
ινάτι. 
Κι έλα και συ στα πίκλια* σου και στο Θεό ορκίσου
Πώς βρέθηκε στου άντρα μου τα χέρια το βρακί σου;
-         
Στο σόχωρό του
το’χενε αέρας πεταμένο
μια
μέρα, απ’ το σύρμα μου, που το’χα απλωμένο.
-         
Ο τράγος του, σου
πήδηξε στο τζάμπα…. την κατσίκα
-         
Όχι και τζάμπα,
του’δωσα δυό πιτακίδες σύκα. 
-       Σου’πε, «να σε χαιρόμαστε», μια μέρα στη
γιορτή σου;
-       Αν είν’ και τούτο ενοχή, να σπάσ’ η αορτή
σου!
-         
Σου λίχνισε ένα
λαμνί** κριθάρι στο αλώνι.
-         
Ναι μα επήρε
τ’άχυρα! Κουβέντα δεν σηκώνει!
-       Δεν είπε, το πιο νόστιμο είναι το φαγητό
σου;
-       Μα δεν το πήγαινε εκειά που πάει
τ’άρρωστό σου…
-       Εβγήκετε απ’το Χάντακα και σ’είχε
ξεσκισμένη.
-       Τσι αβρονιές εμάζωνα μωρή ξετσιπωμένη
        κι βάτοι με ξεσκίσανε χιλιοξεφτιλισμένη.
        Κι
ετσι’δα θα με ξέσκιζε η εξαφανισμένη
        «η απαυτή» του άντρα σου η σκοροφαγωμένη
        που παίρνει βιάγκρα να τη βρει να πά να
κατουρήσει 
        και πάλι κάνει ώρες δυο για να την
εντοπίσει
-         
Ελεεινή και
πρόστυχη πού’χεις κι αναισθησία
σταμάτα, με τον άντρα μου να κάνεις «σκυλουσία»!
-         
Και συ σταμάτα,
«κούτσαυλη» να κάνεις την «οσία…». 
* πίκλια = αίσχη 
** λαμνί = σωρός αλωνισμένου
κριθαριού πριν το λίχνισμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου